Αξίζεις μια αγάπη που να σε αγαπά ξεχτένιστη,
Αξίζεις μια αγάπη που να σε αγαπά ξεχτένιστη,
Ο Jalaluddin Rumi ήταν Πέρσης ποιητής που έζησε τον 13ο αιώνα, γνωστός μουσουλμάνος λόγιος, δάσκαλος του δικαίου, θεολόγος και μυστικιστής Σούφι. Το έργο του δημιούργησε τεράστια επιρροή λόγω της ικανότητάς του να σπάει κάθε φράγμα πέρα από τον χώρο, τα έθνη, τον χρόνο, τη γλώσσα και την πνευματικότητα.
Ο Shahram Shiva, βραβευμένος μεταφραστής και μελετητής του Rumi, το έθεσε καλύτερα όταν είπε το εξής: «Ο κόσμος του Rumi δεν είναι ούτε αποκλειστικά ο κόσμος ενός Σούφι, ούτε ενός Ινδουιστή, ούτε ενός Εβραίου, ούτε ενός Χριστιανού. Είναι η κατάσταση ενός εξελιγμένου ανθρώπου, ενός άνθρωπου ο οποίος δεν δεσμεύεται από πολιτιστικούς περιορισμούς και μπορεί να αγγίξει καθένα από εμάς. Στην εποχή μας, ποιήματα του Rumi ακούγονται σε εκκλησίες, συναγωγές, μοναστήρια Ζεν, καθώς και στο κέντρο της Νέας Υόρκης σε καλλιτεχνικές / θεατρικές / μουσικές σκηνές».
Το πλήθος των θεμάτων που αυτός ο απίστευτος ποιητής έχει καλύψει είναι κάτι περίπλοκο αλλά και όμορφο. Αυτός είναι ο λόγος που έχει προσελκύσει τόσο πολλούς ανθρώπους από τόσες πολλές γωνιές του κόσμου. Είναι βέβαιο ότι εκείνος μπορεί να περιγράψει κάτι με τον καλύτερο τρόπο. Έχει κερδίσει μεγάλο σεβασμό μέσα από τη δύναμη των λόγων του και ειδικά όταν πρόκειται για τη δύναμη της αγάπης.
Παρακάτω θα βρείτε 20 αποφθέγματα για την αγάπη που καλύπτουν τόσο την ανάγκη ύπαρξης αγάπης απέναντι στον εαυτό μας όσο και τον δεσμό ανάμεσα σε 2 ανθρώπους.
1. «Οι εραστές δεν συναντιούνται σε κάποιο σημείο. Βρίσκονται ο ένας μέσα στον άλλο συνεχώς».
2. «Αγάπη είναι να πετάς σε έναν μυστικό ουρανό και να κανείς 100 πέπλα να πέφτουν κάθε στιγμή. Πρώτα απελευθερώσου από τη ζωή. Τέλος, κάνε ένα βήμα χωρίς πόδια».
3. «Ο στόχος σου δεν είναι να αναζητήσεις την αγάπη, αλλά απλώς να αναζητήσεις και να βρεις όλα τα εμπόδια που υπάρχουν μέσα σου και που έχεις υψώσει εναντίον της».
4. «Πρέπει να εγκαταλείψεις 1000 μισές αγάπες προκειμένου να έχεις μια ολόκληρη».
5. «Όσες περιγραφές και να χρησιμοποιήσουμε για να εξηγήσουμε την αγάπη, όταν ερωτευόμαστε ντρεπόμαστε για τις ίδιες μας τις λέξεις».
6. «Η αγάπη είναι η γέφυρα ανάμεσα σε εσένα και οτιδήποτε άλλο».
7. «Αν δεν με βρεις μέσα σου, δεν θα με βρεις ποτέ. Διότι βρίσκομαι μαζί σου από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μου».
8. «Οι εξηγήσεις μέσω των λέξεων κάνουν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα, αλλά η αγάπη χωρίς εξηγήσεις είναι πιο ξεκάθαρη».
9. «Τα λόγια είναι αδύναμα ως προς την έκφραση της αγάπης».
