Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Το Πορτρέτο των Μηνών — Αύγουστος

Ο όγδοος μήνας του ισχύοντος Γρηγοριανού έτους, με διάρκεια 31 ημέρες. Κατά τους αρχαίους ρωμαϊκούς χρόνους ονομαζόταν Sextilis, δηλαδή έκτος, επειδή κατείχε την έκτη θέση στο δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο...
Ο όγδοος μήνας του ισχύοντος Γρηγοριανού έτους, με διάρκεια 31 ημέρες.


Κατά τους αρχαίους ρωμαϊκούς χρόνους ονομαζόταν Sextilis, δηλαδή έκτος, επειδή κατείχε την έκτη θέση στο δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Την ονομασία αυτή διατήρησε και αργότερα, όταν προστέθηκαν δύο ακόμη μήνες, ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος, και ο Σεξτίλις κατείχε την όγδοη θέση στο δωδεκάμηνο, πλέον, ρωμαϊκό ημερολόγιο.


Το 8 π.Χ. ο Sextilis μετονομάστηκε σε Αουγκούστους (=σεβαστός), από την τιμητική προσφώνηση στον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο, στον οποίο αφιερώθηκε, επειδή τον μήνα αυτό ο Οκταβιανός ανήλθε για πρώτη φορά στα υψηλά αξιώματα και σημείωσε μεγάλες επιτυχίες σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο (τερματισμός Εμφυλίου Πολέμου, κατάληψη της Αιγύπτου κ.ά.).


Το 4 π.Χ. ο Οκταβιανός προσέθεσε αυθαίρετα μία επιπλέον ημέρα στον Αύγουστο, που ως τότε είχε τριάντα ημέρες, την οποία απέσπασε από τον Φεβρουάριο, ώστε να μην υστερεί σε διάρκεια από τον Ιούλιο, που ήταν αφιερωμένος στον Ιούλιο Καίσαρα.


Στο αρχαίο Αττικό ημερολόγιο ο Αύγουστος αντιστοιχούσε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Εκατομβαιώνα και στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μεταγειτνιώνα. Η Αθήνα ήταν στο πόδι για τον εορτασμό των Παναθηναίων, τη μεγαλύτερη γιορτή της πόλης προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Τον ίδιο μήνα η θεά της Σοφίας είχε την τιμητική της και στην εορτή των Συνοικίων.


Στην χριστιανική εποχή, ολόκληρος ο Αύγουστος είναι αφιερωμένος στην Παναγία, με τις Παρακλήσεις, τη Νηστεία, την Κοίμησή της (15 Αυγούστου), τα Μεθεόρτια, τα Εννιάμερα και την κατάθεση της Αγίας Ζώνης στις 31 Αυγούστου, οπότε τελειώνει το εκκλησιαστικό έτος.


Άλλες ξεχωριστές θρησκευτικές γιορτές του μήνα είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος (6 Αυγούστου) και του Αγίου Φανουρίου (27 Αυγούστου) με τις φανουρόπιτες των πιστών για την εύρεση χαμένων αντικειμένων και η μνήμη της αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου (29 Αυγούστου), που συνοδεύεται από ημερήσια νηστεία.


Με τον Δεκαπενταύγουστο συνδέεται και ο τορπιλισμός του καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου (15 Αυγούστου 1940) από το ιταλικό υποβρύχιο Ντελφίνο, που αποτέλεσε το προανάκρουσμα της επίθεσης της φασιστικής Ιταλίας κατά της χώρας μας στις 28 Οκτωβρίου 1940.


Στο λαϊκό καλεντάρι ο Ιανουάριος ονομάζεται:


Συκολόγος (λόγω της συγκομιδής των σύκων)
Πεντεφάς (επειδή τρώνε πέντε φορές την ημέρα)
Τραπεζοφόρος
Διπλοχέστης (ίσως επειδή η μεγάλη κατανάλωση φρούτων προκαλεί αυξημένες ανάγκες)
Δριμάρης από τις «δρίμες» ή «δρίματα», όπως ονομάζονται οι έξι πρώτες ημέρες του μήνα. Τις μέρες αυτές, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, επενεργούν ανεξιχνίαστες δυνάμεις στα νερά και όποιος κάνει μπάνιο στη θάλασσα κινδυνεύει να πάθει μεγάλο κακό (ίσως να συνδέεται με τα μπουρίνια και τα μελτέμια), ενώ όποιος ή όποια πλένει ρούχα αυτά κινδυνεύουν να καταστραφούν. Μόνο αν ρίξει ένα καρφί στο νερό μπορεί να «καρφώσει» τις δρίμες και να τις εξουδετερώσει.
Οι 12 πρώτες μέρες του Αυγούστου λέγονται και μερομήνια, επειδή προαναγγέλλουν τον καιρό για κάθε μήνα του έτους («Η Πέμπτη του Αυγούστου άνεφος και ο Μάης άβρεχος»)



via



Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Η Σκιάθος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Επίσκεψη στο σπίτι-μουσείο του μεγάλου λογοτέχνη που αποζητούσε πνευματική ανακούφιση στις αναμνήσεις, τα ποιήματα και τα διηγήματά του

Η αγάπη και το πάθος του Παπαδιαμάντη για τα γράμματα, συνόδευσαν τον μοναχικό δρόμο του 60χρονου βίου του. Έμοιαζε να ίπταται πάνω από τις δυσκολίες -με κυρίαρχη την οικονομική ανέχεια- καταφέρνοντας να γράψει 180 διηγήματα, 3 μυθιστορήματα, 3 νουβέλες, 40 μελέτες, καθώς επίσης και πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.


Ο εμβληματικός Κωνσταντίνος Καβάφης, ίσως ο πλέον μεταφρασμένος παγκοσμίως Έλληνας ποιητής, τον χαρακτήρισε ως «κορυφή των κορυφών», ενώ ο βραβευμένος με Νόμπελ, Γιώργος Σεφέρης έγραψε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της Ελληνικής λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη».


Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο κι αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, επέστρεψε πάλι στο πανέμορφο νησί των Σποράδων για να γράψει τα τελευταία του διηγήματα και να αφήσει εκεί τη στερνή του πνοή στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Αν και οι περισσότεροι αναγνωρίζουν στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τη συγγραφική του δεινότητα με την ιδιάζουσα καθαρεύουσα γλώσσα, που όμως γίνεται εύκολα αντιληπτή, λίγοι γνωρίζουν το σπουδαίο μεταφραστικό του έργο. Αυτοδίδακτος της αγγλικής και γαλλικής γλώσσας, έφτασε τη γνώση του σε τέτοιο επίπεδο ώστε να γίνει από τους πλέον περιζήτητους μεταφραστές της εποχής του. Μελέτησε σε βάθος τα ιταλικά για να μπορεί να διαβάσει τον Δάντη στο πρωτότυπο, ενώ η μετάφραση του στον Ντοστογιέφσκι (Έγκλημα και Τιμωρία) θεωρείται κορυφαία.

Ο Παπαδιαμάντης ανήκει στη μακρά λίστα των κορυφαίων δημιουργών του κόσμου (συγγραφέων, ζωγράφων, ποιητών) που δεν βρήκαν την αρμόζουσα απήχηση, εν ζωή. Δεν γνώρισε τη χαρά να δει ούτε ένα βιβλίο του εκτυπωμένο. Λίγο μετά τον θάνατο του ο εκδοτικός οίκος ‘’Φέξη’’, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους και το 1924, ο ‘’Ελευθερουδάκης’’ εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Ένας ιδιαίτερος φόρος τιμής προς τον ‘’Άγιο των ελληνικών γραμμάτων’’, υπήρξε η έλευση τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων στη Σκιάθο το έτος 1933, όπου με την παρουσία και εκατόν πενήντα Ελλήνων -μεταξύ των οποίων αρκετοί ήταν λογοτέχνες -πραγματοποιήθηκε μια σειρά ομιλιών μπροστά από την προτομή του. Κάπως έτσι τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά, αποτελώντας την αφετηρία για την οικουμενική διάσταση στο καταξιωμένο έργο του.




Η Σκιάθος, διαποτίζει σχεδόν όλο το συγγραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, έτσι που δικαίως στο πέρασμα του χρόνου, το νησί και ο άνθρωπος να έχουν γίνει ένα. Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη.
Ο συγγραφέας υμνεί με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο κάθε λιμανάκι, ρεματιά, κορυφή, του μαγικού τόπου που λέγεται Σκιάθος, τρέφοντας ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση. Οι περιγραφές αυτές αν και δεν συνοδεύουν πάντα μία φωτεινή πλοκή, λειτουργούν ως γλυκό αντίβαρο απέναντι στους καημούς και τα βάσανα των απλών ανθρώπων της φτωχολογιάς. Τους ξέρει καλά τους ήρωες του ο Παπαδιαμάντης. Διεισδύει στον ψυχικό τους κόσμο βαθιά. Οι ψαράδες, οι αγρότες, οι μετανάστες, οι ιερωμένοι, οι όμορφες νέες γυναίκες, οι μάγισσες, οι χήρες, οι διάφοροι αγύρτες, οι σχέσεις, τα συναισθήματα, οι ηθικοί κανόνες και κώδικες της εποχής, περιγράφονται με μαεστρία.

Ας βουτήξουμε για λίγο στο διήγημα «Ονείρου στο Κύμα», που δημοσιεύτηκε το 1900 στα Παναθήναια:
«Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν’ «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ’ ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα».

Το σπίτι-μουσείο του Παπαδιαμάντη


Πριν το ταξίδι σας για τη Σκιάθο, διαβάστε τον εμβληματικό συγγραφέα της. Εισχωρήστε στον υπέροχο κόσμο του, τόσο που η έλευση σας στο λιμάνι, να μοιάζει με μύηση. Εμπλουτίστε τις γνώσεις σας γύρω από τη ζωή και το έργο του, με μία επίσκεψη στο σπίτι-μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Απέχει ελάχιστα από το λιμάνι της Χώρας και βρίσκεται δίπλα στην πλατεία και την κεντρική οδό, Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για ένα όμορφο διώροφο κτίσμα αγροτικού τύπου του 1860, με λιτό διάκοσμο, τυπικό δείγμα σκιαθίτικου σπιτιού της εποχής εκείνης και ένα από τα ελάχιστα που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας. Εκεί θα σας υποδεχθεί η κα Σταυρούλα Μίγκα για να σας ξεναγήσει με αγάπη: «Το σπίτι αυτό χτίστηκε από τον παπα-Διαμαντή Εμμανουήλ Μοσχοβάκη κι εδώ έζησε μαζί με τη γυναίκα του Γκιουλώ (Αγγελικώ) Μωραίτη και τα πέντε παιδιά τους, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Η βαθιά πίστη προς τον Θεό χαρακτηρίζει τον βίο της οικογένειας και ως εκ τούτου η θρησκευτικότητα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε όλη του τη ζωή, καθώς ο ίδιος ζούσε ασκητικά, αποφεύγοντας τις κοσμικότητες, προσφέροντας πάντα στους φτωχούς και τους αδικημένους, ψέλνοντας πολύ συχνά στις εκκλησιές. Οι σχετικές αναφορές μοιάζουν αναρίθμητες στο συγγραφικό του έργο, ενώ τα Χριστουγεννιάτικα και τα Πασχαλινά διηγήματα αποτελούν φόρο τιμής στην ορθοδοξία, απεικονίζοντας γλαφυρά την ατμόσφαιρα του προπερασμένου αιώνα. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο αποζητώντας την πνευματική ανακούφιση στις αναμνήσεις του, στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του».





Οι τριγμοί από τις πατημασιές μας στο ξύλινο πάτωμα, φέρουν τα βήματα του συγγραφέα, ενώ οι σκέψεις και οι εικόνες, περιστρέφονται γύρω του. Οι αξίες που του μετέδωσαν οι γονείς του, η ταπεινότητά τους, η συναναστροφή με τους απλούς ανθρώπους και σε αντιδιαστολή, η υποκρισία των απανταχού τιμητών της ηθικής. Την κατανυκτική ησυχία του σπιτιού συνοδεύει η περίφημη ρήση του από τους ‘’Χαλασοχώρηδες’’: «…Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος». Η ξεναγός μας, συνεχίζει: «Στον όροφο βρίσκονται τρία δωμάτια και έξω στο χαγιάτι διακρίνουμε το καλοκαιρινό κουζινάκι.


Στα δεξιά βρίσκεται η κρεβατοκάμαρα που κοιμόταν ο συγγραφέας όταν ερχόταν στο νησί από την Αθήνα. Στη μέση, βλέπουμε το σαλόνι που είναι το μεγαλύτερο δωμάτιο, και διακρίνουμε σκιαθίτικα υφαντά, φωτογραφίες των γονιών, το γραφείο του συγγραφέα, το μελανοδοχείο, την πένα του καθώς και φωτοτυπίες χειρογράφων του. Το τρίτο δωμάτιο ήταν το καθιστικό, όπου διακρίνουμε τα μπαούλα με τα ρούχα, τον σοφρά (χαμηλό τραπέζι φαγητού) και το τζάκι που είχε δεξιά κι αριστερά του τα χαρακτηριστικά μιντέρια (καναπέδες -κρεβάτια). Σε αυτό εδώ, άφησε την τελευταία του πνοή ο Παπαδιαμάντης, στις 2 προς 3 Ιανουαρίου του 1911, αφού ήταν κλινήρης επί 35 μέρες πάσχοντας από γρίπη και πνευμονία».

