Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021
Σε λάθος ώρα νυχτώνει Πάλη με τον Θεό στο κενό του θανάτου.
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020
Δεν πληγώνω μόνο εγώ αμέτρητες φορές το Θεό, κι εκείνος με πληγώνει! «Σε λάθος ώρα νυχτώνει» Παρουσίαση του βιβλίου του π. Βασιλείου Χριστοδούλου, «Σε λάθος ώρα νυχτώνει», των εκδόσεων Γρηγόρη, Αθήνα 2020
Με αφορμή τον πρόωρη κοίμηση της κόρης μας Αντριάνας στα δέκα της χρόνια "ο
Στάθμευσα το αυτοκίνητό μου και δυο κορίτσια, συμμαθήτριές της, βουβά κι απαρηγόρητα έκλαιγαν στην πλαϊνή της εκκλησίας θύρα. Άηχα όλα, παντού σιωπή. Μια στοιχειωμένη απουσία. Δεν είναι η σιωπή των νεκρών που βαραίνει· η σιωπή της απουσίας Σου είναι που μας τυραννά».
Αν είμαστε ειλικρινείς, θα ταυτιστούμε με τα πολλά ερωτήματα που θέτει το βιβλίο.
«Δεν πληγώνω μόνο εγώ αμέτρητες φορές το Θεό, κι εκείνος με πληγώνει, με πληγώνει με απώλειες και σιωπές, με αναπάντητες ικεσίες, με δυσβάσταχτες υπομονές και αναίτιες τραγωδίες.
Ίσως γιατί δεν ξέρω, ίσως γιατί δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω, να είναι που βρίσκομαι καθιστός σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και της απελπισίας.
Μεγαλώνουμε μέσα στην Εκκλησία και δίχως να το καταλάβουμε, έχουμε ήδη συσσωρεύσει ένα σωρό ιδέες για το Θεό που τον εκτινάσσουν στη μακρινή σφαίρα του απροσπέλαστου και του ακίνδυνα τέλειου.
Η τελειότητα που επικαλούμαστε και που εμείς προσδίδουμε στο Θεό είναι η τελειότητα ενός άκαμπτου και ανέγγιχτου Θεού. Ένα άγαλμα θεϊκό, τέλειο σε όλες τις πτυχώσεις της ύπαρξής του, που μένει να το θαυμάζεις και να το προσκυνάς, σαν τα υπέροχα και πανέμορφα γλυπτά του Παρθενώνα, σαν τις εκπάγλου κάλλους Καρυάτιδες, ιέρειες του αγναντέματος πάνω σε βάθρο υπεροχής, με την κομψή πολύπτυχη ακινησία τους».
Μας πληγώνει ο Θεός!
Όχι ενεργητικά. Δεν κάνει κάτι για να μας πληγώσει. Όμως, συμβαίνουν πράγματα, που τα σκεφτόμαστε, αλλά δεν μπορούμε να τα αιτιολογήσουμε …
Σηκώνουμε τα μάτια μας στον Ουρανό και απάντηση δεν έρχεται …
Μια διαφαινόμενη απουσία Του …
Ο άνθρωπος χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του …
Γιατί να συμβεί;
Έχουμε αντιληφθεί το Θεό ως ένα πρόσωπο που δίνει λύσεις. Κι όταν συμβεί το αναπάντεχο …
Ποια είναι η διαφορά του τέλειου και του ζωντανού Θεού;
Μήπως κατασκευάσαμε μια εικόνα Θεού, με τον οποίο δεν επιτρέπεται να διαφωνήσουμε αλλά να υπακούουμε δουλικά, σκύβοντας το κεφάλι;
Μια τέλεια ακαμψία!
Κι όμως ο Χριστός έγινε μικρός, έγινε άνθρωπος και σε αφήνει να Τον μειώσεις, να Τον δολοφονήσεις !
Να υπερβαίνει τον εαυτό Του και να γίνει αυτό που δεν είναι !
Αλλά δεν έχουμε μάθει να συνδιαλλεγόμαστε μαζί Του!
Με το ζωντανό Θεό έχουμε σχέση, έστω κι αν Τον αμφισβητούμε …
Το Ψαλτήρι, πόσο ειλικρινές είναι!
Περνάω δύσκολα!
***
Ακούστε όσα υπέροχα κατέθεσε ο π. Βασίλειος στην εκπομπή "Ραδιο-παραμυθία" και στη Σοφία Χατζή.
Μία, δύο, ίσως και περισσότερες φορές (όπως εμείς).
Γιατί δεν χορταίνεται ο λόγος του, ο γνήσια ειλικρινής και βιωματικός.