10. «Μόνο με την καρδιά μπορείς να αγγίξεις τον ουρανό».
11. «Άφησε την ομορφιά αυτού που αγαπάς να γίνει αυτό που κάνεις».
12. «Είμαι δικός σου. Μην με δώσεις πίσω στον εαυτό μου».
13. «Όταν είμαι μαζί σου, μένουμε ξύπνιοι όλη τη νύχτα. Όταν δεν είσαι εδώ, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δοξάζω τον Θεό για τις 2 αυτές ξαγρύπνιες αλλά και για τη διαφορά ανάμεσά τους».
14. «Θέλω να σε κοιτάζω. Γνωρίζω τη φωνή σου. Σε αναγνωρίζω όταν έρχεσαι από τη γωνιά του δρόμου. Νιώθω το άρωμά σου όταν μπαίνω σε ένα δωμάτιο από το οποίο μόλις έχεις φύγει. Γνωρίζω τον τρόπο που ανασηκώνεις τη φτέρνα σου όταν περπατάς, τον τρόπο που γλιστρά το πόδι σου. Μου είναι οικείος ο τρόπος που κλείνεις τα χείλη σου και ύστερα μόλις που τα ανοίγεις και τότε έρχομαι να σε φιλήσω. Θέλω να νιώσω τη χαρά όταν ψιθυρίζεις «κι άλλο».
15. «Μέσα στο δικό σου φως μαθαίνω να αγαπώ. Μέσα στην ομορφιά σου, μαθαίνω να γράφω ποιήματα. Χορεύεις μέσα στο στήθος μου, εκεί που κανείς δεν σε βλέπει παρά μόνο μερικές φορές εγώ, και τότε αυτό το θέαμα γίνεται τέχνη».
16. «Οι αποχαιρετισμοί αφορούν μόνο εκείνους που αγαπούν με τα μάτια τους. Για όσους αγαπούν με την καρδιά και την ψυχή τους, δεν υπάρχει χωρισμός».
17. «Υπάρχουν 2 είδη ανθρώπων που δεν μένουν ποτέ ικανοποιημένοι – ο εραστής του κόσμου και ο εραστής της γνώσης».
18. «Όπου κι αν βρίσκεσαι και ό,τι κι αν κάνεις, ας γίνεται με αγάπη».
19. «Αφέσου σιωπηλά στην παράξενη έλξη αυτού που αγαπάς πραγματικά. Δεν θα σε οδηγήσει σε λάθη».
20. «Πέρα από την έννοια των σωστών και των λάθος πράξεων, υπάρχει ένα πεδίο. Εκεί θα σε συναντήσω».
«Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Χαμογέλα γυναίκα
να χαμογελάς πάντα στη ζωήΤόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ’ η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!
«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Όπως βλέπετε, σ’ αυτά τα πενήντα τετραγωνικά εργάζομαι και ζω εδώ και πολλά χρόνια. Ούτε είχα ούτε θα ήθελα να έχω ποτέ περισσότερα.
Όχι ότι παρασταίνω τον ασκητή. Ο άνθρωπος, πιστεύω, δεν πρέπει να στερείται από τίποτα. Πρέπει, όμως, να αρκείται και στα απαραίτητα. Η πολυτέλεια, το περιττό, σε απομακρύνουν από το ουσιώδες, σε διαλύουν.
Είμαι υπέρ της "βασικής ζωής" και αυτή θα έπρεπε νομίζω να εξασφαλίζει σε όλους μια ιδανική πολιτεία. Σημειώστε ότι χρειάστηκε να φτάσω στα μισά της ζωής μου για να την εξασφαλίσω κι εγώ.
Ναι, αγαπώ τ’ αντικείμενα και ζω μαζί τους. Όταν ταξιδεύω, μου λείπουν. Τίποτα απ’ ό,τι βλέπετε εδώ δεν είναι ακριβό ή πολύτιμο. Έχουν, όμως, όλα για μένα μια σημασία, συνδέονται με την ποίησή μου, τη ζωή μου, τα ταξίδια μου. (…)»
Στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η Καθημερινή»,
2 Νοεμβρίου 1975
**************************«Δεν είμαι καμωμένος για τη βιτρίνα»
«Όσο περνάν τα χρόνια, τόσο και περισσότερο η δημοσιότητα με τρομάζει. Με απωθεί, θα έλεγα.