Το ισόγειο στο σπίτι-μουσείο του Παπαδιαμάντη, δεν είναι πια αποθήκη, αλλά ένας εκθεσιακός χώρος –βιβλιοθήκη που ξεχωρίζουν οι προθήκες με τις συλλεκτικές παλιές εκδόσεις και τα μεταφρασμένα έργα του. Όπως μας είπε η ξεναγός κα Σταυρούλα Μίγκα: «Βιβλία του Παπαδιαμάντη έχουν μεταφραστεί σε 23 γλώσσες. Το εμβληματικό του έργο ‘’Η φόνισσα’’ είναι το πλέον μεταφρασμένο, ενώ σχετικά πρόσφατα η ‘’Σταχομαζώχτρα’’ μεταφράστηκε στα Ιαπωνικά». Βγαίνοντας στο αυλιδάκι με τη λεμονιά καθόμαστε δίπλα στο τραπεζάκι με τον σγουρό βασιλικό συζητώντας με τον συνοδοιπόρο και φωτογράφο Γιώργο Δέτση, τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψη. «Πριν φύγετε από το νησί, να περάσετε από την Παναγία τη Λημνιά, στο πάνω καλντερίμι στη Χώρα» μας λέει η ακάματη ξεναγός, αιτιολογώντας: «Εκεί φυλάσσεται η κάρα του Παπαδιαμάντη. Πάνω στο κασελάκι είναι γραμμένοι οι στίχοι του Μαλακάση:
«Ο κάθε στοχασμός σου
Ασμάτων άσμα.
Στον κόσμο τον δικό σου
Κόσμος το κάθε πλάσμα»

Ο Παπαδιαμάντης και η σχέση του με το Κάστρο





Ο Παπαδιαμάντης συνδέεται με πλήθος τοποθεσιών της Σκιάθου. Από το Μπούρτζι, τη μικρή πευκόφυτη χερσόνησο του λιμανιού που δεσπόζει το μνημείο του, έως τη σπηλιά της Φόνισσας, εκεί που φαντάστηκε την τραγική του ηρωίδα, Φραγκογιαννού. Εκατοντάδες επισκέπτες φθάνουν ως εκεί κάθε μέρα μέσω οργανωμένων θαλάσσιων περιηγήσεων εισχωρώντας με τα πλεούμενα στη θαλασσοσπηλιά και παράλληλα θαυμάζουν την πανέμορφη ακτογραμμή του νησιού.

Το μέρος όμως που έχει σημαδέψει όσο κανένα άλλο, τόσο τη ζωή όσο και το συγγραφικό του έργο, είναι το Κάστρο. Η παλιά μεσαιωνική πρωτεύουσα στο βορειότερο τμήμα του νησιού, είναι χτισμένη σε μία βραχώδη και άγρια χερσόνησο, αποτελώντας ουσιαστικά ένα φυσικό φρούριο. Με την προσθήκη των απαραίτητων οχυρωματικών έργων, οι κάτοικοι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους πειρατές και τους όποιους επίδοξους κατακτητές… «του παλαιού εκείνου φρουρίου, της αληθούς φωλέας γλάρου» όπως το περιγράφει ο συγγραφέας.






Καθώς αφήνουμε πίσω μας τη Χώρα και πλησιάζουμε προς το Κάστρο, διαισθανόμαστε ότι αφήνουμε πίσω μας μία εποχή. Οδηγώντας στον δύσβατο χωματόδρομο με την μακρόστενη αψίδα δέντρων, που δεν αφήνει τις ακτίνες φωτός να διεισδύσουν, κατεβαίνουμε για μια πιο ουσιαστική συνάντηση με τον τόπο. Περπατώντας, φθάνουμε στον κατάφυτο και ιδιαίτερα φροντισμένο προαύλιο χώρο στο ξωκκλήσι της Παναγίας Καρδάσης, με τα χαρακτηριστικά χτιστά παγκάκια. Ησυχία, τζιτζίκια και δροσιά. Εύκολα παρασύρεσαι για μία μικρή ανάπαυλα. Η απογευματινή όμως ώρα που επιλέξαμε για να δούμε το Κάστρο, καθώς ο ήλιος είναι αδυσώπητος στο βραχώδες τοπίο από τις 13:00 έως τις 18:00, δεν αφήνει περιθώρια. Μετά από λίγο ξανοίγεται μπροστά μας το Κάστρο, σαν ένα όμορφο μυστήριο από το παρελθόν που ανταμείβει με μιας τους οδοιπόρους. Περπατώντας στο στενό μονοπάτι, που θέλει προσοχή σε κάποια σημεία, καθώς οι κάθετοι βράχοι ακουμπούν στη θάλασσα μετά από 70 με 80 μέτρα, φθάνουμε στην είσοδο του Κάστρου. Όπως αναφέρεται και στη σχετική πινακίδα, ο βράχος του Κάστρου ήταν απροσπέλαστος από τη θάλασσα και η είσοδος στον οικισμό ήταν δυνατή μόνο με την κινητή ξύλινη γέφυρα, την οποία τραβούσαν κάθε βράδυ οι φύλακες, αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις, αποκλείοντας την είσοδο στους επίδοξους εισβολείς. Κάτω από τη γέφυρα είχαν λαξεύσει οι κάτοικοι, βαθιά τάφρο. Αν παρόλα’ αυτά κατάφερναν κάποιοι να φθάσουν ως την πύλη τους υποδέχονταν με τη ζεματίστρα ρίχνοντας καυτό λάδι, ενώ σε απόσταση δέκα μέτρων μέσα από την πύλη ήταν τοποθετημένο το κανόνι.



Ο μοναδικός οικισμός που παραπέμπει στη Σκιάθο του 19ου αιώνα και πίσω, είναι ουσιαστικά ένα υπαίθριο μουσείο με κυριότερους μάρτυρες τις τριάντα εκκλησιές, «τα τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής, τα οποία υπήρχον εκεί ότε ήμην παιδίον». Η εκκλησία της Παναγιάς της Πρέκλας (16ος με 17ος αιώνας) η ονομασία της οποίας προέρχεται από το λατινικό preclarus (υπερένδοξος) ή η Παναγία η Μεγαλομάτα (17ος αιώνας) η περίφημη εικόνα της οποίας φυλάσσεται στον Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών, αποτελούν μερικές μόνο από τις εκκλησίες που αναφέρονται στα διηγήματα του κυρ-Αλέξανδρου.

Ο αριθμός είναι αρκετά μεγάλος σε σχέση με την έκταση του Κάστρου και φανερώνει τη βαθιά πίστη των κατοίκων του προς τον Θεό. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε τον κόπο που χρειάζονταν για ν’ ανεγερθούν με πενιχρά μέσα, τα πετρόχτιστα σύμβολα της χριστιανοσύνης, στον πλέον άγριο τόπο. Ο Παπαδιαμάντης τιμά το Κάστρο και τις εκκλησιές του στα διηγήματα: ‘’Στο Χριστό στο Κάστρο’’, ‘’Τα κρούσματα’’‘’Τα μαύρα κούτσουρα’’‘’Ο Αβασκαμός του Αγά’’ , ‘’Ο γάμος του Καραχμέτη’’‘’Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου’’‘’Το Χατζόπουλο’’, ‘’Ο Φτωχός Άγιος’’, ‘’Επιμ θεις εις τον βράχον ο Χαραμάδος’’.

Οι γονείς του Παπαδιαμάντη κατάγονταν από το Κάστρο, γεγονός που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο ως προς την αγάπη που έτρεφε για ‘’τον αμαυρόν τιτάνειον αυτόν βράχον’’. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1851, στη σημερινή πόλη της Σκιάθου, ‘’την μεσημβρινήν’’ όπως την ονόμαζε και δεν πρόλαβε να ζήσει το Κάστρο, καθώς οι κάτοικοί του άρχισαν να το αφήνουν μετά το 1830, μετακομίζοντας ξανά προς τη Χώρα, την οποία είχαν εγκαταλείψει τον 14ο αιώνα εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, δημιουργώντας σταδιακά τη νέα πρωτεύουσα του νησιού. Το ασφαλές λιμάνι αποκτά αξιόλογη εμπορική κίνηση και παράλληλα αναπτύσσεται η ναυπηγική τέχνη, ενώ μέσα σε λίγα χρόνια το ναυπηγείο της Σκιάθου καθιερώνεται ως ένα από τα καλύτερα των ναυτικών νήσων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Κωνσταντίνος Ν. Καλλιανός στο πόνημα του «Το ρίγος της μνήμης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και το Κάστρο της Σκιάθου»:
«Ο Παπαδιαμάντης γεννιέται και μεγαλώνει σε μιαν εποχή, όπου μία πολίχνη ιστορική και γεμάτη μνήμες σβήνει, για να δημιουργηθεί μιαν άλλη, με νέα ήθη, συμπεριφορές και ανθρώπους πιο σκοτεινούς από εκείνους του Κάστρου. Και μιλώ εδώ για τους τοκογλύφους και τους νεόπλουτους που ήλθαν στο νησί και ανάτρεψαν τα πράγματα». Δύο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί, ο ένας σκαρφαλωμένος πάνω στον βράχο απόκοσμος και κατανυκτικός και ο άλλος λιμανίσιος κι έτοιμος να πλεύσει προς τη νέα εποχή. Περπατώντας ανάμεσα στα σπαράγματα του παλαιού εκείνου κόσμου, με τις περισσότερες εκκλησιές να είναι γκρεμισμένες και μόνο τις πινακίδες να θυμίζουν την ονομασία και τη χρονονολογία τους, στέκει στο κέντρο ορθή κι ανέγγιχτη θαρρείς από τον χρόνο η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού, με τον καλαίσθητο αύλειο χώρο και τη δροσερή κρήνη. Ίσως να διασώθηκε καθώς ο μακαριστός πατέρας Άγγελος, ηγούμενος για χρόνια στην Ιερά Μονή της Ευαγγελίστριας της Σκιάθου, πήρε την πρωτοβουλία της αναστήλωσης, παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες και καταστροφικές σε πολλές περιπτώσεις διαδικασίες των αρμόδιων φορέων. Ανοίγω τη μικρή ξύλινη πόρτα κι ανάβω ένα κεράκι στη μνήμη του καθώς οι δεσμίδες φωτός που διαχέονται από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου φωτίζουν τις περίφημες τοιχογραφίες των αγίων, διακοσμώντας ολόγυρα κάθε σπιθαμή.

Στο περίφημο Χριστουγεννιάτικο διήγημα του, ‘’Στο Χριστό στο Κάστρο’’ που γράφτηκε το 1892, ο Παπαδιαμάντης μιλάει για άλλη μια φορά τη γλώσσα της αλήθειας: ‘’Μέχρι προ ολίγων ετών, εσώζοντο ακόμη οικίαι τινες με τας στέγας και τα πατώματα των εντός του Φρουρίου, αλλά τελευταίον η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος των ανθρώπων εις το να επισκέπτονται το Κάστρον συχνότερα και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον’’.

Η εικόνα του σημερινού Κάστρου, θα μπορούσε να είναι σαφώς καλύτερη. Ειδικά οι σιδεριές στην είσοδο. Ο Παπαδιαμάντης ωστόσο, φρόντισε να ταξιδέψει στην αιωνιότητα ο τόπος που αγάπησε, καθώς εμφανίζεται ξανά και ξανά στα γραπτά του, σεβόμενος τις ρίζες του και τους απλούς ανθρώπους: «Όλον το παλαιόν χωρίον ήτο ερείπιον, απλωμένον επί των νώτων του γίγαντος, του με τους πόδας θαλασσομένους βράχου…Αλλ΄όμως η θειά το Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι αυτή έναν καιρόν, περί τους χρόνους του αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμη έτη της παιδικής ηλικίας. Δια τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρήση το παλαιόν σπιτάκι, την φωλέαν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας….’Ητο μία επάνοδος εις το παρελθόν, μία οπή δια της οποίας, έβλεπε τις τα περασμένα, ως εις πανόραμα».

Η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη



Στέκομαι με δέος μπροστά στην μορφή του Αγίου των ελληνικών γραμμάτων. Ο καλαίσθητος πίνακας που κοσμεί το σπίτι-μουσείο στο σαλόνι, είναι δωρεά του Σέρβου ζωγράφου Ντράγκαν Ζβέτκοβιτς και αναπαριστά τον Παπαδιαμάντη, έτσι ακριβώς όπως τον απαθανάτισε το 1906 ο συγγραφέας και φίλος του Παύλος Νιρβάνας στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο αναψυκτήριο της Δεξαμενής, στο Κολωνάκι. Σεμνός και ταπεινός ο Σκιαθίτης συγγραφέας απέτρεπε οποιονδήποτε ήθελε να τον φωτογραφήσει λέγοντας «Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα». Ο Παύλος Νιρβάνας έχει πει μεταξύ άλλων για τη φωτογράφιση ότι: «Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών;
Χαρακτηριστική υπήρξε η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει – ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος να μιλεί γαλλικά ‘’Nous excitions la curiosite du public’’. Aκούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα».



via









Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Πως τα ταχυδρομικά περιστέρια μεταφέρουν γράμματα – μηνύματα


Ταχυδρομικά περιστέρια: Ένα θαύμα της φύσης! Πως στέλνουν μηνύματα από περιοχή σε περιοχή; Πως λειτουργεί το περιστέρι – email;


Μια πανάρχαια μορφή αλληλογραφίας

Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι το πρώτο περιστέρι εμφανίστηκε στην Αρχαία Αίγυπτο πριν από περισσότερα από τρεις χιλιάδες χρόνια.

Η πρώτη αναφορά για τη χρήση ταχυδρομικών περιστεριών γίνεται περίπου τον 5ο αιώνα π.Χ., ενώ για τα κατοικίδια περιστέρια φτάνουμε στο 3.000 π.Χ. στην αρχαία Αίγυπτο. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα περιστέρια ήταν γνωστά και χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους Ρωμαίους εν συνεχεία, για τους οποίους είχαν και υψηλή τιμή.

Μαρτυρίες για τη χρήση των ταχυδρομικών περιστεριών υπάρχουν και στην ιστορία του Ισραήλ, καθώς φαίνεται ότι ο Βασιλιάς Σολομών (972 – 932 π.Χ) θέλοντας να στέλνει γρήγορα και αξιόπιστα τις διαταγές του σε όλο το βασίλειο, χρησιμοποιούσε ταχυδρομικά περιστέρια.

Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν αρκετά κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και μετέπειτα όπως στον πρώτο αλλά και τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.


Απόδειξη της χρησιμότητας τους, είναι ο αριθμός των ταχυδρομικών περιστεριών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου ανέρχεται στα 250.000 περιστέρια!!!

Χαρακτηριστικό ρόλο ακόμα έπαιξαν στην πολιορκία του Παρισιού από τους Γερμανούς (1870) καθώς ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσει το Παρίσι με την κυβερνητική επιτροπή (στην πόλη Τουρ) ήταν τα ταχυδρομικά περιστέρια.