Και για όσους θέλουν να διαβάσουν το βιβλίο, μπορούν να το παραγγείλουν απο τις εκδόσεις Γρηγορη http://www.grigorisbooks.gr/product/2065/%CF%83%CE%B5-%CE%BB%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CF%82-%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CE%BD%CF%85%CF%87%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9"
via
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020
«Σε λάθος ώρα νυχτώνει» Παρουσίαση του βιβλίου του π. Βασιλείου Χριστοδούλου, «Σε λάθος ώρα νυχτώνει», των εκδόσεων Γρηγόρη, Αθήνα 2020
Ένα από τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης που πάντα συγκλονίζει είναι το περιστατικό εκείνο στο βιβλίο της Γενέσεως, όπου ο Ιακώβ παλεύει μια νύχτα ολόκληρη, σώμα με σώμα, με έναν μυστηριώδη ξένο. Η νύχτα φτάνει στο τέλος της και τότε ο ξένος αποκαλύπτεται ότι είναι ο Ίδιος ο Θεός. Η διήγηση τελειώνει με τη συμφιλίωσή τους, αλλά και την ευλογία του Ιακώβ από τον Θεό, την οποία ο Ιακώβ απαιτεί με θράσος. Ο Θεός του τη δίνει επιβραβεύοντάς τον για τον αγώνα του. Με παραβολικό τρόπο το κείμενο αυτό μας δείχνει την ψυχική κατάσταση εκείνη όπου ο Ιακώβ πάλευε με την πίστη του, τις αγωνίες του, τις τύψεις του, ουσιαστικά με τη συνείδησή του, διότι πριν από πολλά χρόνια είχε αδικήσει τον αδελφό του και τώρα φοβόταν να γυρίσει πάλι πίσω στην πατρίδα του. Η ευλογία και η συμφιλίωση σήμαινε μετάνοια για τα λάθη του, ειρήνευση στην ψυχή του και αποκατάσταση της σχέσης του με τον Θεό και τους ανθρώπους.
Κάνοντας αυτόν τον πρόλογο θέλουμε να μιλήσουμε συνοπτικά για μία πάλη. Για έναν αδυσώπητο αγώνα μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Διότι σε μία τέτοια πάλη μάς καλεί το νέο βιβλίο του πολυγραφότατου συγγραφέα π. Βασιλείου Χριστοδούλου, «Σε λάθος ώρα νυχτώνει», των εκδόσεων Γρηγόρη. Η κάθε πάλη εμπεριέχει το δομικό συστατικό της σχέσης. Ίσως είναι προτιμότερο με κάποιον να διαπληκτίζεσαι παρά να τον αγνοείς, διότι στην πρώτη περίπτωση σίγουρα σχετίζεσαι μαζί του. Ποια ζωντανή σχέση δεν περνάει μέσα από κύματα; Σε ποια ζωοποιό σχέση δεν μοιράζεσαι όλο το φάσμα των συναισθημάτων σου; Μόνο στις νεκρές και ανέραστες σχέσεις δεν αμφισβητείς και δεν αμφισβητείσαι. «Δεν πληγώνω μόνο εγώ αμέτρητες φορές τον Θεό, κι Εκείνος με πληγώνει», τονίζει ο συγγραφέας για να μιλήσει στο βιβλίο του για μια πάλη με τον Θεό στο κενό του θανάτου. Αν ο θάνατος είναι ό,τι πιο παράλογο υπάρχει στον κόσμο, άλλο τόσο είναι η βεβαιότητά μας γι’ αυτόν. Αν ο Θεός σαρκώθηκε από αγάπη για τον άνθρωπο και αποκαλύφτηκε για να μην παίζει κρυφτό μαζί του, αν μας έδωσε το λόγο Του και το Ευαγγέλιο Του ως εγχειρίδια σωτηρίας, ένα πράγμα μένει ως απόσταγμα της διδαχής Του: «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή»! Ήρθε στον κόσμο για να καταργήσει τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου: τον θάνατο! Πώς; Ο δικός Του σταυρικός θάνατος έδωσε σε εμάς την ελπίδα της αιώνιας ζωής! Ένας Θεός που κατεβαίνει στα μέτρα τα δικά μας, που μπορείς να Του μιλήσεις πρόσωπο προς πρόσωπο, που μπορείς -αν θες- να Του αντιμιλήσεις, να Του αντιπαρατεθείς, να Τον αμφισβητήσεις ακόμη. Η ενανθρώπησή Του μας δίνει και το δικαίωμα να Τον απομυθοποιήσουμε! Αλλά σε ποια βάση; Όχι στη βάση ενός Θεού που πέρασε υπέροχα στην ένσαρκη παρουσία Του στη γη. Όχι σε έναν Θεό που μας βλέπει από ψηλά στο θρόνο Του και γελάει με τα παθήματά μας. Όχι σε ένα σαδιστή Θεό που τιμωρεί με τον κεραυνό Του κάθε μας αμαρτία. Αλλά σε ένα Θεό που περιπαίζεται, που χλευάζεται, που βασανίζεται, που μας δίνει και το δικαίωμα να Τον σκοτώσουμε ακόμα! Και το χαρακτηριστικό Του είναι ότι ο Ίδιος δεν μας εγκαταλείπει ποτέ! Συμπάσχει, συνοδοιπορεί, μας κρατά στην αγκαλιά Του την έσχατη ώρα! Έχει ζήσει μαζί μας όλα τα δεινά του κόσμου. Έχει πάει στην κόλασή μας άπειρες φορές. Εξάλλου στον πεπτωκότα και φθαρτό κόσμο που ζούμε, φθαρτά πράγματα θα δρέψουμε! Γι’ αυτό στην Εκκλησία ζούμε την αιωνιότητα ήδη από το τώρα!