Ως και τα βιβλία μου, όταν τα βλέπω στη βιτρίνα, αισθάνομαι παράξενα.
Τι να με κάνετε, λοιπόν, εμένα; Δεν είμαι καμωμένος για τη βιτρίνα.
Πολλοί νομίζουν ότι αυτό είναι έλλειψη φιλοδοξίας.
Καθόλου.
Απλούστατα, δεν καταλαβαίνω τι σόι φιλοδοξία είναι να είσαι δαχτυλοδειχτούμενος και να σε υποδέχονται με χειροκροτήματα. Εμένα η φιλοδοξία μου είναι να αισθάνομαι τρυπωμένος με τη μορφή βιβλίων στην τσάντα κάποιου νέου ή κάποιας κοπέλας, σε ώρες μοναξιάς.
Η μυστική επικοινωνία είναι το παν. Και η διάρκεια.
Ποίηση, για μένα, είναι πόλεμος προς τον χρόνο και τη φθορά. Κλεισμένος στα πενήντα τετραγωνικά μου, συνεχίζω αυτόν τον πόλεμο.
Και άσχετα εντελώς αν βγαίνω νικητής ή όχι, σε μια τέτοιου είδους μάχη, ομολογώ, βρίσκω την ύψιστη ικανοποίηση.
Σε μιαν εποχή θριάμβου των ποσοτικών εκτιμήσεων, βλέπω την ποίηση σαν τη μόνη ενδεδειγμένη να διαφυλάξει το ιερό και απαραβίαστο της ανθρώπινης προσωπικότητας».
Στον Γιάννη Φλέσσα, «Το Βήμα της Κυριακής»,
24 Δεκεμβρίου 1978
Πάρε το βλέμμα σου από τα πόδια σου… Κοίταξε πέρα, μακριά, στον ορίζοντα… Εκεί σε περιμένει η ζωή… Μπροστά… Αλκυόνη Παπαδάκη
Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο:
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ
φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ
τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν
τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα
λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη,
ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν
μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις
πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει
ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί,
πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ
θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα
σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου,
τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις
οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη
μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα
καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε, μὲ διώχνει –
θέλω νὰ πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε,
τὰ κάδρα ρίχνονται σὰ νὰ βουτᾶνε στὸ κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου
ἀπ' τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινὸ διάδρομο
ὅπως πέφτει τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τὰ γόνατά της
ἢ ὅπως πέφτει μιὰ λουρίδα φεγγάρι στὴν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή – ὄχι ἡ φωτογραφία ποὺ κοιτᾶς μὲ τόση δυσπιστία
λέω γιὰ τὴν πολυθρόνα, πολὺ ἀναπαυτική,
μποροῦσες ὦρες ὁλόκληρες νὰ κάθεσαι
καὶ μὲ κλεισμένα μάτια νὰ ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
– μιὰν ἀμμουδιὰ στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπὸ φεγγάρι,
πιὸ στιλβωμένη ἀπ' τὰ παλιὰ λουστρίνια μου ποὺ κάθε μήνα τὰ δίνω στὸ στιλβωτήριο
- τῆς γωνίας,
ἢ ἕνα πανὶ ψαρόβαρκας ποὺ χάνεται στὸ βάθος
λικνισμένο ἀπ' τὴν ἴδια του ἀνάσα,
τριγωνικὸ πανὶ σὰ μαντίλι διπλωμένο λοξὰ μόνο στὰ δυὸ
σὰ νὰ μὴν εἶχε τίποτα νὰ κλείσει ἢ νὰ κρατήσει
ἢ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σὲ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου
εἶχα μανία μὲ τὰ μαντίλια,
ὄχι γιὰ νὰ κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἢ χαμομήλι μαζεμένο στοὺς ἀγροὺς μὲ τὸ λιόγερμα
ἢ νὰ τὸ δέσω τέσσερις κόμπους σὰν τὸ ἀντικρυνὸ γιαπὶ
ἢ νὰ σκουπίζω τὰ μάτια μου – διατήρησα καλὴ τὴν ὅρασή μου,
ποτέ μου δὲν φόρεσα γυαλιά. Μιὰ ἁπλὴ ἰδιοτροπία τὰ μαντίλια ...