Υπάρχουν πολλές γραπτές πηγές που μαρτυρούν τη χρήση αλληλογραφίας περιστεριών όχι μόνο για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά και για άλλους σκοπούς. Για παράδειγμα, στην αρχαία Ελλάδα, τα περιστέρια χρησιμοποιούνταν για την αποστολή μηνυμάτων για νίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Τα ταχυδρομικά περιστέρια ουσιαστικά αποτελούν μια “βελτιωμένη έκδοση” των κλασσικών άγριων περιστεριών. Δεν είναι δηλαδή ιδιαίτερα μεγάλη η ανθρώπινη παρέμβαση στην εξέλιξή τους, όπως σε αρκετές άλλες ράτσες. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που συναντάται ήδη από τα αρχαία χρόνια.

Τα ταχυδρομικά περιστέρια ξεχωρίστηκαν και εκτράφηκαν από τους ανθρώπους με σκοπό την ανάπτυξη αυτής της μοναδικής ιδιότητας που τα διακρίνει, δηλαδή τη δυνατότητα αλλά και επιθυμία τους να επιστρέφουν στην φωλιά τους ακόμη και από εξαιρετικά μεγάλες αποστάσεις.
Περιγραφή​

Έτσι, μετά από αιώνες έχουμε καταλήξει στην συγκεκριμένη ράτσα έχοντας πουλιά “αθλητές”. Τα ταχυδρομικά περιστέρια είναι εύρωστα, μυώδη πουλιά, με δυνατές φτερούγες και στήθος. Ακόμα, χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι τα μεγάλα “ρουθούνια” πάνω από το ράμφος.



Οι χρωματισμοί των ταχυδρομικών περιστεριών πλέον ποικίλουν από ολόλευκα μέχρι κατάμαυρα ή ακόμη και καφετιά, αλλά το κλασικό και περισσότερο αποδεκτό χρώμα είναι το γκρι με τις 2 μαύρες μπάρες στις άκρες των φτερών.

Στο αθλητικό τους κομμάτι τώρα, διαπιστώνουμε με έκπληξη πως μετά από κατάλληλη εκπαίδευση έχουν την δυνατότητα να διανύουν αποστάσεις έως και 1000 χιλιομέτρων σε μια ημέρα, αγγίζοντας ταχύτητες έως και 100 km/h!

Εκτός από το αθλητικό σώμα τους, αυτό που βοηθά αυτά τα πουλιά να επιστρέφουν στη φωλιά τους, από ιδιαίτερα μεγάλες αποστάσεις, είναι ένα “GPS” που βρίσκεται στον εγκέφαλο τους! Πρόκειται για νευρώνες που σχετίζονται με τη λειτουργία των αυτιών τους και έχουν την ιδιότητα να αντιλαμβάνονται τα μαγνητικά πεδία της Γης. Τα περιστέρια χρησιμοποιούν σαν πυξίδα αυτά τα μαγνητικά πεδία Αναγνωρίζουν δηλαδή τα σημεία του ορίζοντα (βορά, νότο, ανατολή και δύση) και έτσι μπορούν εύκολα να εντοπίσουν τη θέση τους και αυτήν της φωλιάς τους.
Πως μετέφεραν τα γράμματα​

Πολύ συχνά γίνετε μια παρανόηση σχετικά με τις “ταχυδρομικές” ιδιότητες περιστεριών, τις οποίες θα αναλύσουμε παρακάτω.

Το χαρακτηριστικό των περιστεριών που τα βοηθάει να λειτουργούν ως “ταχυδρόμοι”, είναι η ιδιότητα τους να επιστρέφουν στη φωλιά τους από εξαιρετικά μακρινές αποστάσεις όπως αναφέραμε και πιο πάνω. Πάνω σε αυτή την ιδιότητα βασίστηκαν οι άνθρωποι ώστε να μεταφέρουν τα γράμματά τους γρήγορα και αξιόπιστα.

Δηλαδή, δεν μπορούμε να στείλουμε ένα περιστέρι σε κάποιο προορισμό. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να κρατάμε το περιστέρι σε ένα μέρος (διαφορετικό από τη φωλιά του) και να το αφήσουμε να γυρίσει στο σπίτι του μεταφέροντας και το γράμμα μας εκεί.

Όπως είναι προφανές, για να λειτουργήσει ένα τέτοιο ταχυδρομείο, έπρεπε να διαθέτει περιστέρια γεννημένα και μεγαλωμένα σε διάφορες περιοχές, ώστε να μπορεί να στείλει τα απαραίτητα μηνύματα.
Εκπαίδευση

Για την επίτευξη βέβαια αυτού του αποτελέσματος το ταχυδρομικό περιστέρι, πέραν της έμφυτης τάσης και ικανότητας του να επιστέφει στον περιστερώνα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε χρησιμοποιώντας τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα της γης καθώς και την μυρωδιά του αέρα που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, απαιτείται να ασκείται καθημερινή είτε με πτήση γύρω από τον περιστερώνα περίπου για μια ώρα κάθε πρωί είτε με την απελευθέρωση του από μια άγνωστη περιοχή έτσι ώστε αυτό χρησιμοποιώντας τα φυσικά του ένστικτα να επιστέφει στο σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο πέραν του γεγονότος ότι το περιστέρι ανακαλύπτει νέες περιοχές, από τις οποίες ενδεχόμενος θα χρειαστεί να περάσει σε περίοδο αγώνα γυμνάζει το σώμα του ώστε να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσοτέρους μυς οι οποίοι θα το βοηθήσουν να επιστρέψει από μακρινές αποστάσεις.
Κινητοί περιστερώνες

Σε καιρό πολέμου οι περιστερώνες που χρησιμοποιούνταν ήταν κινητοί (περιστεριοφόρα οχήματα), παλαιότερα ιππήλατοι, μετά σε φορτηγά αυτοκίνητα ειδικά διαμορφωμένα. Για να εκτελούν αποστολές τα περιστέρια από κινητούς περιστερώνες, χρειαζόταν ειδική εκπαίδευση. Μετά από κάθε μετακίνηση του κινητού περιστερώνα, έπρεπε τα περιστέρια με κάποιες ασκήσεις να εξοικειωθούν με τη νέα τους θέση, αλλιώς δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν. Οι ασκήσεις αυτές διαρκούσαν 2-8 μέρες.



Τα έγγραφα που μετέφεραν ήταν κρυπτογραφημένα, στέλνονταν δε στην αποστολή τους εξαπολυόμενα από σημείο που απείχε κάπως από το στρατόπεδο, ώστε να μην γίνονται αντιληπτά από τα εχθρικά παρατηρητήρια. Για ευνόητους λόγους οι κινητοί περιστερώνες δεν έπρεπε να μετακινούνται συνέχεια: τα περιστέρια θα αποπροσανατολίζονταν.
Στον ελληνικό στρατό κινητούς περιστερώνες είχαν οι μεγάλες μονάδες (από σώμα στρατού και πάνω), σε κάποιες περιπτώσεις οι μεραρχίες ιππικού, ενώ σταθερούς μόνο οι διοικήσεις στρατιάς. Τη συντήρηση των περιστεριών αναλάμβαναν ειδικά εκπαιδευμένοι οπλίτες. Όταν έφτανε στον παραλήπτη ένα περιστέρι, το έβαζαν σε ειδικό καλάθι, το πότιζαν τακτικά, αλλά η τροφή του ήταν μετρημένη. Παρατηρήθηκε το φαινόμενο περιστέρια, όταν έπρεπε να τα στείλουν πίσω στον αποστολέα, να μην φεύγουν είτε γιατί τα καλοτάιζαν είτε γιατί είχαν μείνει αρκετά στον παραλήπτη και είχαν συνηθίσει.
Τα έγγραφα που στέλνονταν με περιστέρια, τα λεγόμενα περιστερογραφήματα, συντάσσονταν σε μικρά λεπτά χαρτάκια, τα οποία έβαζαν μέσα σε μικρούς σωλήνες από αλουμίνιο που τους στερέωναν στο πόδι του περιστεριού ή μέσα σε φτερό χήνας, το οποίο στερέωναν στην ουρά του περιστεριού. Η ασφαλέστερη μέθοδος ήταν με σωλήνες, αλλά υπήρχε κίνδυνος να γίνουν ορατοί. Για αποστάσεις μικρότερες των 50 χιλιομέτρων στερέωναν από ένα σωλήνα σε κάθε πόδι του πουλιού. Όταν έπρεπε να σταλούν μεγαλύτερα χαρτιά (σχεδιαγράμματα, αναφορές, κ.λπ.), τα έβαζαν σε μικρό σακουλάκι, το οποίο έδεναν στον λαιμό του περιστεριού.
Τα ταχυδρομικά περιστέρια στις μέρες μας​

Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο άνθρωπος έχει ανακαλύψει πολύ πιο εύχρηστες, αποτελεσματικές και φθηνότερες μεθόδους να μεταφέρει πληροφορίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Τότε, ποιος ο ρόλος των ταχυδρομικών περιστεριών σήμερα;

Στις μέρες μας λοιπόν ουσιαστικά δεν έχουμε “ταχυδρομικά”, αλλά “αγωνιστικά” περιστέρια. Τα περιστέρια αυτά συμμετέχουν πλέον σε διαγωνισμούς ταχύτητας από μακρινές αποστάσεις.
Η διαδικασία των αγώνων​

Τα περιστέρια αφήνονται από ειδικά φορτηγά, όλα μαζί από συγκεκριμένες αποστάσεις και “όποιος φτάσει πρώτος στο σπίτι… κερδίζει!”


Αξιοσημείωτος είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται ο χρόνος του κάθε πουλιού για τον καθορισμό του νικητή. Πρόκειται για ένα μικρό πομπό (κάτι σαν GPS) που βρίσκετε στα δαχτυλίδια κλειστού τύπου που φορούν τα πουλιά των συλλόγων από την γέννησή τους.

Ο κάθε μηχανισμός, άρα και το κάθε πουλί φέρει δικό του προσωπικό κωδικό όνομα.

Το δαχτυλίδι αυτό αναγνωρίζεται από ειδικό μηχάνημα στο κουμάσι του κάθε εκτροφέα, ώστε να δώσε τον ακριβή χρόνο στον οποίο διανύθηκε η απόσταση. Έτσι συγκρίνοντας τις αποστάσεις, καθορίζεται ο νικητής που μπορεί να έχει ακόμη και διαφορά δευτερολέπτων από τον δεύτερο!

Ακόμα εντυπωσιακότερες όμως είναι οι τιμές που μπορεί να φτάσει ένα ταχυδρομικό περιστέρι με διακρίσεις σε τέτοιου είδους αγώνες. Η τιμή του ακριβότερου που έχει αγοραστεί ποτέ ανέρχεται στα $400.000 (το ακριβότερο πτηνό στον κόσμο, ονόματι μπολτ) και ενός ολόκληρου κοπαδιού στα 1.400.000 €!

Αν και πλέον στη χώρα μας οι “περιστεράδες” όλο και λιγοστεύουν, υπάρχουν ακόμα αρκετοί που αγαπούν και διατηρούν, αναδεικνύουν και εκσυγχρονίζουν αυτό το όμορφο χόμπι, που εύχομαι να διατηρηθεί για χρόνια και να αγαπηθεί και από τις επόμενες γενιές.

[box type=”info” align=”” class=”” width=””]Το ταχυδρομικό περιστέρι είναι μια από τις αρχαιότερες ράτσες περιστεριών στον κόσμο. Επιγραφές αναφέρουν τηv εκτροφή αυτού του καταπληκτικού πουλιού από αρχαίους βασιλείς για την άμεση μεταφορά μηνυμάτων. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο το ταχυδρομικό περιστέρι χρησιμοποιήθηκε και κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου όπου η προσφορά του ήταν καθοριστική για την λήψη σημαντικών στρατιωτικών αποφάσεων. Στην εποχή μας αυτό το αξιοθαύμαστο είδος περιστεριού καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην αγάπη και επίμονη εκατομμυρίων εκτροφέων σε όλη την υφήλιο.[/box]

Η Παλαιά Διαθήκη μαρτυρεί ότι το ταχυδρομείο περιστεριών υπήρχε ακόμη και τότε. Ήταν το περιστέρι που απελευθερώθηκε από τον Νώε, και ήταν σίγουρος για την επιστροφή του.

Το 2011 έγινε γνωστό ότι ο κινεζικός στρατός πρόκειται να εισαγάγει τη χρήση ταχυδρομικών περιστεριών.
Το 2012 κατά τις εργασίες ανακαίνισης ενός σπιτιού στο Σάρεϊ, στη Βρετανία, βρέθηκε ο σκελετός ενός ταχυδρομικού περιστεριού, που παγιδεύτηκε στην καμινάδα, στο πόδι του οποίου ήταν προσαρμοσμένη μια κόκκινη μεταλλική κάψουλα, μέσα στην οποία υπήρχε ένα λεπτό χαρτάκι που έγραφε «Pigeon Service» ((Υπηρεσία Ταχυδρομικών Περιστεριών) καθώς και 27 ομάδες κωδικών.




Με πηγές από: wikipedia και petbirds.gr

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Το «Όνειρο ενός γελοίου» - Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι


Το μικρό αυτό διήγημα «Το όνειρο ενός γελοίου» δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι αποτελεί μια περιγραφή μίας ουτοπικής κοινωνίας και την πορεία της προς τη διαφθορά. Μιας κοινωνίας που ξεκίνησε σαν ένας μικρός παράδεισος, δίχως τάξεις, με κοινοκτημοσύνη στα αγαθά, με ισότητα μεταξύ των φύλων, με ερωτικές σχέσεις χωρίς διαστροφές και χωρίς το σαδισμό και το μαζοχισμό της σύγχρονης κοινωνίας.



Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει μία κοινωνία χωρίς ιδιοκτησία, όπου οι λέξεις δικό μου, δικό σου δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο της, η αγάπη στον συνάνθρωπο, στη ζωή, στα δένδρα, στη φύση ήταν αυτονόητη και δεν εκπορευόταν από κάποια ιδεολογία, και που στην πορεία της εκφυλίστηκε, αποσυντέθηκε, έγινε ταξική και τοξική.