Παρόλη την ελπίδα που μας δίνει η παρουσία του Θεού, τα «Γιατί» του θανάτου παραμένουν αναπάντητα. Μπορούν οι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Χριστός, ή ακόμη και η δική Του η Ανάσταση να απαλύνουν τον πόνο μας, όταν χάνουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο; Μπορεί η πίστη και η ελπίδα στην αιώνια ζωή να μας παρηγορήσουν στην απώλεια του δικού μας ανθρώπου; Μπορούμε άραγε να παρηγορηθούμε με αυτόν το λόγο ή να παρηγορήσουμε; Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε διότι όσο απτός είναι ο ερχομός του θανάτου τόσο απτές εξηγήσεις απαιτεί!
Μαζί με τον συγγραφέα καταδυόμαστε στα έγκατα του Άδη μας, αφουγκραζόμαστε μαζί του την αβάσταχτη σιωπή της απουσίας του Θεού, παλεύουμε, χάνουμε, νικάμε, σηκωνόμαστε, ξαναπέφτουμε, αλλά τελικά κάτι κάνουμε. Δεν απελπιζόμαστε, όπως λέει και ο άγιος, διότι ακόμα και μέσα στον Άδη υπάρχει ο Θεός και ίσως εκεί να γίνονται οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις καθώς και εκεί μπορούμε να δούμε το χέρι του Θεού! Η βεβαιότητα της παρουσίας είναι εκείνη που λυτρώνει! O π. Βασίλειος απεκδύεται τις βεβαιότητες της ιερωσύνης του, για να κάνει αυτό που κάνει ο Ιησούς: συνοδοιπορία στη μαυρίλα και την εκμηδένιση, στον πόνο και την παράλογη μοναξιά. Κατέρχεται στον Άδη της απώλειας κι αυτή η κάθοδος έχει την έννοια του συντροφέματος.
Ένα αληθινό βιβλίο που σπάζει το φράγμα του ευσεβισμού στην Εκκλησία βάζοντας το μαχαίρι βαθιά μέσα στην πληγή, όταν καταθέτει τα αυθεντικά ερωτήματα, που ο καθωσπρεπισμός μας δεν μας αφήνει πολλές φορές να τολμήσουμε να θέσουμε.
Κατά την προσφιλή του συνήθεια ο συγγραφέας συνοδοιπορεί με τους αγαπημένους του ποιητές και συγγραφείς, Ελύτη, Δημουλά, Καζαντζάκη, Έλιοτ, Κλεμάν, Σμέμαν και πολλούς άλλους, αλλά και με νέους συνεπιβάτες, όπως ο άγ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ο π. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ντύνοντας έτσι το κείμενό του με ένα μεθυστικό άρωμα πνοής ζώσας!
Για άλλη μια φορά το νέο πόνημα, έργο γνήσιου πόνου καρδιάς, του π. Βασιλείου Χριστοδούλου είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που απολαμβάνει ο αναγνώστης κολυμπώντας -χωρίς σωσίβιο- στο πέλαγος της καταπληκτικής γραφής του! Όσο για το περιεχόμενο, είναι απλώς συγκλονιστικό, συγκινητικό, αφοπλιστικό, αποκαλυπτικό, επαναστατικό!
Στο πολύ πρωτότυπο αυτό βιβλίο ο αναγνώστης δεν μπορεί να μείνει παθητικός θεατής ενός δρώμενου που εξελίσσεται χωρίς να τον αγγίξει, αλλά θα συμμετάσχει ενεργητικά, θα ζήσει Σαρακοστή και Πεντηκοστή συνάμα, θα αναδυθεί πνευματικά -ίσως σε ύψη που δεν είχε ποτέ διανοηθεί- θα πέσει σίγουρα σε βαθιά και αχαρτογράφητα νερά, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτός που θα τολμήσει να κολυμπήσει σε αυτά θα αποζημιωθεί ποικιλοτρόπως!
Σωτήριος Ν. Κόλλιας, Δρ. Θεολογίας
Αναδημοσίευση από https://www.pemptousia.gr/2020/09/se-lathos-ora-nichtoni/
Το βιβλίο θα βρείτε από τις εκδόσεις Γρηγόρη εδώ.
Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020
Όταν σπαρταρά η ψυχή - Παρουσίαση του βιβλίου «Σε λάθος ώρα νυχτώνει» του π. Βασιλείου Χριστοδούλου
"Μπροστά στη θέα μιας ψυχής που σπαρταρά αφοπλίζεσαι. Αν έχεις στο παρελθόν σπαρταρήσει κι ο ίδιος, ήδη γνωρίζεις καλά πως το σπαρτάρισμα μεταδίδεται σαν ίωση, και θέλεις να το βάλεις στα πόδια. Αν δεν είχες παρόμοια εμπειρία, μια μυστική διαίσθηση κληρονομημένη από τα βάθη των αιώνων, σε προειδοποιεί να φορέσεις τη μάσκα της αναισθησίας αν σκοπεύεις από περιέργεια να παρακολουθήσεις την κατάληξη του σπαρταρίσματος και του σπαρταρισθέντος. Αυτή όμως είναι μάλλον μια αδόκιμη εκκίνηση για την παρουσίαση ενός βιβλίου. Πάμε απ’ την αρχή.
Μόλις τέλειωσα την πρώτη σελίδα του ββλίου που φέρει τον τίτλο «Σε λάθος ώρα νυχτώνει», το έκλεισα δηλώνοντας αποφασιστικά στον έσω εαυτό μου, «αυτό το βιβλίο εγώ αποκλείεται να το διαβάσω... δεν ξέρω για ποιον αναγνώστη προορίζεται, πάντως δεν προορίζεται για μένα». Από τις πρώτες κιόλας λέξεις ένιωσα τη λάμα ενός ακονισμένου μαχαιριού να εισχωρεί σε μια πληγή που στους αιώνας των αιώνων δεν πρόκειται να κλείσει ή θα κλείσει μόνον όταν κλείσουν και οι τρύπες που άνοιξαν τα καρφιά στα χέρια και τα πόδια του Κυρίου.
Πέρασε όμως μια μέρα και ξαναπήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Δεν ήταν από ευγένεια προς τον συγγραφέα του που είχε την καλοσύνη να μου το στείλει. Δεν είμαι τόσο ευγενική, ποτέ δεν ήμουν. Εγκαταλείπω δίχως τύψεις βιβλία και ανθρώπους που δεν με αφορούν. Όχι όμως και αυτά ή αυτούς που με αφορούν απόλυτα κι ας με πληγώνουν -έχει αποδειχθεί ότι κατά κανόνα μου βγαίνει σε καλό. Και το βιβλίο που είχα αρχίσει να διαβάζω με αφορούσε απόλυτα κι ας με πλήγωνε αβάσταχτα. Διάβασα άλλες δυο σελίδες και το άφησα πάλι. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν προσπάθησα τόσο πάνω στην ανάγνωση, όμως το εν λόγω κείμενο όσο βασανιστικά με απωθούσε άλλο τόσο μαγνητικά με έλκυε. Έτσι πορεύθηκε ο αναγνωστικός μου αγώνας σχεδόν μέχρι τη μέση. Γιατί από τη μέση και μετά του παραδόθηκα άνευ όρων και το διάβασα με μια ανάσα. Ποιο ήταν, λοιπόν, αυτό το άλογο που τρέχοντας αφηνιασμένα σε κάθε σελίδα έσερνε πίσω του την καρότσα της οδύνης μου, παρά τη θέλησή μου; Ήταν η ψυχή του συγγραφέα και μόνον αυτή. Μια ψυχή που σπαρταρούσε σε κάθε πρόταση ολόγυμνη, αδύναμη, ετοιμόρροπη και την ίδια στιγμή φοβερά δυνατή και ασυνήθιστα τολμηρή στην εκκωφαντική της ειλικρίνεια.
Ο συγγραφέας ξεκινά με μια αντιπαράθεση. Από τη μια η γνωστή περικοπή με την ανάσταση από τον Χριστό του γου της χήρας στην Ναΐν. Από την άλλη ο θάνατος ενός δεκάχρονου κοριτσιού του οποίου ο συγγραφέας έχει να τελέσει την κηδεία ως ιερέας. Το τραγικό είναι τέκνο των ακραίων αντιθέσεων και εγγόνι των συγκρίσεων που δίχως αυτές αναμφισβήτητα το γένος των ανθρώπων θα ήταν πολύ ευτυχέστερο. Αχ, αυτές οι συγκρίσεις, οι τόσο ανθρώπινες...
«Ανάσταση στην Ναΐν, θάνατος στην Καλλιθέα.
Παρουσία και απουσία.
Νοιάξιμο και αδιαφορία.
Λόγος και σιωπή.
«Εγέρθητι» και «αναπαύσου». (σ.15)
Δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα μπορούσε να αποτυπώσει κάποιος τον κεραυνό που τον διαπερνά και τη στάχτη στην οποία τον μετατρέπει ένα παιδικό φέρετρο. Και όμως αυτό κάνει ο συγγραφέας, και διαβάζοντας τον κεραυνοχτυπιόμαστε μαζί του και μαζί του στάχτη γινόμαστε. Και αρπάζει τη στάχτη ο άνεμος να τη διασκορπίσει, και εκεί που λες πως όλα χάθηκαν, επιστρέφεται άρωμα Χριστοφόρο. Άρωμα που πλημμυρίζει πρώτα την δική του καρδιά και ακολούθως τη δική μας.