Τώρα τὰ διπλώνω στὰ τέσσερα, στὰ ὀχτώ, στὰ δεκάξι
ν' ἀπασχολῶ τὰ δάχτυλά μου. Καὶ τώρα θυμήθηκα
πὼς ἔτσι μετροῦσα τὴ μουσικὴ σὰν πήγαινα στὸ Ὠδεῖο
μὲ μπλὲ ποδιὰ κι ἄσπρο γιακά, μὲ δυὸ ξανθὲς πλεξοῦδες
– 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη ἀπ' τὸ χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς
ὅλο φῶς καὶ ρὸζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αὐτὰ τὰ λόγια κακὴ συνήθεια) – 32, 64, –
κι οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στὸ μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σοῦ 'λεγα γιὰ τὴν πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τὰ ἄχερα –
ἔλεγα νὰ τὴν πάω δίπλα στὸ ἐπιπλοποιεῖο,
μὰ ποῦ καιρὸς καὶ λεφτὰ καὶ διάθεση – τί νὰ πρωτοδιορθώσεις; –
ἔλεγα νὰ ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της – φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σὲ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθισαν
ἄνθρωποι ποὺ ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα,
ὅπως κι ἐσὺ κι ὅπως κι ἐγὼ ἄλλωστε,
καὶ τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τὸ χῶμα
δίχως νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπ' τὴ βροχὴ ἢ τὸ φεγγάρι.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Θὰ σταθοῦμε λιγάκι στὴν κορφὴ τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἁι-Νικόλα,
ὕστερα ἐσὺ θὰ κατηφορίσεις κι ἐγὼ θὰ γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερὸ πλευρό μου τὴ ζέστα
ἀπ' τὸ τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ σακακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικὰ τετράγωνα φῶτα ἀπὸ μικρὰ συνοικιακὰ παράθυρα
κι αὐτὴ τὴν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τὸ φεγγάρι
πού 'ναι σὰ μιὰ μεγάλη συνοδεία ἀσημένιων κύκνων –
καὶ δὲ φοβᾶμαι αὐτὴ τὴν ἔκφραση, γιατί ἐγὼ
πολλὲς ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μὲ τὸ Θεὸ ποὺ μοῦ ἐμφανίστηκε
ντυμένος τὴν ἀχλὺ καὶ τὴν δόξα ἑνὸς τέτοιου σεληνόφωτος,
καὶ πολλοὺς νέους, πιὸ ὡραίους κι ἀπὸ σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκὴ κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι μὲς στὴ λευκή μου φλόγα,
στὴ λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν
κι ἀπ' τὴ δισταχτικὴν ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
πολιορκημένη ἀπὸ ἐξαίσια, ἡλιοκαμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στὸ κολύμπι, στὸ κουπί, στὸ στίβο,
στὸ ποδόσφαιρο (ποὺ ἔκανα πὼς δὲν τά 'βλεπα)
μέτωπα, χείλη καὶ λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καὶ μάτια,
στέρνα καὶ μπράτσα καὶ μηροί (κι ἀλήθεια δὲν τά 'βλεπα)
– ξέρεις, καμμιὰ φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου –
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν
σὲ μιὰν ἀποθέωση ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπὸ μέσα,
ἄλλος δρόμος δέ μοῦ 'μενε παρὰ μονάχα πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω.