Ο εκφυλισμός γέννησε τη ζήλια, τις διαμάχες, την ανισότητα, την αδικία, τη διαστροφή, την ιδιοκτησία, τον πόλεμο αλλά μαζί ως αντισωμα την ειρήνη, την αγάπη, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τον αγώνα για κατάργηση της ιδιοκτησίας, τη θρησκεία που κάθε μια διεκδικούσε την αιώνια αλήθεια της επαναφέροντας στη μνήμη των ανθρώπων μια μακρινή θαμπή ανάμνηση ενός χαμένου ουτοπικού παράδεισου.


Το διήγημα αυτό, σύντομο όπως είναι, το πιο αισιόδοξο έργο του συγγραφέα, αποτελεί μία αντιστραμμένη εικόνα δυστοπικών αφηγημάτων όπως το “1984” του Όργουελ. Εκεί, ο Πόλεμος είναι Ειρήνη. Για τον Ντοστογιέφσκι, δε θα μπορούσε να υπάρχει η έννοια της Ειρήνης αν δεν υπήρχε η έννοια του Πολέμου. Η αντιστροφή, για τον Ντοστογιέφσκι είναι ανούσια. Το λάθος, η καταστροφή αν θέλετε, είναι και η Ειρήνη και ο Πόλεμος. Γιατί η πραγματική αρμονία δε χρειάζεται τέτοιες έννοιες.


Διαβάστε ολόκληρο το σύντομο διήγημα (μόλις 15 σελίδες) πατώντας ΕΔΩ.


Ή, δείτε το πιο αισιόδοξο έργο του Ντοστογιέφσκι σε ένα animation του Alexandr Petrov. Η πραγματικότητα ως η αποτυχία του ονείρου και ο αγώνας για την επιστροφή στο όνειρο που ήταν η μοναδική αλήθεια. Αυτή που ακόμα και σήμερα αναζητούμε να επιστρέψουμε...

Φ. Ντοστογιέφσκι: Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου – Μία ιστορία δυστοπικής ουτοπίας



Είμαι γελοίος άνθρωπος. Τώρα με λένε τρελό. Αυτός θα ήταν ανώτερος τίτλος, αν δεν έπαυα να είμαι γελοίος για τους ανθρώπους. Μα τώρα πια δεν θυμώνω, γιατί όλοι είναι αρκετά «ευγενικοί μαζί μου, και όταν με κοροϊδεύουν, είναι, θάλεγες, ακόμα πιο ευγενικοί. Ευχαρίστως θα γελούσα μαζί τους, όχι τόσο με τον εαυτό μου, όσο για να τους είμαι ευχάριστος, αν δεν ένοιωθα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίβομαι που βλέπω πως δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που εγώ την γνωρίζω. Τι σκληρό που είναι να την γνωρίζεις μόνο εσύ! Μα δεν θα καταλάβουν. Όχι, δεν θα καταλάβουν.


Άλλοτε, υπόφερα πολύ που φαινόμουν γελοίος. Δεν φαινόμουν, ήμουν. Πάντα μου ήμουν γελοίος και ξέρω πως σίγουρα θα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα ήμουν και δε θα ήμουν επτά χρονών όταν έμαθα πως ήμουν γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο Πανεπιστήμιο — κι όσο σπούδαζα, τόσο μάθαινα πως ήμουν γελοίος. Κι έτσι, φαίνεται πως όλη η πανεπιστημιακή μου επιστήμη, υπήρχε μόνο και μόνο για να μου αποδείξει και να μου εξηγήσει, όσο την εμβάθυνα, πως ήμουν γελοίος. Και με τη ζωή μου έγινε το ίδιο όπως και στην επιστήμη μου. Χρόνο με το χρόνο, αποκτούσα όλο και περισσότερο τη βεβαιότητα πως απ’ όλες τις απόψεις φαινόμουν γελοίος. Παντού και πάντα, όλοι με κορόιδευαν μα κανένας δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί πως αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που ήξερε καλύτερα απ’ όλους πως ήμουν γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Έτσι, ένιωθα κάτι σαν πείσμα διαπιστώνοντας πως κανένας δεν το υποπτευόταν. Σ’ αυτό φταίω εγώ, γιατί πάντα η περηφάνια μου μ’ εμπόδιζε να ομολογήσω το μυστικό μου. Κι αυτή η περηφάνια όλο και μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια, κι αν παρασυρόμουν κι αναγνώριζα μπροστά σε οποιοδήποτε πως είμαι γελοίος, νομίζω πως το ίδιο βράδυ θάσπαζα το κεφάλι μου με μια πιστολιά. Πόσο υπόφερα, όταν ήμουν έφηβος και σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω και θα τ’ ομολογούσα ξαφνικά στους φίλους μου. Μα σαν έγινα παλικάρι, μ’ όλο που κάθε χρόνο που περνούσε βεβαιωνόμουν περισσότερο για την τρομερή μου ιδιορρυθμία, κατάφερα, όσο νάναι, να ησυχάσω. Κι αυτό, γιατί ακριβώς ως και τότε αγνοούσα το πώς και το γιατί. Ίσως εξ αιτίας της απέραντης μελαγχολίας που γέμισε την ψυχή μου ένα γεγονός πολύ ανώτερο από τον εαυτό μου, δηλαδή η πεποίθηση που είχε εδραιωθεί μέσα μου, πως εδώ-κάτω τίποτα δεν έχει σημασία. Αυτό το υποπτευόμουν από πολύ καιρό, μα ξαφνικά βεβαιώθηκα εντελώς και ολοκληρωτικά γι’ αυτό: ξαφνικά ένοιωσα πως θα μου ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ο κόσμος ή δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα να καταλαβαίνω και να νοιώθω πως κατά βάθος δεν υπήρχε τίποτα για μένα. Ως τα τότες, μου φαινόταν πάντα πως υπήρχαν πολλά πράγματα πριν από μένα. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι πως δεν υπήρχε τίποτα πριν ή μάλλον πως μόνο φαινόμενα υπήρχαν. Σιγά-σιγά απόκτησα την πεποίθηση πως ποτές δεν υπήρχε τίποτα. Και τότε, έπαψα να εξοργίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μην τους προσέχω πια. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν στα πιο μικρόχαρα γεγονότα της ζωής: παραδείγματος χάρη, τύχαινε καμιά φορά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω στους ανθρώπους. Όχι επειδή ήμουν απορροφημένος από καμιά σκέψη, αφού τότες δεν σκεφτόμουν πια τα πράγματα που θάπρεπε να σκάφτομαι: αδιαφορούσα για όλα. Να είχα τουλάχιστον στα χέρια μου την λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Κι ένας Θεός ξέρει πόσα και πόσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί στο μυαλό μου! Μα επειδή αδιαφορούσα για το κάθε τι, είχα πετάξει και τα προβλήματα.


Να λοιπόν που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια, την έμαθα πέρυσι το Νοέμβρη ακριβώς στις τρεις του Νοέμβρη, και από τότες την έχω πάντα μέσα στο μυαλό μου. Ήτανε μια θεοσκότεινη νύχτα, η πιο σκοτεινή νύχτα που μπορεί ποτές να γίνει. Γύριζα σπίτι μου, θυμάμαι, κατά τις έντεκα η ώρα, και ακριβώς σκεφτόμουν πως θάτανε αδύνατο να δεις μια νύχτα πιο σκοτεινή από εκείνη. Όλη τη μέρα έβρεχε, μια απ’ τις πιο κρύες και τις πιο φοβερές βροχές, κάτι σαν απειλητική βροχή, θυμάμαι, γιομάτη εχθρότητα για τους ανθρώπους, όταν ξαφνικά, κατά τις έντεκα σταμάτησε, κι άρχισε να σηκώνεται μια φριχτή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα απ’ την υγρασία της βροχής. Κάτι σαν ατμός αναδινόταν απ’ όλες τις πλάκες του δρόμου, από κάθε δρομάκο σαν κοίταζες πιο μακριά σε προοπτική απ’ τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη. Και ξαφνικά, μου φάνηκε πως αν έσβηνε από παντού το γκάζι, τότε θάτανε λιγότερο λυπητερή η εντύπωση, τόσο πολύ σου θλίβανε την καρδιά τα φώτα του γκαζιού που τα φωτίζανε όλ’ αυτά. Δεν είχα φάει ‘κείνη τη μέρα κι είχα περάσει το βράδυ στο σπίτι ενός μηχανικού μαζί με δυο άλλους φίλους του. Δεν μιλούσα, και νομίζω πως με βρήκαν ανιαρό. Εκείνοι μιλούσανε με πύρινα λόγια, και για μια στιγμή μάλιστα, τους έπιασε θυμός: Μα στην πραγματικότητα, όλ’ αυτά τους ήταν αδιάφορα· αυτό τόβλεπα καλά, κι αν θυμώνανε, το κάνανε μόνο για τον τύπο. Και ξαφνικά, τους είπα: «Κύριοι, κατά βάθος όλ’ αυτά σας είναι αδιάφορα». Και ‘κείνοι δε θυμώσανε, μόνο γελάσανε μ’ αυτά τα λόγια μου. Τους τάπα χωρίς κανένα τόνο μομφής μόνο και μόνο γιατί μου φαινόταν αδιάφορο. Κι εκείνοι παρατήρησαν αυτή την αδιαφορία και σκάσανε στα γέλια.


Όταν συλλογίστηκα στο δρόμο το φως του γκαζιού, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό. Όλος ο θόλος απλωνότανε φριχτά σκοτεινός και ξεχώριζες καθαρά τα κουρελιασμένα σύννεφα που τα όργωναν βαθιές μελανές κηλίδες. Ξαφνικά, πάνω σε μια απ’ αυτές τις κηλίδες, είδα ένα μικρό αστεράκι, κι άρχισα να το κοιτάω καλά-καλά. Γιατί, πραγματικά, αυτό το αστεράκι μου ξύπνησε μέσα μου μιαν ιδέα. Αποφάσισα να σκοτωθώ εκείνη τη νύχτα. Αυτό το σχέδιο το είχα καταστρώσει πριν δυο μήνες και μ’ όλη μου τη φτώχεια, αγόρασα ένα θαυμάσιο περίστροφο και το γέμισα την ίδια μέρα. Είχανε περάσει λοιπόν δυο μήνες, και το περίστροφο κοιμότανε μέσα στο συρτάρι, μα όλα μου είχανε γίνει τόσο αδιάφορα που μούρθε η όρεξη να περιμένω την ώρα που θα μου φαινότανε λιγότερο αδιάφορο. Γιατί; δεν ξέρω. Λοιπόν, δυο μήνες. τώρα, κάθε φορά που έπαιρνα το δρόμο για να γυρίσω σπίτι μου, σκεφτόμουν να τινάξω τα μυαλά μου. Μόνον περίμενα την κατάλληλη στιγμή: Και να που μούφερε μια ιδέα αυτό το αστεράκι: αποφάσισα πως θα τόκανα εξάπαντος εκείνη τη νύχτα. Μα όσο για το πώς μου ξύπνησε μέσα μου αυτή την ιδέα δεν το ξέρω καθόλου αυτό.