Παραιτούμενος από κάθε λογοτενικό επίπλαστο φτιασίδι, ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου δημιουργεί ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό ρέκβιεμ. Οι λέξεις του είναι γυμνές σαν νεογέννητα βρέφη κι ο ίδιος γυμνός σαν πρωτόπλαστος μπροστά στο λιλιπούτειο φέρετρο μετεωρίζεται ανυπεράσπιστος από κάθε επιπόλαιη παρηγοριά και στερεότυπο κηρυγματικό επιχείρημα. Κατεβαίνει στον Άδη. Και αφού ξαναβγεί στο φως, αποτολμά το παράτολμο εγχείρημα να αρθρώσει όλα αυτά που έζησε εκεί κάτω, αλλά και γύρω από την κιβωτό του θανάτου εν μέσω όλων εκείνων που μένουν και δεν περιμένουν πλέον τίποτα. Αρθρώνει όλα αυτά που όσοι έχουμε ανάλογα βιώματα δεν τολμήσαμε ποτέ να εκστομίσουμε, με αποτέλεσμα τα αδήλωτα παράπονά μας, τα καταχωνιασμένα μας ερωτήματα και οι πιο κρύφιες «υβριστικές» μας σκέψεις σαν σκουλήκια να κατατρώνε το ξύλο της ψυχής μας που μένει σαρακοφαγωμένο. Όμως ο συγγραφέας σαν ρωμαλαίος ανθρακωρύχος βγάζει όλα τα κάρβουνα του πόνου στο φως! Και βγάζοντας τα δικά του κάρβουνα, συμπαρασύρει και τα δικά μας. Δεν αφήνει τίποτα κρυφό, τίποτα ανείπωτο, τίποτα υπαινικτικό. Δεν αποσιωπά, αλλά αντιθέτως κραυγάζει απεγνωσμένα. Παλεύει με τον Θεό, μαλώνει με τον Θεό, Του θυμώνει, Τον χάνει, Τον αναζητά, Τον βρίσκει και Τον ξαναχάνει. Κάθε ένα από τα δέκα τελευταία υποκεφάλαια του βιβλίου του φέρει τον σπαρακτικό τίτλο, «Πού είσαι;» Γιατί γυρεύει τον Θεό μια τέτοια ώρα; Τι δουλειά έχει ο Θεός με τον θάνατο; Αποκρίνεται: «Δεν είναι η σιωπή των νεκρών που βαραίνει. Η σιωπή της απουσίας Σου είναι που μας τυραννά.» (σ. 107)
Πάνω στο συρματόσχοινο της ύπαρξης, ο π. Βασιλειος, βαδίζει με πόδια γυμνά. Σκίζεται, ματώνει, αλλά δεν σταματά. Ακροβατεί έως θανάτου. Και σπαρταρά. Σπαρταρά σαν ετοιμοθάνατος. Λιώνει σαν το κερί μπροστά στον πόνο της μάνας. Από αγάπη.
Στο αιματηρό οδοιπορικό του έχει δύο βακτηρίες που ενδεχομένως και να ταυτίζονται κατ’ έναν τρόπο. Μία βακτηρία η ποίηση, δεύτερη το Μυστήριο. Βακτηρίες και φτερά συνάμα. Αρχέγονες ροζιασμένες βακτηρίες και φτερά από κτίσεως κόσμου αιματοβαμμένα. Ίσως μόνο ένας υπηρέτης του Θεού θα μπορούσε να εισπηδήσει στο κενό του άδικου και παράλογα πρόωρου θανάτου μ’ αυτόν τον τρόπο ή απλά ένας αληθινός χριστιανός. «Για να γίνεις χριστιανός πρέπει πρώτα να γίνεις ποιητής», έλεγε ο Άγιος Πορφύριος. Και μόνο ένας ποιητής του Θεού -οξύμωρη κάπως έκφραση, το αναγνωρίζω μιας και Ποιητής του ανθρώπου είναι ο Θεός, μα και εικόνα Του ο άνθρωπος- δε θα δίσταζε να πέσει στο κενό δίχως να ανοίξει σαν αλεξίπτωτο σωτήριο το ράσο του για να σωθεί, όπως, κατ’ αναλογίαν και τηρουμένων πάντα των αναλογιών, δε χρησιμοποίησε ποτέ ο Χριστός τη Θεότητά του σαν αλεξίπτωτο για να σωθεί από το μαρτύριό Του. «Προπαθείς να υπενθυμίσεις στον εαυτό σου και στους άλλους πως μάλλον άνθρωπος είσαι.» (σ. 111)