Ὄχι, δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
ὸ ξέρω ἡ ὥρα εἶναι πιὰ περασμένη. Ἄφησε μέ,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καὶ νύχτες καὶ πορφυρὰ μεσημέρια,ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καὶ πάναγνη,
ἀκόμη στὴ συζυγική μου κλίνη πάναγνη καὶ μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σὲ διαβεβαιῶ, θὰ μένουνε σὰ λαξευμένοι σὲ ἄμεμπτο μάρμαρο
πέρα ἀπ' τὴ ζωή μου καὶ τὴ ζωή σου, πέρα πολύ. Δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.
Τοῦτο τὸ σπίτι δὲ μὲ σηκώνει πιά.
Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ σηκώνω στὴ ράχη μου.
Πρέπει πάντα νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις,
νὰ στεριώνεις τὸν τοῖχο μὲ τὸ μεγάλο μπουφὲ
νὰ στεριώνεις τὸν μπουφὲ μὲ τὸ πανάρχαιο σκαλιστὸ τραπέζι
νὰ στεριώνεις τὸ τραπέζι μὲ τὶς καρέκλες
νὰ στεριώνεις τὶς καρέκλες μὲ τὰ χέρια σου
νὰ βάζεις τὸν ὦμο σου κάτω ἀπ' τὸ δοκάρι ποὺ κρέμασε.
Καὶ τὸ πιάνο, σὰ μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δὲ τολμᾶς νὰ τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις, μὴν πέσουν, μὴν πέσεις. Δὲν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Τοῦτο τὸ σπίτι, παρ' ὅλους τοὺς νεκρούς του, δὲν ἐννοεῖ νὰ πεθάνει.
Ἐπιμένει νὰ ζῇ μὲ τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τὴ βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καὶ νὰ νοικοκυρεύει ἀκόμη τοὺς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια καὶ ράφια.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.
Ἐδῶ, ὅσο σιγὰ κι ἂν περπατήσω μὲς στὴν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μὲ τὶς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θὰ τρίξει – ἕνα τζάμι ραγίζει ἢ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται – δὲν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στὸ δρόμο μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούγονται τοῦτα τὰ βήματα –
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα –
κι ἂν κάνεις νὰ κοιτάξεις σ' αὐτὸν ἢ τὸν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τὴν σκόνη καὶ τὶς ραγισματιές,
διακρίνεις πιὸ θαμπὸ καὶ πιὸ τεμαχισμένο τὸ πρόσωπό σου,
τὸ πρόσωπό σου ποὺ ἄλλο δὲ ζήτησες στὴ ζωὴ
παρὰ νὰ τὸ κρατήσεις καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τὰ χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στὸ φεγγαρόφωτο
σὰν κυκλικὸ ξυράφι πῶς νὰ τὸ φέρω στὰ χείλη μου;
ὅσο κι ἂν διψῶ – πῶς νὰ τὸ φέρω; – Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιὰ παρομοιώσεις – αὐτὸ μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτὸ μὲ βεβαιώνει ἀκόμη πὼς δὲν λείπω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση
πὼς ἔξω ἀπ' τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης
μὲ τὴ γριὰ βαρειά του ἀρκούδα
μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο
ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο
καὶ δὲν τ' ἁφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο ποὺ πίσω ἀπ' τοὺς τοίχους
μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας
κι ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί
ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια
δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της
νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους, τοὺς ἀπαιτητικούς,
καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα
ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση,
τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων,
τοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ
μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου ἔστω κι ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου
τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς
ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἂπ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιός μπορεῖ νὰ παίξει ὣς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι;
Κι ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται
ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της,
χαμογελῶντας μὲ τὰ σκισμένα χείλη της στὶς πενταροδεκάρες
ποὺ τῆς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιὰ
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἰναι ἀνυποψίαστα)
καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατὶ οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε
τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Τοῦτο τὸ σπίτι μὲ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
ἶναι σὰν τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Τὰ μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σὰ στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τὰ πιάτα σαλεύουν ἀργὰ σὰν τὶς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στὰ μαλλιά μου
δὲν μπορῶ νὰ τὰ ξεκολλήσω ὕστερα,
δὲν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στὴν ἐπιφάνεια –
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τὰ χέρια ἄηχος – σωριάζομαι
καὶ βλέπω τὶς φυσαλίδες ἀπ' τὴν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ἀνεβαίνουν
καὶ προσπαθῶ νὰ διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θὰ λέει ἂν κάποιος βρίσκεται ἀπὸ πάνω καὶ βλέπει αὐτὲς τὶς φυσαλίδες,
τάχα πὼς πνίγεται κάποιος ἢ πὼς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τοὺς βυθούς;
Κι ἀλήθεια δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀνακαλύπτω ἐκεῖ,
στὸ βάθος τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ θυσαυροὺς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καὶ χτεσινὰ καὶ σημερινὰ μελλούμενα,
μιὰν ἐπαλήθευση σχεδὸν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιὰν εὐτυχία, μιὰ μέθη, κι ἐνθουσιασμὸν ἀκόμη,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ ζαφείρια,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω νὰ τὰ δώσω – ὄχι, τὰ δίνω,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω ἂν μποροῦν νὰ τὰ πάρουν – πάντως ἐγὼ τὰ δίνω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Μιὰ στιγμή, νὰ πάρω τὴ ζακέτα μου.