Και τότε, ενώ κοίταζα τον ουρανό, μ’ άρπαξε απ’ τον αγκώνα εκείνο το μικρό κοριτσάκι. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη τη στιγμή, ή τουλάχιστον δεν περνούσε κανένας από κει. Εκεί-κάτω, ένας αμαξάς λαγοκοιμότανε πάνω στο κάθισμά του. Το κοριτσάκι θάταν ως οκτώ χρονών: φορούσε στο κεφάλι του ένα μαντήλι κι ήτανε ντυμένο μ’ ένα φτωχικό φόρεμα, έσταζε ολόκληρο απ’ τη βροχή, μα προπαντός πρόσεξα τα σκασμένα παπούτσια του που μπάζανε νερό, και το θυμάμαι ακόμα κι αυτή τη στιγμή: Μου είχανε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Είχε αρχίσει ξαφνικά να με τραβάει απ’ τον αγκώνα και να με φωνάζει. Δεν έκλαιγε, μα με φώναζε με κομμένη φωνή, λέγοντας λόγια που δεν κατάφερνε να τα προφέρει γιατί έτρεμε από το κρύο. Φαινόταν σαν κάτι να την τρόμαζε, και φώναξε με απελπισία: «Μαμά μου, μαμάκα μου!» Γύρισα και την κοίταξα, μα δεν είπα λέξη, και συνέχισα το δρόμο μου. Εκείνη έτρεξε ξοπίσω μου και με τραβούσε από το μπράτσο, ενώ από το λαρύγγι της έβγαινε ένας βραχνός ήχος, εκείνος ο ήχος που δείχνει την απόγνωση όταν βγαίνει απ’ τα μικρά παιδιά. Τον ξέρω καλά αυτό τον τόνο. Μ’ όλο που δεν πρόφερνε καμιά λέξη, κατάλαβα πως κάπου η μητέρα της αγωνιούσε ή πως κάτι τέτοιο της συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Είχε τρέξει για να βρει κάποιον ή κάτι για να βοηθήσει τη μητέρα της. Μα εγώ δεν την ακολούθησα· αντίθετα, μούρθε στο νου μου ξαφνικά να την διώξω. Στην αρχή της είπα να φωνάξει κανέναν αστυφύλακα. Μα αμέσως, εκείνο ένωσε τα χεράκια του και με λυγμούς, καταλαχανιασμένο, εξακολούθησε να περπατάει δίπλα μου χωρίς να με παρατάει. Τότες εγώ την έβρισα και χτύπησα κάτω το πόδι μου. Μα εκείνο φώναξε μονάχα: Κύριε, Κύριε!…» κι ύστερα ξαφνικά με παράτησε και πέρασε σα βέλος στην άλλη άκρη του δρόμου. Σίγουρα, κάποιος άλλος διαβάτης θα φάνηκε εκεί— κάτω, και θα μ’ άφησε για να τρέξει σ’ εκείνον. Εγώ ανέβηκα τη σκάλα που φέρνει στο πέμπτο μου πάτωμα. Το διαμέρισμα είναι ένα επιπλωμένο σπίτι όπου «μένουν διάφοροι ενοικιαστές. Το δωμάτιό μου είναι μικρό και φτωχικό, κι έχει για παράθυρο το ημιθόλιο ενός παραθυριού της σοφίτας. Έχω ένα ντιβάνι σκεπασμένο μ’ ένα μουσαμά, ένα τραπέζι με τα βιβλία μου, δυο καρέκλες και μια παλιά ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα μα που έχει χαμηλό κάθισμα και ψηλή πλάτη. Κάθισα, άναψα το κερί κι άρχισα να συλλογιέμαι. Στο πλαϊνό δωμάτιο, δηλαδή από την άλλη μεριά του χωρίσματος, γινότανε χαροκόπι που κρατούσε δυο μέρες τώρα. Αυτός που καθότανε σ’ αυτό το δωμάτιο, ήταν ένας απόστρατος λοχαγός. Είχε επισκέψεις, καμιά δεκαριά αλήτες που μεθοκοπούσαν με ρακί και παίζανε φαραώ με μια παλιά τράπουλα. Την περασμένη νύχτα είχε ξεσπάσει καυγάς, κι ήξερα πως δυο από δαύτους είχανε πιαστεί στο ξύλο. Βέβαια, η σπιτονοικοκυρά πήγε και έκανε παράπονα, μα τον φοβότανε το λοχαγό. Οι άλλοι νοικάρηδες ήτανε μια μικροκαμωμένη κυρία καχεκτική και αδύνατη, χήρα ενός αξιωματικού, κι είχε τρία παιδιά, που μόλις ήρθανε σ’ αυτή την τρώγλη, πέσανε αμέσως άρρωστα. Εκείνη και τα παιδιά φοβόνταν τόσο πολύ το λοχαγό, που όλη τη νύχτα δεν κάνανε άλλο παρά να τρέμουν και να προσεύχονται, και μάλιστα, το μικρότερο παιδί είχε πάθει κάτι σαν νευρική κρίση. Ήξερα πως αυτός ο λοχαγός σταματούσε τους διαβάτες στη λεωφόρο Νέφσκυ και τους ζητούσε ελεημοσύνη. Κανένας δεν του εμπιστευόταν την παραμικρή δουλειά, κι όμως, περίεργο πράγμα (και μιλάω γι’ αυτόν μόνο και μόνο για να τονίσω αυτό το γεγονός), ένα ολόκληρο μήνα που έμενε στο ίδιο σπίτι με μένα, δεν είχε ξυπνήσει μέσα μου το παραμικρό συναίσθημα απέχθειας. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας μέρα, φρόντισα να μην του συστηθώ, και άλλωστε θα βαριότανε τη συντροφιά μου. Μα μ’ όλο το θόρυβο που κάνανε από την άλλη μεριά του χωρίσματος, και όσο πολλοί κι αν ήτανε —μου ήταν αδιάφορο. Συνήθως, δεν κοιμόμουν όλη τη νύχτα, και για να πω την αλήθεια, δεν τους άκουγα, κι έτσι ξεχνούσα την παρουσία τους. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι πριν ξημερώσει: και να φανταστείς, αυτό κρατάει τώρα κι ένα χρόνο! Περνάω λοιπόν τη νύχτα μου μπρος στο τραπέζι μου, καθισμένος στην πολυθρόνα, χωρίς να κάνω τίποτα. Διαβάζω μόνο τη μέρα. Έτσι, μένω καθισμένος χωρίς ούτε να σκέφτομαι τίποτα, κι αφήνω τις σκέψεις μου να πετούν ‘δω και ‘κει όπως τους αρέσει. Στο κρεβάτι πήρα το περίστροφο και το ακούμπησα δίπλα μου. Θυμάμαι, πως τη στιγμή που το ακουμπούσα, αναρωτήθηκα: «Είναι βέβαιο;» κι απάντησα ο ίδιος στον εαυτό μου, με απόλυτη βεβαιότητα: «Ναι, είναι βέβαιο!» Δηλαδή, θα σκοτωνόμουν. Ήξερα πως ήταν απόλυτα βέβαιο πως θα σκοτωνόμουν εκείνη τη νύχτα, μα πόση ώρα θα εξακολουθούσα ακόμα να κάθομαι έτσι δα μπροστά στο τραπέζι, περιμένοντας την τελευταία στιγμή; Αυτό, δεν τόξερα. Και σίγουρα, θα σκοτωνόμουν, αν δεν ήταν εκείνο το κοριτσάκι.






Βλέπετε, όσο κι αν ήμουν αδιάφορος, ωστόσο είχα και κάποια ευαισθησία, έστω και για τον πόνο, παραδείγματος χάρη. Αν με χτυπούσε κανένας, θα πονούσα. Μα κι από ηθική άποψη, αν μου συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο, θα λυπόμουν όπως και πριν, ενώ στη ζωή αδιαφορούσα για τα πάντα. Και είχα αισθανθεί και οίκτο, πριν από λίγο: βέβαια, θα μπορούσα να είχα βοηθήσει εκείνο το κοριτσάκι. Μα γιατί δεν το βοήθησα; Απλούστατα, γιατί μου ήρθε εκείνη η ιδέα, τη στιγμή που με τραβούσε από το μανίκι και με φώναζε, κι επειδή είχε τεθεί ξαφνικά μπροστά μου εκείνο το ερώτημα, που δεν μπορούσα να απαντήσω. Ήτανε τιποτένιο ερώτημα, μα με εξερέθιζε. Και ο θυμός μου προερχόταν από τον εξής συλλογισμό: Αφού αποφάσισα να βάλω μόνος μου τέλος στη ζωή μου, κατά συνέπεια, κι εκείνη τη στιγμή περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θάπρεπε ν’ αδιαφορώ για όλα. Γιατί λοιπόν να νοιώσω ξαφνικά πως δεν μου ήτανε όλα αδιάφορα και πως το λυπόμουν αυτό το κοριτσάκι; Θυμάμαι πως το λυπόμουν πολύ, ως το σημείο να υποφέρω εξ αιτίας του, με εντελώς ανάρμοστο τρόπο για την κατάστασή μου. Πραγματικά, δεν μπορώ να περιγράψω το λιγόλεπτο αίσθημα που με κυρίεψε τότε, μα αυτό το συναίσθημα επέμενε μέσα μου και έκατσα μπροστά στο τραπέζι μου σε χειρότερη κατάσταση ερεθισμού από πριν. Οι συλλογισμοί έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο: «Είναι φανερό, έλεγα μέσα μου, πως αφού είμαι άνθρωπος, δεν είμαι μηδενικό, και όσο δεν γίνομαι μηδενικό, ζω, και κατά συνέπεια μπορώ να υποφέρω, να εξοργίζομαι, και να ντρέπομαι για τις πράξεις μου. Εντάξει, μα αν σκοτωθώ, ας πούμε σε δυο ώρες, τι με νοιάζει για το κοριτσάκι κι αν ντρέπομαι και τα λοιπά; Θα γίνω μηδενικό, απόλυτο μηδενικό. Είναι δυνατόν η συνείδηση του ότι ξέρω πως σε λίγο θα πάψω εντελώς να υπάρχω, πως ας πούμε δεν θα υπάρχει τίποτα στον κόσμο, να μην επηρεάζει καθόλου ούτε το συναίσθημα του οίκτου μου για το κοριτσάκι ούτε το συναίσθημα της ντροπής μου για την ανανδρία που έδειξα; Γιατί επιτέλους, χτύπησα το ποδάρι μου κάτω, κι έβρισκα το κοριτσάκι κι αυτή την απάνθρωπη ανανδρία την έκανα, όχι μονάχα για ν’ αποδείξω πως ήμουν αναίσθητος ως προς τον οίκτο, αλλά γιατί όλα θα τέλειωναν μέσα σε δυο ώρες. Πιστεύετε ειλικρινά πως γι’ αυτό φώναξα; Σχεδόν μούρχεται να το πιστέψω και ‘γώ αυτή τη στιγμή. Φανταζόμουν ολοκάθαρα πως μόνο από μένα εξαρτιόταν η ζωή και ο κόσμος. Και μάλιστα μπορούσε να πει κανένας πως ουσιαστικά για μένα είχε πλαστεί ο κόσμος: Μόλις θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα, ο κόσμος θάπαυε να υπάρχει, τουλάχιστον για μένα. Χωρίς να λογαριάσουμε πως πραγματικά μπορεί, μόλις εξαφανιστεί η συνείδησή μου, να χαθεί σαν φάντασμα κι ολόκληρος ο κόσμος· αφού δεν είναι κι αυτός άλλο από ένα αντικείμενο της συνείδησής μου, μπορεί να εκμηδενιστεί, αφού μπορεί εγώ νάμαι όλος ο κόσμος κι όλοι οι άνθρωποι. Θυμάμαι λοιπόν, πως καθώς καθόμουν και συλλογιζόμουν έλυνα διαδοχικά όλ’ αυτά τα ζητήματα και τα εξηγούσα με εντελώς διαφορετική άποψη, ανακαλύπτοντάς τους εντελώς καινούργιες όψεις. Παραδείγματος χάρη, ξαφνικά ήρθε στο μυαλό μου μια περίεργη σκέψη. Ας υποθέσουμε, έλεγα, πως κάποτε έζησα στο φεγγάρι ή στον Άρη, και πως κει—πέρα είχα κάνει ένα εξαιρετικά βρωμερό κι ατιμωτικό έγκλημα, το χειρότερο που μπορεί να φανταστεί κανένας, ας υποθέσουμε πως έγινα τέτοιο αντικείμενο ντροπής και καταφρόνιας, που μόνο στον ύπνο σου και μάλιστα σε εφιάλτη μπορείς να το δεις κι αν, ξυπνώντας ξαφνικά πάνω στη γη, «είχα συνείδηση του τι είχα κάνει στον άλλο πλανήτη και ήμουν βέβαιος πως οτι κι αν γίνει δεν θα ξαναγύριζα ποτές εκεί, τότε, ναι ή όχι, θα μου ήταν αδιάφορο το καθετί που θ’ αφορούσε τη σελήνη; Θα ένοιωθα ναι ή όχι ντροπή, όταν θυμόμουν το έγκλημά μου; Όλ’ αυτά ήταν άσκοπα και άτοπα ζητήματα, και μάλιστα αφού είχα μπρος μου το περίστροφο, κι ήξερα από τα κατάβαθα του είναι μου πως θα το εκτελούσα αυτό, μα αυτό μούφερνε πυρετό, κι η ταραχή μου άγγιζε στα όρια του παροξυσμού. Τώρα, μου ήτανε κατά κάποιον τρόπο αδύνατο να πεθάνω αυτή τη στιγμή, εκτός πια αν εύρισκα προηγουμένως τη λύση κάποιου προβλήματος. Με δυο λόγια, αυτή η μικρούλα με είχε σώσει, γιατί από το ένα ζήτημα στο άλλο, ανέβαλα τη στιγμή τον πυροβολισμού. Τώρα. Στο μεταξύ, και στο δωμάτιο του λοχαγού, άρχισε να γίνεται ησυχία. Σταματήσανε να παίζουνε χαρτιά, τακτοποιηθήκανε για να κοιμηθούνε, και πια δεν άκουγες άλλο από μακρινά μουγκρητά και κάπου-κάπου και καμιά βρισιά που λέγανε με νυσταλέα φωνή. Τότε ακριβώς, με πήρε και μένα ξαφνικά ο ύπνος, πράγμα που ποτές δεν μούχε ξανασυμβεί ως τα τότε μπροστά στο τραπέζι μου, στην πολυθρόνα μου. Κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Όλοι το ξέρουμε, πως τα όνειρα είναι κάτι πολύ παράξενο: μερικά σου παρουσιάζονται με τον πιο τρομακτικό οξύ τρόπο, με τη λεπτόλογη ακρίβεια του λεπτοδουλεμένου χρυσαφικού, ενώ σε άλλα, διασχίζεις χωρίς να το καταλάβεις το χώρο και το χρόνο. Όπως φαίνεται, δεν είναι το λογικό εκείνο που υποκινεί το όνειρο, μα η επιθυμία, το κεφάλι, η καρδιά, κι όμως πόση λεπτότητα δε φανέρωσε το λογικό μου στο όνειρο! Επιτελεί πραγματικούς άθλους, που είναι ανεξήγητοι. Τον αδελφό μου, παραδείγματος χάρη, που πέθανε πριν από πέντε χρόνια, τον βλέπω καμιά φορά στ’ όνειρό μου να συμμετέχει στις δουλειές μου, ενδιαφερόμαστε κι οι δυο μας πολύ γι’ αυτές, και όμως ούτε μια στιγμή την ώρα που τον ονειρεύομαι, δεν μου διαφεύγει πως ο αδελφός μου έχει πεθάνει και τον θάψαμε. Πώς γίνεται λοιπόν να μην παραξενεύομαι, αφού ξέρω πως έχει πεθάνει, να τον βλέπω να κάθεται δίπλα μου και να δουλεύει μαζί μου; Πώς γίνεται να τα δέχεται τόσο εύκολα όλ’ αυτά το λογικό μου; Μα αρκετά είπαμε. Έρχομαι τώρα στ’ όνειρο μου. Ναι, τότε το είδα αυτό το όνειρο, το όνειρό μου της 3 του Νοέμβρη.


Πολλοί σήμερα με κοροϊδεύουν, και λένε πως ήταν μόνο όνειρο. Μα τι σημασία έχει αν ήταν όνειρο ή όχι, αφού αυτό το όνειρο ήτανε για μένα ο άγγελος της αλήθειας; Αφού είδα μια για πάντα την αλήθεια, αυτό σημαίνει πως πραγματικά ήταν η αλήθεια και πως δεν μπορεί να υπάρχει άλλη απ’ αυτήν, είτε στ’ όνειρό μου την είδα, είτε στο ξύπνιο μου. Τι σημασία έχει λοιπόν αν ήτανε μόνο όνειρο, αφού αυτή τη ζωή που την βάζετε τόσο πιο πάνω, ήμουν έτοιμος να την εξαφανίσω με μια πιστολιά, ενώ το όνειρό μου, ω! το όνειρό μου υπήρξε για μένα ο άγγελος μιας καινούργιας ζωής, μιας ζωής απέραντης, αναζωογονημένης και δυνατής.


Ακούστε, λοιπόν.