Και μήπως υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο για τους ζώντες από το θάνατο του παιδιού τους; «Καλο Παράδεισο» ευχόμουν κι εγώ σε καθε κηδεία μέχρι και προχθές, αλλά τούτη εδώ μου άλλαξε τα δεδομένα. (σ. 29)
Ναι, ο θάνατος ενός παιδιού είναι μια ενεργή νάρκη. Με το που αγγίζεις το χώμα της τα δεδομένα όλα τινάζονται στον αερα και μαζί τους κι εσύ. Ο συγγραφέας δεν διστάζει μετά από αυτήν την πρωτόγνωρη γι’ αυτόν εμπειρία να αποκαθηλώσει ιδέες και σχήματα χιλιοφορεμένα και χιλιοτρυπημένα από καιρό. Τόσο τρύπια που δεν μπορούν να ζεστάνουν πλέον κανέναν οδυνόμενο γυμνό. «Μας γλυτώνει επίσης κι αυτή η πρωτόπλαστη πτώση. Τη βρήκαμε βολική χάμου πεσμένη -ποιος ξέρει από ποιο ύψος ριγμένη- τετελεσμένη προ αιώνων και της τα φορτώσαμε όλα.» (σ. 33)
Ο π. Βασίλειος κοιτάζει κατάματα τις σαθρές δικαιολογίες, ακόμα και τον κακώς νοούμενο ασκητισμό. «Είναι ο νοσηρός ασκητισμός που επιτίθεται στο σώμα, που ενοχοποιεί κάθε χαρά και απόλαυση στα όρια της αμαρτίας, που θεμελιώνει την ύπαρξή του πάνω στο αξίωμα «όσο πιο πολύ υποφέρεις, τόσο πιο αρεστός στον Θεό γίνεσαι» (σ. 40) Νομίζω πως ο άγιος του αιώνα μας, Πορφύριος, έχει δώσει την απάντηση επ’ αυτού με την πλέον ερωτική φράση που ειπώθηκε στους καιρούς μας: «Να αγαπάεις και να πονάεις».
Μπροστά στη σκαμμένη γη που θα καταπιεί το νεκρό παιδί, ο συγγραφέας νοιάζεται για τους ζώντες, καίγεται γι’ αυτούς και αναρωτιέται ποια μπορεί να γίνει η «σκαμένη αγκαλιά» που θα τους αγκαλιάσει. «Η Εκκκλησία» ψελλίζει, αφού ταλανιστεί αρκετά «καλείται στο ιστορικό παρόν του Πόνου και του Φόβου να πρφυλάξει τους ανθρώπους και να τους φροντίσει. Να γίνει μια αγκαλιά να τους δεχθεί, να μην ξεπαγιάζουν έξω στο Παράλογο. Να τους ζεστάνει σε Νόημα. Καλείται η Εκκλησία στο ιστορικό παρόν να πάρει το μέρος των ανθρώπων και όχι του Θεού.» (σσ. 52-53) «Του ανθρώπου που πληρώνει ακριβό τίμημα αυτής της επιλογής του, με το να χάνει πρόωρα και αναίτια πολλά απ’ αυτά που αγαπά. Να χαϊδεύει το κεφαλάκι του τρυφερά η Εκκλησία και να του διαβάζει ποίηση, μόνο ποίηση, μυσταγωγώντας τον στο μυστήριο της έμπονης ζωής, και του σκοτεινού θανάτου, αλλά και στο μυστήριο της αναμονής και της Βασιλείας.» (σσ. 53-54). Και ο εν λόγω συγγρφέας είναι θρεμμένος από τη μεγάλη ποίηση και γι’ αυτό την επικαλείται όπως ο Όμηρος τη Μούσα να τον συνδράμει στο δύσκολο έργο του. Ανάμεσα στις παλλόμενες λέξεις του παρεισφρύουν ποιήματα του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βαλαωρίτη, της Δημουλά, του Γρηγορίου Θεολόγου, του Ησαϊα, του Δαυίδ κ.ά. Τον συνεπικουρούν κείμενα πολλών άλλων ποιητικών συγγραφέων όπως του Έλιοτ, του Καζαντζάκη, του Κ. Παπαγιώργη, του Αρχ. Σωφρόνιου Σαχάρωφ, του Αρχ. Βασιλείου Γοντικάκη, και του Ολιβιέ Κλεμάν, του Παύλου Ευδοκίμωφ, του π. Αλέξανδρου Σμέμαν, του Γιανναρά κ.ά.