Τοῦτο τὸν ἄστατο καιρό, ὅσο νά 'ναι, πρέπει νὰ φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τὰ βράδυα, καὶ τὸ φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πῶς ἐπιτείνει τὴν ψύχρα;
Ἄσε νὰ σοῦ κουμπώσω τὸ πουκάμισο τί δυνατὸ τὸ στῆθος σου,
– τί δυνατὸ φεγγάρι – ἡ πολυθρόνα, λέω
κι ὅταν σηκώνω τὸ φλιτζάνι ἀπ' τὸ τραπέζι
μένει ἀπὸ κάτω μιὰ τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τὴν παλάμη μου ἐπάνω
νὰ μὴν κοιτάξω μέσα – ἀφήνω πάλι τὸ φλιτζάνι στὴ θέση του,
καὶ τὸ φεγγάρι μιὰ τρύπα στὸ κρανίο τοῦ κόσμο μὴν κοιτάξεις μέσα,
ἔχει μιὰ δύναμη μαγνητικὴ ποὺ σὲ τραβάει μὴν κοιτάξεις, μὴν κοιτάχτε,
ἀκοῦστε μὲ πού σᾶς μιλάω θὰ πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος θὰ πέσεις –
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τὸ φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καὶ βουβὰ φτερά, μυστηριακὲς φωνὲς δὲν τὶς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθὺ τὸ πέσιμο,
βαθύ-βαθὺ τὸ ἀνέβασμα,
τὸ ἀέρινο ἄγαλμα κρουστὸ μὲς στ' ἀνοιχτὰ φτερά του,
βαθειά-βαθειὰ ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς –
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης,
ὅπως ταλαντεύεσαι μὲς στὸ ἴδιο σου τὸ κῦμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος – πρόσεξε, θὰ πέσεις. Μὴν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τὸ ταλάντευμα ὁ ἐξαίσιος ἴλιγγος.
Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμμιὰν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο
ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καὶ πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ἑτοιμάζω δυὸ ποιός νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον; –
ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει
ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας
ἀπ' τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει
μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου,
χωρὶς καθόλου βαλίτσες τί νὰ τὶς κάνεις;
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...
Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δὲ θὰ ἔρθω. Καληνύχτα.
Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νὰ βγῶ ἀπ' αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία – ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι
τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της
τὴν πολιτεία πού μᾶς ἀντέχει στὴ ράχη της
μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας,
μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας –
ν' ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου
μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θὰ ἔκρυψε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιὰ πολὺ γνωστὴ μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ "Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος", μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικὸ κι ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἁι-Νικόλα, πρὶν κατέβει τὴ μαρμάρινη σκάλα, θὰ γελάσει – ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νὰ εἶναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ: "Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς". Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναῖκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἂπ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνίες τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μιὰν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωή, ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει...)