Είπα πως είχα αποκοιμηθεί χωρίς να το καταλάβω, τη στιγμή που εξακολουθούσα να σκέφτομαι τα ίδια πράγματα. Ξαφνικά, ονειρεύτηκα πως έπαιρνα το περίστροφο και πως, καθισμένος όπως ήμουνα, το πήγαινα ολόισια στην καρδιά μου — στην καρδιά και όχι στο κεφάλι. Κι όμως, είχα αποφασίσει να χώσω μια σφαίρα στο αριστερό μου μηνίγγι. Αφού λοιπόν το ακούμπησα στο στήθος μου, περίμενα ένα — δυο δευτερόλεπτα και το κερί μαζί με το τραπέζι και τον απέναντι τοίχο αρχίσανε ξαφνικά να κουνιούνται σα να τρικλίζανε. Πυροβόλησα βιαστικά Πολλές φορές τυχαίνει να βλέπεις στ’ όνειρό σου πως πέφτεις από πολύ ψηλά, πως σε πληγώνουν ή πως σε δέρνουνε. Μα ποτές δεν νοιώθεις πόνο, εκτός πια αν τύχει να κτυπήσεις στο σίδερο του κρεβατιού, οπότε δεν μπορεί παρά να πονέσεις. Όμως εμένα μου φάνηκε πως ένοιωσα κάποιον κλονισμό απ’ αυτήν την πιστολιά —και ξαφνικά όλα σβήσανε κι έμεινα βυθισμένος μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Σαν να τυφλώθηκα και να βουβάθηκα. Ύστερα, είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από κάτι σκληρό, χωρίς να βλέπω τίποτα κι ούτε να μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Γύρω μου περπατάνε, φωνάζουνε, ο λοχαγός ουρλιάζει, η σπιτονοικοκυρά ωρύεται. Και πάλι, γίνεται μια ξαφνική διακοπή και με μεταφέρουν ξέσκεπο μέσα σ’ ένα φέρετρο. Νοιώθω το φέρετρο που σκαμπανεβαίνει, το συλλογιέμαι αυτό, και για πρώτη φορά μούρχεται στο νου μου η ιδέα πως είμαι πεθαμένος, πεθαμένος για τα καλά. Το ξέρω χωρίς καμιά αμφιβολία, αφού ούτε βλέπω ούτε κουνιέμαι, κι όμως αισθάνομαι και σκέφτομαι. Αλλά πολύ γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα με τη λογική των ονείρων παραδέχομαι ασυζητητεί την πραγματικότητα.


Και να που με κατεβάζουν μέσα στη γη. Όλοι φεύγουν, και ‘γώ μένω μόνος, ολομόναχος. Δεν κουνάω ούτε ένα μέλος μου. Πριν, στα νυχτέρια μου, όταν συλλογιόμουν πως θα ήμουν μέσα στον τάφο, η μόνη ιδέα που μου ερχόταν ήτανε το αίσθημα της υγρασίας και του κρύου. Έτσι και τώρα, ένοιωθα πως κρύωνα πολύ, και προπαντός στην άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου, μα δεν ένοιωθα τίποτε άλλο απ’ αυτό.


Κειτόμουν, και, παράξενο πράγμα, δεν περίμενα τίποτα, και παραδεχόμουν χωρίς να το αμφισβητώ πως ένας πεθαμένος δεν πρέπει τίποτα να περιμένει. Μα είχε υγρασία. Δεν ξέρω πόσο έμεινα έτσι, μια ώρα, ίσως και μερικές μέρες, μπορεί και πολλές μέρες. Και να που ξαφνικά, πάνω στο κλειστό αριστερό μου μάτι, μέσ’ από το σκέπασμα του φέρετρου, έπεσε μια σταγόνα νερό, κι ύστερα μια άλλη, κι έτσι συνέχεια, σε κάθε λεπτό της ώρας. Ένα βαθύ πείσμα μούκαψε την καρδιά, κι ένοιωσα ένα αίσθημα φυσικής αδιαθεσίας: «Είναι από την πληγή μου, σκέφτηκα — είναι η πιστολιά που τράβηξα, και η σφαίρα βρίσκεται αυτού». Κι οι σταγόνες μαζεύονταν μια κάθε λεπτό. Πέφτανε ολόισια πάνω στο κλειστό μου μάτι. Και τότε, ξαφνικά φώναξα, όχι βέβαια με τη φωνή μου αφού ήταν παράλυτη, μα με όλο μου το είναι, τον αυθέντη εκείνον που ήμουν παίγνιό του. «—Όποιος κι αν είσαι, αν παραδεχτώ ότι είσαι και πως υπάρχει κάτι το πιο λογικό απ’ αυτό που είμαι παίγνιό του, ε! άφησε να γίνει εδώ αυτό. Αν μου επιβάλλεις αυτή τη γελοιοποίηση κι αυτή τη βλακώδη επιβίωση για να με εκδικηθείς για τη βλακώδη αυτοκτονία μου, ποτέ, όσο μεγάλο κι αν είναι το μαρτύριο που μπορεί να μου επιβληθεί, δεν θα φτάσει την σιωπηλή περιφρόνηση που θα νοιώσω, έστω κι αν βαστάξει χιλιάδες χρόνια αυτό το μαρτύριο!»


Έτσι είπα, και σώπασα. Πέρασα κοντά ένα λεπτό μέσα σε βαθειά σιωπή, και μάλιστα έπεσε άλλη μια σταγόνα, μα ήξερα, ήξερα και πίστευα με απόλυτη κι ακλόνητη βεβαιότητα πως όλα θ’ αλλάζανε την ίδια στιγμή. Και να, που ξαφνικά άνοιξε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν άνοιξε και άδειασε, μα με άρπαξε ένα σκοτεινό και άγνωστο ον και βρεθήκαμε μέσα στο διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρήκα το φως μου· η νύχτα ήτανε βαθειά και ποτέ, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στο διάστημα κι είχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολύ από τη γη. Δε ρώτησα τίποτε αυτόν που με μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος αλαζονικά μέσ’ στη σιωπή μου· ήμουν βέβαιος πως δεν φοβόμουνα — κι αναγάλλιαζα από ενθουσιασμό με τη σκέψη πως δε φοβόμουν. Δε θυμάμαι, κι ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο καιρό πετούσαμε· όλ’ αυτά γίνονταν όπως γίνεται πάντα στ’ όνειρο όταν διασχίζουμε το χρόνο και το χώρο, παραβιάζοντας όλους τους νόμους του είναι και της λογικής, και δε στεκόμαστε παρά μόνο στα σημεία που ποθεί η καρδιά μας. Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα έν’ αστεράκι μέσ’ στα σκοτάδια. — Είν’ ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ’ όλο που τόθελα πολύ. —«Όχι, είναι τ’ αστέρι που είχες δει μέσ’ απ’ τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε. Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. Περίμενα πως θάβρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι’ αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε. «Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ’ εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»— «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι’ αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τριβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξίδι μας έτεινε σ’ ένα μυστηριώδη κι άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μέσ’ από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ’ ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γη μόνο ύστερα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια. Ίσως νάχαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα. Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μούφερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυτα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μέσ’ στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.


—Μ’ αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;— Κι ο σύντροφός μου μούδειξε έν’ αστέρι σα σμαράγδι που αστραφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα.


Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.


—Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν’ αυτός ο φυσικός νόμος; Κι αν είναι γης αυτό μπορεί νάναι η ίδια γης με τη δικιά μας;… Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν’ αγαπιέται ακόμα και απ’ τα πιο αχάριστα παιδιά της;… Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι’ αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ’ αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.


—Θα τα μάθεις όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.


Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κιόλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας — μία ευγενική και άγια ζήλεια — άναψε μεσ’ στην καρδιά μου. Πώς μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν’ αγαπήσω, που πάνω της έμειναν οι στάλες απ’ το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιος, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. Να υπάρχει τάχα ο πόνος πάνω σ’ αυτή την καινούργια γης; Εκεί – πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε ν’ αγαπήσουμε, και μόνο μέσ απ’ τον πόνο. Δεν ξέρουμε ν’ αγαπούμε διαφορετικά, κι ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν’ αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν’ αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω· αρνιέμαι να ζήσω σ’ οποιανδήποτε άλλη!


Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ’ είχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ’ αυτή την άλλη γης, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας ηλιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ’ ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχπελάγου της γης μας· ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου κοντά στο αρχιπέλαγος. Σ’ εκείνα τα μέρη, όλα ήτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι επίσημη χαρά, που έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ’ όλο τον οργιώδη χυμό τους και τ’ αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη – σμήνη τον αέρα, κι έρχονταν άφοβα ν’ ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα.. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους — ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνεις κάτι σα μια μακρινή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων! Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα, από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνει το προπατορικό αμάρτημα: οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης ήτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις· φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε: να διώξουνε το γρηγορότερο αυτή την οδύνη που ήτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.






Το καταλαβαίνετε, άλλη μια φορά, τι σημασία έχει που ήταν όνειρο; Η αγάπη αυτών των αθώων και λαμπρών πλασμάτων μου έκανε αλησμόνητη εντύπωση και νοιώθω πως η αγάπη τους στάζει παντοτινά από κει – πέρα πάνω στην ψυχή μου. Γιατί τους γνώρισα, τους αγάπησα, κι υπόφερα ύστερα γι’ αυτούς. Ω, το κατάλαβα αμέσως, απ’ την πρώτη στιγμή, πως σε πολλά σημεία δεν τους καταλάβαινα: παραδείγματος χάριν, δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου, εμένα του μοντέρνου Ρώσου προοδευτικού και βρωμισμένου Πετρουπολίτη, πώς μπορούσαν, αυτοί που ξέρανε τόσα και τόσα πράγματα, να περιφρονούν την επιστήμη μας. Μα δεν άργησα να καταλάβω πως η γνώση τους ήτανε τέλεια, πως στηριζόταν και είχε για κανόνες εντελώς άλλες διαισθήσεις απ’ τις δικές μας και πως όμοια διαφορετικοί ήτανε κι οι πόθοι τους. Δεν είχαν επιθυμίες και μέσα στη γαλήνη τους δε διψούσανε σαν εμάς να γνωρίσουν τη ζωή, αφού είχανε φτάσει στην κατάσταση της τελειότητας. Μα η γνώση τους ήτανε βαθύτερη και ανώτερη από τη δική μας επιστήμη, γιατί η δική μας επιστήμη ζητάει να εξηγήσει τι είναι η ζωή και προσπαθεί να τη γνωρίσει για να μάθει στους άλλους πώς να ζούνε. Ενώ εκείνοι, δεν είχανε καμιά ανάγκη την επιστήμη, κι αυτό το καταλάβαινα, χωρίς να μπορώ να εννοήσω την γνώση τους. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και τους μιλούσανε σα να μιλούσαν σε όντα όμοιά τους. Γιατί, να το ξέρετε, δεν πιστεύω να γελιέμαι σαν λέω πως τους μιλούσανε! Ναι, είχανε ανακαλύψει τη γλώσσα τους, κι είμαι σίγουρος πως και κείνα τους καταλαβαίνανε. Έτσι βλέπανε τη φύση. Με τα ζώα, ζούσανε ειρηνικά, και δεν τους κάνανε κανένα κακό· τ’ αγαπούσανε, και τα είχανε μερώσει με την αγάπη τους. Μου δείχνανε τ’ αστέρια και μου μιλούσανε γι’ αυτά, μου λέγανε πράγματα που δεν μπορούσα να τα καταλάβω, μα είμαι βέβαιος πως θα επικοινωνούσανε με τ’ αστέρια τ’ ουρανού, και όχι μονάχα με τη σκέψη, μα με κάποιο ζωντανό τρόπο! Ω! αυτά τα όντα δεν καταφέρνανε να με κάνουν να τα καταλάβω, μα μ’ αγαπούσανε κι έτσι, αλλά ήξερα πως ούτε κείνοι με καταλάβαιναν και γι’ αυτό σχεδόν δεν τους μιλούσα για τη γης μας. Φιλούσα μόνο μπροστά τους τη γης όπου ζούσανε, και γω, χωρίς να λέω λέξη, τους λάτρευα. Αυτοί το βλέπανε, κι αφήνανε να τους λατρεύω χωρίς να ντρέπονται για τη λατρεία μου αφού κι οι ίδιοι ήτανε γεμάτοι αγάπη. Δεν λυπόνταν, ακόμα κι όταν τους φιλούσα καμιά φορά με δάκρυα τα πόδια τους, γιατί είχανε στην καρδιά τους τη χαρούμενη βεβαιότητα πως ανταποκρίνονταν στην αγάπη μου, με τη δύναμη της δικής τους της αγάπης. Πολλές φορές αναρωτιόμουν με έκπληξη, πως γινόταν, σ’ όλο αυτό το διάστημα, να μην καταφέρουν ούτε μια φορά να προσβάλουν ένα ον σαν εμένα, κι ούτε να ξυπνήσουν μέσα μου αισθήματα ζήλειας και φθόνου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πως μπορούσα, εγώ ο καυχησιάρης και ψεύτης, και δεν τους μιλούσα για γνώσεις που σίγουρα ούτε ακουστά θα τις είχανε. Πώς δε μουρχόταν η επιθυμία να τους καταπλήξω, έστω κι από αγάπη γι’ αυτούς; Παιζογελούσανε χαρούμενοι σα μικρά παιδιά. Περιπλανιόνταν μέσα στα θαυμαστά δασάκια και στα πυκνά δάση τους. Τραγουδούσαν τα όμορφα τραγούδια τους· ζούσανε με λαφριά τροφή, με τους καρπούς από τα δέντρα τους, με το μέλι από τα δάση τους και με το γάλα από τις ήμερες κατσίκες τους. Λίγη δουλειά έφτανε για να κερδίζουν την τροφή, και τα ρούχα τους. Ο έρωτας ήταν κοινός και γεννιόντανε παιδιά, μα ποτές μου δεν είδα εκείνη τη σκληρή ηδυπάθεια που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα όντα του πλανήτη μας, όλα μαζί και το καθένα χωριστά, και που είναι η πηγή σχεδόν όλων των αμαρτημάτων της ανθρωπότητάς μας· χαίρονταν σαν ερχόντανε παιδιά στον κόσμο, σαν να ήτανε σύντροφοι σ’ αυτό το χαρούμενο γλέντι. Ποτές δε γίνονταν καυγάδες ή ζήλιες ανάμεσά τους, και μάλιστα ούτε καταλάβαιναν τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα. Τα παιδιά τους ήτανε παιδιά ολονώνε, γιατί όλοι τους αποτελούσανε μιαν οικογένεια. Σχεδόν δεν ξέρανε τι θα πει αρρώστια, μ’ όλο που ξέρανε το θάνατο, μα στον τόπο τους ο γέρος είχε ήσυχο θάνατο, σα ν’ αποκοιμόταν, περιτριγυρισμένος από τους δικούς του, και τους ευλογούσε, τους χαμογελούσε, κι εκείνοι συνοδεύανε αυτή την αγωνία με τα φωτεινά τους χαμόγελα. Ποτέ μου, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν τους είδα να θλίβονται ή να κλαίνε: ήτανε μόνο μια αύξηση της αγάπης που έφτανε ως την έκσταση, μια γαλήνια έκσταση, είν’ αλήθεια, τέλεια και στοχαστική. Θάλεγες πως κι ύστερα από το θάνατο, εξακολουθούσαν να επικοινωνούν με τους νεκρούς τους, και πως τη γήινη ένωση μεταξύ τους δεν τη διέκοπτε ο θάνατος. Σχεδόν δε με κατάλαβαν όταν τους ρώτησα για την αιώνια ζωή· μα έβλεπες καλά πως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ήτανε τόσο σίγουροι γι’ αυτό, που ούτε καν τους ετίθετο αυτό το ζήτημα. Δεν είχαν εκκλησιές και ζούσανε σαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με το μεγάλο Παν· δεν είχανε θρησκεία, μα ξέρανε πως, αφού θα γέμιζαν με τις χαρές της ζωής ως εκεί που έφταναν τα όρια της γήινης φύσης, τότες γι’ αυτούς, και τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, θα γινόταν πλατύτερη η επαφή με το μεγάλο Παν. Και περιμένανε με χαρά αυτή τη στιγμή χωρίς βιάση και χωρίς νοσταλγία, σα να την είχανε κιόλας με τα προαισθήματα της καρδιάς τους, κι αυτά τα προαισθήματα τα ανακοινώνανε ακούραστα ο ένας στον άλλο.