Κι όμως, παρόλη τη βοήθεια που του παρέχουν οι ποιητές και οι σοφοί, ο ιερέας του Θεού δεν γλυτώνει την ακατάπαυστη πάλη στα σπλάχνα του. Κι ίσως ακριβώς επειδή τον συνδράμουν, δε σταματά να παλεύει έως θανάτου. «Οδηγώντας προς το Κοιμητήριο, Παρασκευή πρωί, για την Εξόδιο Ακολουθία της Ανδριάνας, πάλευα μέσα μου το παράλογο, το ανείπωτα οδυνηρό, τη στοιχειωμένη σιωπή, τη φρίκη μιας πιθανής ειμαρμένης... Ένιωθα πως το σχοινί δε θα με κρατήσει...» Μέσα σ’ αυτήν την Γεθσημάνεια αγωνία θα έρθει η θεία έκλαμψη να τον παρηγορήσει και θα μας τη φανερώσει σαν παιδί που δεν μπορεί να πει ψέμματα: «Τον σκέφτηκα (τον Χριστό) πεθαμένο, ύπτιο νεκρό μέσα στον δικό Του τάφο.» (σ. 59). «Με τον δικό Του... θάνατο ο Θεός ανοίγει μια τρύπα στη γη, όπως κανείς ένα παράθυρο στον ήλιο...» (σ. 69)
Ο συγγραφέας μπροστά στο τραγικό συμβάν ξαναγίνεται μαθητής της πρωτοσχολικής ηλικίας, μα αυτή τη φορά στο σχολείο του θανάτου. Ξαναδιαβάζει απ’ την αρχή τον άνθρωπο και τον Θεό. «Αλλάζει το αλφάβητο της πίστης μου, βρίσκομαι σχεδόν σε πανικό.» (σ. 118) Μαζί του συλλαβίζουμε κι εμείς το νέο αλφαβητάρι. Ένα αλφαβητάρι που έρχεται κατευθείαν από την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας. Μια στιγμή που κανείς δε θυμάται, μα μένει ανεξίτηλη σφραγίδα εντός μας που θαρρείς και περιμένει κάτι τέτοιες στιγμές για να ανάψει σαν φάρος και να σφυρίξει σαν συναγερμός στα σωθηκά της ύπαρξης. Και αυτή η σφραγίδα είναι το φιλί. Εκείνο το πρώτο αλησμόνητο φιλί της Ζωής...
«Μας φίλησε (ο Θεός) στο στόμα και ζήσαμε. Το πρόσωπο δεν το θυμόμαστε. Το φιλί όμως ποιος το ξεχνά;» (σ. 121) «Πρέπει να ξαναβρούμε το δρόμο της επιστροφής, γι’ αυτό και φιλί με φιλί προχωρούμε.» (σ. 122)
Ναι, φιλί με φιλί προχωρούμε, και ποιος δε θα το ’θελε; Μα είναι τις περισσότερες φορές φιλί πνιγμένο στα δάκρυα, κι Αυτός που μας φίλησε δεν το σβήνει με μια απλή κίνηση του σφουγγαριού της αγάπης Του στον μαυροπίνακα της καρδιάς μας. «Δε σώζει ο Θεός τον άνθρωπο από τη λύπη. Τον σώζει μέσα στη λύπη» (σ. 71) θα μου απαντήσει ο συγγραφέας σαν να ακούει το παράπονό μου, και η φράση του αυτή καρφώνεται στην καρδιά μου σαν φτερωτή σε μύλο.
Μαζί μου αναρωτιέται: «Ο Θεός, εν τέλει, μπορεί να παράσχει τις διευκρινίσεις; Είναι ο Θεός των απαντήσεων ή ο Θεός της εμπιστοσύνης;» (σ. 77)
Πόσο ανταποκρίνεται στ’ αλήθεια, σκέφτομαι, ο Θεός που φτιάξαμε στον αληθινό Θεό; Σαν ατάλαντοι και επηρμένοι ποιητές εμείς πλάσαμε έναν Θεό σαν ατσαλάκωτο και αξιοσέβαστο μικροαστό. Έναν Θεό που σηκώνεται όρθιος σαν μαθητής στο θρανίο του και οφείλει να μας απαντήσει σε ό,τι τον ρωτούμε για να διαπιστώσουμε αν διάβασε το μάθημά Του και να του βάλουμε κατόπιν βαθμό. Και ποιος μας είπε πως μας χρωστά ο Θεός απαντήσεις; Και ποιος μας είπε πως οι απαντήσεις βοηθούν;
«Να παραμείνουμε στο ερώτημα γιατί αυτό μας κρατά ανοιχτούς στη σχέση, ζωντανούς στην επιθυμία.» (σ. 81) «Αυτή η απόκρυψη ίσως και να ’ναι τελικά αυτό το μυστήριο που συντηρεί σε επίπεδο ερωτικό τη σχέση Θεού ανθρώπου -ο έρωτας πάντα από το μυστήριο τρέφεται.» (σ. 83) Έτσι είναι. Εξάλλου, και στη Γεθσημανή θα παρατηρήσει πολύ εύστοχα «δεν διαβεβαιώνεται Εκείνος για κάτι, εμπιστεύεται: πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.» (σ. 83)
Εμείς αντί να εμπιστευτούμε Εκείνον, εμπιστευθήκαμε τους ανέραστους παραθεολογούντες που μόνο ενοχικά συμπλέγματα κατάφεραν να μας μεταδώσουν βάζοντας στο ειδώλιλο του κατηγορουμένου το σώμα, τη χαρά, τα όνειρα. Ο συγγραφέας όμως αναλαμβάνει την υπεράσπισή τους.