Το βράδυ, πριν κοιμηθούνε, τους άρεσε ν’ ακούνε τέλειες χορωδίες. Μ’ αυτά τα τραγούδια εξωτερικεύανε όλα τα αισθήματα που τους έδινε η μέρα πούφευγε και την ευλογούσαν αποχαιρετώντας την. Υμνούσανε τη φύση, τη γης, τη θάλασσα, τα δάση. Τους άρεσε να συνθέτουν τραγούδια ο ένας για τον άλλο, να αλληλοεξυμνούνται τραγουδώντας σα μικρά παιδιά, με απλά τραγούδια που, επειδή έρχονταν από την καρδιά, αγγίζανε τις καρδιές τους. Κι ύστερα, φαίνεται πως δε γυρεύανε μόνο με τα τραγούδια τους ν’ αρέσουν ο ένας στον άλλο, μα και μ’ όλες τις πράξεις της ζωής. Κάτι σαν ερωτική ζέση, καθολική και αμοιβαία τους γέμιζε τον έναν για τον άλλο. Ορισμένοι απ’ αυτούς τους επίσημους και θριαμβευτικούς ύμνους μου ήταν ακατανόητοι. Μπορεί να καταλάβαινα τα λόγια, μα ποτέ δεν μπορούσα να εμβαθύνω σ’ όλο το νόημά τους. Ήταν σαν απρόσιτο για το μυαλό μου, όμως, η καρδιά μου, χωρίς να το προσέξω, διαποτιζόταν ολοένα και περισσότερο απ’ αυτούς. Συχνά τους έλεγα πως άλλοτε, τότε που ζούσα ακόμα στη γη μας, τα είχα προαισθανθεί όλ’ αυτά, και μου είχαν αποκαλυφθεί αυτή η χαρά κι αυτή η αγαλλίαση, σα μια νοσταλγική θλίψη που έφτανε καμιά φορά ως τη στενοχώρια· πως τους είχαν προαισθανθεί, κι αυτούς και τη δόξα τους, στα ονειροπολήματα της καρδιάς μου και στα όνειρα του νου μου· πως συχνά, στη γης μας, δε μπορούσα να δω τον ήλιο που βασίλευε χωρίς να με πάρουν τα κλάματα… πως στο μίσος μου για τους κάτοικους της γης μας, είχα πάντα μέσα μου κάτι σαν κρυφή οδύνη. Γιατί να μην μπορέσω να τους μισήσω αφού δεν τους αγαπούσα, γιατί να μη μπορώ να τους συγχωρήσω, και γιατί να έχει τόση θλίψη η αγάπη μου γι’ αυτούς; Γιατί να μη μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ ταυτόχρονα; Εκείνοι μ’ ακούγανε κι έβλεπα πως δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν στο νόημα αυτών που τους έλεγα: μα δε λυπόμουν που τους τάλεγα, το ήξερα πως καταλάβαιναν τη θλίψη μου που σκεφτόμουν εκείνους που είχα αφήσει! Ναι, τότε με κοιτάζανε με το γλυκό κα γεμάτο αγάπη βλέμμα τους, κι εγώ ένοιωθα μπροστά τους να γίνεται η καρδιά μου όμοια καλή κι αγνή με τη δική τους και δε λυπόμουν που δεν τους καταλάβαινα. Σ’ αυτό το αίσθημα της πληρότητας, σταματούσε η ανάσα μου και προσευχόμουν σιωπηλά γι’ αυτούς.


Ω! Τώρα όλοι θα γελάνε μαζί μου και θα λένε πως δεν είναι δυνατό να βλέπεις στ’ όνειρό σου τόσο μικρές λεπτομέρειες σαν αυτές που περιγράφω τούτη τη στιγμή, και πως; στον ύπνο μου δεν είδα και δεν ένοιωσα παρά μόνο το αίσθημα που μου υποκινούσε η καρδιά μου μέσα στο παραλήρημά της όσο για τις λεπτομέρειες, θα λένε πως τις φαντάστηκα μόνος μου μιας και ξύπνησα. Μα κι αν ομολογούσα πως ίσως νάγιναν έτσι τα πράγματα —Θε μου, τι χάχανα θα ξεσηκώνονταν, και πόσο θα ευθυμούσαν όλοι! Βέβαια, κατά τα λεγόμενά τους, βρισκόμουν υπό την επήρεια των αισθημάτων αυτού του ονείρου, γιατί μόνο αυτό είχε διατηρηθεί μέσα στη σπαραγμένη καρδιά μου· αντίθετα, οι πραγματικές εικόνες, οι ονειρικές μορφές, εκείνες δηλαδή που πραγματικά είχα ζήσει εκείνη την ώρα, είχανε τέτοια αρμονική τελειότητα, ήτανε τόσο μαγευτικές, τόσο όμορφες μα και τόσο αληθινές, που σαν ξύπνησα δεν είχα τη δύναμη να τις ενσαρκώσω με τα αδύναμα λόγια μου, κι έτσι σταμάτησαν μέσα στο νου μου, και έτσι μπορούσα θαυμάσια να αναγκαστώ εγώ ο ίδιος, ασυναίσθητα, να ανασυγκροτήσω ύστερα τις λεπτομέρειές τους, και, εννοείται, παραμορφώνοντάς τες, εξ αιτίας προπαντός του φλογερού πόθου που είχα να τις ανακοινώσω όσο γινόταν γρηγορότερα, και όπως-όπως. Μα και πώς να μην πιστέψω πως όλ’ αυτά συνέβησαν πραγματικά; Ναι, ίσως τόνειρο να ήτανε χίλιες φορές πιο εκθαμβωτικό και πιο χαρούμενο απ’ όσο μπορώ να το αποδώσω. Μάθετε λοιπόν, πως θα σας εμπιστευθώ ένα μυστικό. Ίσως νάτανε μόνο όνειρο! Γιατί έγινε κάτι, κάτι τόσο φριχτά αληθινά που δεν μπορεί να ήταν όνειρο. Αν παραδεχτώ πως αυτό το όνειρο γεννήθηκε στην καρδιά μου, θα είχε τάχα η καρδιά μου τη δύναμη να φανερώσει τη φριχτή αλήθεια που μου συνέβη αργότερα; Πώς μπορούσα να το φανταστώ μόνος μου ή να το ονειρευτώ στην καρδιά μου; Είναι ποτέ δυνατό η φτωχή παιδιάστικη καρδιά μου, το ιδιότροπο και κενό πνεύμα μου να μπόρεσαν να υψωθούν ως την ανακάλυψη της αλήθειας; Κρίνετέ το και μόνοι σας· ως τα τώρα τόκρυβα, μα τώρα θα πω όλη την αλήθεια. Γιατί, πραγματικά… τους διέφθειρα όλους!






Ναι, ναι, στο τέλος, τους διέφθειρα όλους! Πώς έγινε αυτό; — δεν ξέρω, μα το θυμάμαι πολύ καλά. Το όνειρό μου που διέσχισα χιλιάδες χρόνια, έχει αφήσει μέσα μου ένα αίσθημα συνεχείας· το μόνο που ξέρω, είναι πως εγώ ήμουν η αιτία του πρώτου αμαρτήματος. Σα μολυσματική αρρώστια, σαν ένα μόριο χολέρας που μπορεί να μολύνει ολόκληρη αυτοκρατορία, έτσι και ‘γώ μόλυνα με την παρουσία μου την γη της ευτυχίας που ως τα τότες ήτανε αθώα. Μάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμα, και μάθανε την ομορφιά του ψέματος. Ίσως, όλ’ αυτά ν’ αρέσανε πολύ αθώα, για τ’ αστεία, από απλή φιλαρέσκεια, σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, κι ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίου, μα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσ’ στην καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστο. Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε κι η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα… Α, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, μα σε λίγο, πολύ γρήγορα, χύθηκε το πρώτο αίμα: αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, κι άρχισαν ν’ απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, και να χωρίζονται. Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίον των άλλων. Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες. Μάθανε τ’ είναι ντροπή, και κάνανε αρετή τη ντροπή. Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής, και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα, και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσ’ στα δάση και τους εχθρεύτηκαν. Άρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου. Αρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες. Μάθανε τη θλίψη κι αγαπήσανε τη θλίψη. Ποθήσανε την οδύνη κι είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια. Κι έκανε την εμφάνισή της η επιστήμη. Σα γίνανε κακοί, τότες αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό, και τότες καταλάβανε αυτές τις ιδέες. Σαν γίνανε εγκληματίες, τότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν, κι ύστερα, για να εξασφαλίσουν το σεβασμό γι’ αυτούς τους κώδικες, θεσπίσανε τη λαιμητόμο. Τώρα πια, πολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσει, και μάλιστα δε θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι κι ευτυχισμένοι. Κοροϊδεύαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο. Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικά, κι όμως, τι θαυμαστό και παράξενο πράγμα! μ’ όλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχία, μ’ όλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία, που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, μ’ όλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα. Κι όμως, αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ’ αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσει, κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν — σίγουρα θ’ αρνιόνταν. Σ’ αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι· έστω· το ξέρουμε, κλαίμε κι υποφέρουμε γι’ αυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από κείνες που θα μας επιβάλει ο Φιλεύσπλαχνος Κριτής σα μας δικάσει, και που ούτε τ’ όνομά του δεν ξέρουμε. Μα έχομε την επιστήμη και χάρη σ’ αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, και τότες θα την αποδεχτούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη απ’ το συναίσθημα, κι η συνείδηση της ζωής ανώτερη απ’ τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία.» Αυτά λέγανε και, ύστερα από κάτι τέτοια λόγια, ο καθένας ξανάρχιζε ν’ αγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπη, γιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά. Και τότε, ο καθένας τους αγαπούσε τόσο ζηλότυπα την προσωπικότητά του που προσπαθούσε να εξευτελίσει και να ταπεινώσει με κάθε μέσο την προσωπικότητα των άλλων· ήτανε ζήτημα ζωής. Εμφανίστηκε η δουλεία, και μάλιστα και η εθελοδουλεία. Οι αδύνατοι υποτάχθηκαν πρόθυμα στους ισχυρότερους, φτάνει αυτοί να τους βοηθούσαν να συντρίψουν τους πιο αδύνατους απ’ αυτούς. Εμφανίστηκαν και οι δίκαιοι, που ήρθαν σ’ αυτούς τους ανθρώπους για να τους μιλήσουν, θρηνώντας για την αλαζονεία τους και κατηγορώντας τους που έχασαν το μέτρο και την αρμονία, που χάσανε την αιδημοσύνη τους. Μα τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν. Το αίμα των αγίων έτρεξε πάνω στα προαύλια των ναών. Εξ άλλου, ήρθαν κι άλλοι που σκέφτηκαν ν’ αποκαταστήσουν την αρμονία ανάμεσα στους ανθρώπους σε τρόπο που, χωρίς ο καθένας να παύει να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τον πλησίον του, να μην αποτελεί ωστόσο εμπόδιο και ενόχληση για τους άλλους και όλοι μαζί να σχηματίσουν ένα είδος κοινωνίας όπου να ζούσανε μονιασμένοι. Μακρόχρονοι πόλεμοι υποδαυλίστηκαν για να επιβληθεί αυτή η αρχή. Οι μαχητές δεν πιστεύανε λιγότερο σταθερά πως η επιστήμη, η σοφία και το συναίσθημα της προσωπικής ασφάλειας θα αναγκάζανε επιτέλους τους ανθρώπους να συμφωνήσουν για τις βάσεις μιας λογικής κοινωνίας και γι’ αυτό, στο μεταξύ, για να επισπεύσουν τα πράγματα, οι «πούροι» προσπαθούσαν να απαλλαγούν απ’ όλους όσοι δεν ήτανε πούροι και δεν καταλάβαιναν την ιδέα τους, για να μην εμποδίζουν το θρίαμβό τους. Μα γρήγορα εξασθένισε το συναίσθημα της προσωπικής αυτοσυντήρησης, κι ανέβηκαν οι αλαζόνες κι οι φιλήδονοι που απαιτούσαν όλα, ή τίποτα. Και για ν’ αποκτήσουν αυτά τα όλα, χρειάστηκε να καταφύγουν στην αγριότητα, κι όταν δεν πετύχαιναν, στην αυτοκτονία. Έγιναν θρηακείες για τη λατρεία της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφής, εν ονόματι της αιώνιας γαλήνης στους κόλπους του μηδενός. Τελικά, αυτοί οι άνθρωποι κουράστηκαν από τον χωρίς νόημα μόχθο και τα πρόσωπά τους πήρανε τα στίγματα της οδύνης· έτσι, αυτοί οι άνθρωποι διακήρυξαν πως η οδύνη, είναι ομορφιά, αφού μόνο απ’ την οδύνη υπάρχει η σκέψη, άρχισαν να υμνούν την οδύνη στα τραγούδια τους. Εγώ τριγύριζα απελπισμένος ανάμεσά τους κι έκλαιγα γι’ αυτούς, μα τώρα τους αγαπούσα ίσως περισσότερο από πριν, τότε που τα πρόσωπά τους δεν είχανε γνωρίσει την οδύνη και ήτανε αθώα και τόσο ωραία. Ξανάρχισα ν’ αγαπάω τη βρώμικη γης τους πιο πολύ από τότες που ήτανε παράδεισος, μόνο και μόνο γιατί ήρθε ο πόνος. Αλλοίμονο, πάντα μου αγάπησα τον πόνο και τη θλίψη, μα μόνο για μένα, κι έκλαψα για κείνους και τους λυπόμουν. Άπλωνα τα χέρια μου σ’ αυτούς και κατηγορούσα τον εαυτό μου μέσ’ στην απελπισία μου και περιφρονούσα τον εαυτό μου. Τους είπα πως εγώ τα είχα κάνει όλ’ αυτά, εγώ και μόνο, πως εγώ τους είχα φέρει τη διαφθορά, τη πανούκλα και το ψέμα! Τους παρακάλεσα να με σταυρώσουν, και τους είπα πως να φτιάξουν το σταυρό. Δεν μπορούσα, δεν είχα τη δύναμη να σκοτωθώ, μα ήθελα να πάρω πάνω μου όλους τους πόνους, ποθούσα την οδύνη και ποθούσα να χύσω μέσα σ’ αυτή την οδύνη ακόμα και την τελευταία ρανίδα απ’ το αίμα μου. Μα εκείνοι καγχάζανε, και στο τέλος με πήρανε για τρελό μυστικιστή. Έτσι, αυτοί με δικαιολογούσανε και λέγανε πως απόκτησαν εκείνο που γυρεύανε, και πως δε μπορούσε παρά να γίνει αυτό που έγινε. Στο τέλος, μου δηλώσανε πως άρχισαν να με βρίσκουν επικίνδυνο και πως αν δε σώπαινα θα με κλείνανε στο φρενοκομείο. Και τότε η ψυχή μου πλημμύρισε από τόσο δυνατή θλίψη που σφίχτηκε η καρδιά μου, ένοιωσα πως θα πέθαινα, και τότε ··· τότε ξύπνησα.






Είχε αρχίσει να χαράζει, δεν είχε ξημερώσει ακόμα, είν’ αλήθεια, μα θάτανε περίπου έξι η ώρα. Ξανάνοιξα τα μάτια μου καθισμένος στην πολυθρόνα μου. Το κερί μου είχε λειώσει ως το τέλος, και στο δωμάτιο του λοχαγού όλοι κοιμόνταν, γύρω βασίλευε, πολύ σπάνιο πράγμα, η σιωπή. Η πρώτη μου κίνηση ήτανε να πηδήξω όρθιος απ’ την πολυθρόνα μου, γεμάτος κατάπληξη· ποτές δε μούχε ξανατύχει τέτοιο πράγμα και μάλιστα — αυτό ήτανε τιποτένια λεπτομέρεια, να κοιμηθώ έτσι δα στην πολυθρόνα μου. Ξαφνικά, ενώ σηκωνόμουν και συνερχόμουνα, το μάτι μου έπεσε πάνω στο γεμάτο κι έτοιμο περίστροφο — μα αμέσως τόσπρωξα μακριά μου. Ω! να ζήσω, τώρα θέλω να ζήσω! Σήκωσα ψηλά τα χέρια μου, και προσευχήθηκα στην αιώνια Αλήθεια· δεν προσευχόμουν, έκλαιγα, και μια ζέση, μία απροσμέτρητη ζέση μου αναστάτωνε όλο μου το είναι. Ναι, να ζήσω και να κηρύξω! Αμέσως έκανα το τάμα να κηρύξω και — εννοείται — για τη ζωή! Θα πήγαινα να κηρύξω, ήθελα να κηρύξω — τι; Την Αλήθεια, αφού την έβλεπα, την έβλεπα με τα μάτια μου, την έβλεπα σ’ όλη της τη δόξα!


Κι από τότες, όλο κηρύττω! Κι από τότε, αγαπώ όλους όσους γελούν μαζί μου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους. Γιατί; … Δεν ξέρω κι ούτε μπορώ να το εξηγήσω, μα δεν έχει σημασία που είναι έτσι. Λένε πως τώρα πια έχω πάρει στραβό δρόμο, ή μάλλον πως αφού από τώρα έχω πάρει στραβό δρόμο τι θα γίνει παραπέρα; Ολοκάθαρη αλήθεια: πήρα στραβό δρόμο, κι ίσως τα πράγματα να πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο. Βέβαια, πολλές φορές θα γελαστώ ώσπου ν’ ανακαλύψω πώς πρέπει να κηρύττω, δηλαδή με τι λόγια και τι πράξεις, γιατί δεν είναι εύκολο αυτό. Όλ’ αυτά, τα βλέπω από τώρα ολοφάνερα, μα ακούστε: και ποιος δεν παίρνει στραβό δρόμο; Κι όμως όλοι περπατούν και τείνουν προς τον ίδιο σκοπό, από τον πιο σοφό ως τον χειρότερο ληστή, μόνο που βαδίζουν από διαφετικούς δρόμους. Αυτή είναι παλιά αλήθεια, μα να και κάτι καινούργιο: δεν μπορεί να γελιέμαι πολύ. Γιατί την είδα την αλήθεια, το είδα και το ξέρω πως μπορούνε οι άνθρωποι να είναι ωραίοι κι ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν την ικανότητά τους να ζήσουνε στη γης. Δε θέλω κι ούτε μπορώ να πιστέψω πως το κακό είναι η φυσική κατάσταση των ανθρώπων. Και ομως, μόνο γι’ αυτή μου την πεποίθηση με κοροϊδεύουν. Μα πώς να μη με πιστέψουν; Την είδα την αλήθεια, δεν την έβγαλα απ’ το μυαλό μου, την είδα, λέω, την είδα, κι η ζωντανή εικόνα της μου γέμισε για πάντα την ψυχή μου. Την είδα σε τόση απόλυτη τελειότητα, που δεν μπορώ να πιστέψω πως δε θα υπήρχε στους ανθρώπους. Πώς λοιπόν πήρα στραβό δρόμο; Βέβαια και θα πλανηθώ πολλές φορές κι ίσως να πω αταίριαστα λόγια, μα όχι για πολύ. Η ζωντανή εικόνα που είδα είναι πάντα μπροστά στα μάτια μου, και θα με ανορθώνει και θα με κατευθύνει. Ω! είμαι γενναίος, εγώ, έχω γερές δυνάμεις, και θα προχωρήσω, έστω και για χίλια χρόνια. Βλέπετε, στην αρχή ήθελα να το κρύψω πως τους είχα όλους διαφθείρει … κι όμως, ήτανε σφάλμα, ήτανε κιόλας το πρώτο σφάλμα. Μα η Αλήθεια μούπε σιγανά πως έλεγα ψέματα, και με προφύλαξε, και με καθοδήγησε. Πώς να κάνω, για να φτιάξω τον παράδεισο; — Δεν ξέρω, γιατί δεν ξέρω να το εκφράσω με λόγια. Από τότε που είδα το όνειρο, ξέχασα να μιλάω, ή τουλάχιστον ξέχασα τις κυριώτερες κι απαραίτητες λέξεις. Μα τι σημασία έχει; θα πάω και θα τα πω όλα, ακούραστα, γιατί το είδα με τα μάτια μου, κι ας μην ξέρω να πω αυτά που είδα. Αυτοί οι καλλίτεροι δε θα το καταλάβουν. «Όνειρο, λένε, είδε εφιάλτη, παραίσθηση> …» Ε… ε… όλ’ αυτά δεν είναι σπουδαίες εξυπνάδες. Κι όμως είναι αρκετά περήφανοι! Όνειρο; Μα μήπως όνειρο δεν είναι η ζωή μας; Και μάλιστα θάλεγα τι σημασία έχει, τι σημασία έχει αν δεν ξανάρθει ποτέ πια ο παράδεισος κι αν δεν υπάρχει πια (αφού σας λέω, το καταλαβαίνω), κι όμως, εγώ θα κηρύξω τον παράδεισο. Κι όμως, τι απλό που είναι! θα μπορούσαν μέσα σε μια μέρα, μέσα σε μιαν ώρα μόνο, να ξαναγίνουν όλα. Το ουσιώδες, είναι ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας, ναι, αυτό είναι το ουσιώδες και το παν, χωρίς να χρειάζεται τίποτ’ άλλο: τότε, αμέσως θα ξέρουμε πώς να χτίσουμε τον παράδεισο. Κι όμως, αυτή είναι παμπάλαια αλήθεια, την έχουμε διαβάσει και αναμασήσει εκατομμύρια φορές, μα δεν παύει να είναι αποτελεσματική. «Η συνείδηση της ζωής είναι ανώτερη απ’ τη ζωή· η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι ανώτερη, από την ευτυχία». Αυτά πρέπει να καταπολεμήσουμε! Και θα παλέψω. Φτάνει να το θελήσουν όλοι, κι αμέσως όλα θα χτιστούν.


Όσο για το κοριτσάκι, έψαξα να το βρω … Και θα εξακολουθήσω να ψάχνω, να ψάχνω!


Μετάφραση: Σωτήρης Γουνελάς










Ολόκληρο το έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι διαπερνά ένας πυρετός αγωνίας για το έγκλημα που διασκορπίζει τις ανθρώπινες υπάρξεις στο όνομα των μεγάλων ιδεών της αδελφοσύνης και της ελευθερίας. Όλα του τα μυθιστορήματα τα διαπνέει ένας διαρκής σαρκασμός, ένα κίτρινο χρώμα απέναντι στην υποκρισία του παράλογου κόσμου που δημιουργήθηκε στο όνομα της λογικής, οι ήρωες του δεν είναι άλλοι από εμάς τους ίδιους δημιουργοί και καρικατούρες του κόσμου αυτού.


Ο συντηρητισμός του Ντοστογιέφσκι απέναντι στον μηδενισμό που προάγανε οι νέες ιδέες των επιστημών και των ιδεολογισμών του 19ου αιώνα ( ιδέες που στην σκιά των αποτελεσμάτων τους ζούμε σήμερα ) έκανε πολλούς να τον κατηγορήσουν πως ήταν ενάντια στην ιδέα της ανθρώπινης χειραφέτησης και πως προτιμούσε αντί αυτής την ανάδυση σε μια εποχή πανσλαβικού Τσαρισμού και Θρησκευτικής ταπείνωσης. Ποιος όμως μπορεί να κρίνει τον άνθρωπο Ντοστογιέφσκι που στην πορεία της ζωής του γνώρισε διαρκείς εξορίες, φυλακίσεις, ανέχεια και εξευτελισμό και όμως κατεχόταν από ένα τεράστιο πάθος για την ζωή, αλλά το κυριότερο ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που μπορούσε να διακρίνει με ξάστερη διαύγεια την υποκρισία και την αντίφαση των νέων ιδεών που σκλάβωναν τον κόσμο με νέα δεσμά; Δεν υπάρχει άλλωστε πιο οξυδερκής και με πιο μεστό τρόπο ειπωμένη κριτική για τον σοσιαλισμό όπως αυτή στο «Όνειρο ενός γελοίου» , γράφει: «Βγήκαν οι άνθρωποι και άρχισαν να ερευνούν για να αναδιοργανώσουν την κοινωνία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς να πάψει ο καθένας να αγαπάει τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους να μην είναι πρόσκομμα στους άλλους» .


Πώς να πραγματοποιήσεις το ιδανικό της «αδελφωμένης ανθρωπότητας» Σοσιαλισμέ την ίδια στιγμή που κηρύττεις τον «μοναδικό και τον εγωισμό» ως ιδεώδες; Αυτή την θεμελιώδη οντολογική αντίφαση ο Ντοστογιέφσκι είχε ως κεντρικό θέμα κριτικής στο «Έγκλημα & Τιμωρία», «Δαιμονισμένοι» και «Αδελφοί Καραμαζώφ». Όμως σε κανένα άλλο έργο δεν έγραψε τόσο διακριτά για την θετική εικόνα του για μια ανθρωπινή ανθρωπότητα όσο στο μικρό φανταστικό διήγημα το «Όνειρο ενός γελοίου».


Είχε την επίγνωση πως μια ζωή άξια του ονόματος της μπορεί να βιωθεί αληθινά σε αυτό τον κόσμο ανάμεσα από αυτούς τους ίδιους τους ανθρώπους αρκεί «αν όλος ο κόσμος ήθελε να θέλει, και όλα θα είχανε γίνει κιόλας» και όμως ήξερε καλά πως όποιος μιλούσε για το ιδανικό αυτό μόνο γελοίος θα φάνταζε στους υπολοίπους. Σε ένα κόσμο φτιαγμένο από άσπλαχνη λογική και πολιτική ορθότητα μόνο ένας «γελοίος άνθρωπος» είναι ικανός για τέτοια όνειρα.


Πασχαλινές κατασκευές για παιδιά

Ήρθε η ώρα για φανταστικές παιδικές κατασκευές που θα γεμίσουν δημιουργικά και τον χρόνο των παιδιών σας! 15 παιδικές πασχαλινές κατασκευές ...