«Κάθε ένας που ονειρεύεται επενδύει, ρισκάροντας πως το αύριο θα ’ναι εκεί.» (σ. 85)
Και το όνειρο είναι άλμα στο κενό, άλμα στο αβέβαιο. Δίχως αυτό σκουλήκια σερνάμενα γινόμαστε και Θεό ποτέ δεν θα δούμε. Πότε θα δούμε Θεό; «Πέφτουμε μέσα στο κενό του Θεού και τότε μόνο γνωρίζουμε πως ο Θεός υπάρχει.» (σ. 86) «... (η σχέση μας με τον Θεό έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του ρίσκου και της διακινδύνευσης όπως αποτυπώνονται στη σχέση του Θεού με τον πατριάρχη Αβραάμ) τολμώντας να θυσιάσει τον Ισαάκ της εξασφάλισης, της λογικής συνεκδοχής του κάθε γεγονότος της ζωής μας και της εκ προοιμίου προφύλαξης του «εγώ» έναντι κάθε απροόπτου ή και κάθε απαίτησης του «εσύ»...» (σ. 99)
Γιατί ο συγγραφέας υπερασπίζεται τη μακρόβια ζωή και τις χαρές της; «Η ζωή δεν είναι καρπός που τον τρως γρήγορα. Πρέπει να ζήσουμε πολύ για να προσεγγίσουμε τον πυρήνα της γεύσης της.» (σ. 136)
«Που είσαι;», αναρωτιέται ξανά και ξανά μαζί μας. Ναι, ο Θεός που κατασκευάσαμε σαν γενναιόδωρο τραπεζίτη που μας χορηγεί κονδύλια ασφάλειας, ευμάρειας και αφθαρσίας, δεν υπάρχει. Πριν από μας και για μας, ο Ίδιος καταστρέφει την εικόνα Του. Ο συγγραφέας το διατυπώνει έξοχα: «Και ο Θεός αναπάντεχα εμφανίζεται ως ο μεγάλος εικονοκλάστης. Συντρίβει με την Ενανθρώπσή Του κάθε προηγούμενη εικόνα Του...» (σ. 153) Θα έλεγα, και κάθε επόμενη εικόνα Του. Διότι από τη γέννησή Του ως σήμερα έχουμε φτιάξει άπειρα πλαστά κακκέκτυπά Του. Στη Βηθλεέμ «αντί να μας λύσει τα προβλήματα και να μας απαλλάξει από το κακό και τους κινδύνους, έρχεται ο Ίδιος και θέτει τον εαυτό Του υπό του κακού, υπό του κινδύνου, υπό της απειλής.» (σ. 154)
«Ο Θεός τελικά αποκαλύπτεται ως Θείο Σκοτάδι -τόσο φωτεινό στο κέντρο του που μας τυφλώνει.» (σ. 156)
Τελειώνοντας το βιβλίο αναρωτιέμαι, αν δεν υπήρχε θάνατος θα υπήρχε Θεός; Και δεν εννοώ, βέβαια, αν θα υπήρχε όντως από μόνος Του, γιατί εξάλλου αυτό είναι δικό Του ζήτημα. Εννοώ αν θα υπήρχε για μας. Μήπως πρέπει, τελικά, να διαβάσουμε τη ζωή σαν βιβλίο που το ξεκινούμε από το τέλος για να φτάσουμε στην αρχή σαν ήταν γραμμένο σε αραβκή γλώσσα; Δεν είμαι σίγουρη, αλλά θα το σκεφτώ σοβαρά. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά πως ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου μας χάρισε ένα σύγχρονο αλφαβητάρι πίστης, ελπίδας και αγάπης που οι καιροί μας χρειάζονται επειγόντως. Και τον ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή για την ευαισθησία, την τόλμη και την εντιμότητα!"
Η κριτική δημοσιεύετηκε για το βιβλίο του πατέρα Βασίλειου Χριστοδούλου, «Σε λάθος ώρα νυχτώνει»από τη γνωστή συγγραφέα Βασιλική Νευροκοπλή.
Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020
Σε λάθος ώρα νυχτώνει Πάλη με τον Θεό στο κενό του θανάτου π.Βασίλειος Χριστοδούλου από τις εκδόσεις Γρηγόρη
Κυριακή 25 Ιουνίου 2017
Κυκλοφοριακή αγωγή από τις εκδόσεις Susaeta
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014
Τα ωραιότερα ενυδρεία για ψάρια.
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013
Το νανούρισμα του μικρού φακίρη.
Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο, παρακαλώ μοιραστείτε το. Θα το εκτιμούσα. :)
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012
Ένα κουτάβι νιώθει μοναξιά. Ένα υπέροχο παραμύθι από τον Ευγένιο Τριβιζά!
Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012
Ένα ελατάκι για τον Τάκη από τον μοναδικό Ευγένιο Τριβιζά!

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου
• στις 11 το πρωί
Εργαστήριο χειροτεχνίας με την εικονογράφο Λίζα Ηλιού και με αφορμή το βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Ένα ελατάκι για τον Τάκη
Έφτασε η ώρα να στολίσουμε το δέντρο και να φτιάξουμε το καπέλο του Τούτλι-τι, που είναι του έλατου η ψυχή!
• στις 12:30 το μεσημέρι
Αφήγηση παραμυθιού.
Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο, παρακαλώ μοιραστείτε το. Θα το εκτιμούσα. :)