Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Τάσος Λειβαδίτης, ο εραστής των λέξεων

Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές που οι λέξεις του συνεχίζουν να ταξιδεύουν και να αγγίζουν τις καρδιές των ερωτευμένων. Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο, θεωρείται μαέστρος των συναισθημάτων, που τα αποδίδει στα λυρικά ποιήματά του με μοναδική επιδεξιότητα.

Είναι ένας ποιητής που μπορεί να απευθυνθεί στον καθένα, ένας συνομιλητής που η συζήτηση μαζί του αλλάζει αναλόγως με την ηλικιακή φάση που βρίσκεται ο αναγνώστης. Οι στίχοι του που έχουν χαραχτεί για τον έρωτα, συχνά «περνούν» τα ιστορικά φράγματα και καταλήγουν στο υπαρξιακό τέλος.

Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922 εν μέσω πολεμικών αναταραχών. Μεγαλώνοντας, απέκτησε έντονη πολιτική συνείδηση, γι’ αυτό και οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ.  Το 1946, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, τη Μαρία Λογοθέτη, στην οποία είναι αφιερωμένο και το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς, με συνέπεια να εξοριστεί από το 1945 έως το 1951. Ο ποιητής επιβίωσε από πολέμους και έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο, μέχρι να επιστρέψει ξανά σπίτι του.

Το 1955, δικάστηκε στο Πενταμελές Eφετείο για το έργο του, «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (βλ. τέλος). Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων, παρακολούθησαν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα για να διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Συγκίνησε όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά τον αθωώσουν πανηγυρικά.

«Γι’ αυτό σου λέω.

Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.

Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»

Συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή» (1954 – 1980) και  το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962 – 1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967 – 1974) ασχολήθηκε – για βιοποριστικούς λόγους – με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά, παράλληλα δε, στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν, αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής,  μια στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίηση αυτής της περιόδου, με έμφαση στον «Νυχτερινό επισκέπτη».

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή» που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα το 1988 (ήταν μόνο 66 ετών) από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκαν ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

Πίναμε όλη νύχτα, «ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική;», τον
ρώτησα, «δεν είναι μουσική», μου λέει. «Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου.»

Τιμήθηκε με Α΄ Βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας Βαρσοβίας (1953) για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», Α΄ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957, για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι»), Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976, για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979, για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).

Την πρώτη φορά

που ενέδωσα, σκέφτηκα ύστερα

απελπισμένος να πάω να πνιγώ.

Τη δεύτερη φορά

μου αρκούσε να
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.

Τώρα
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Λοΐζο και άλλους αξιόλογους Έλληνες συνθέτες. Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από σπαρακτική υπαρξιακή αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας. Στη δεύτερη φάση του έργου του εκδηλώθηκε ως εσωτερική αναδίπλωση/αναζήτηση νοήματος στη ζωή, μετά από τη διάψευση προσδοκιών και θυσιών των συν-αγωνιστών για έναν καλύτερο και πιο δημοκρατικό κόσμο.

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο για να κοιμάμαι, τους συγχωρώ έναν έναν όλους.

 

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου

(απόσπασμα του έργου του)

Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες
φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-
τσάρουν στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε

έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα
Μνημόσυνο για τους πεσόντες
Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω απ’ τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’ τις
καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω απ’ τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά
Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου
αλληλούια
φυσάει

Ένας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ’ ασβέστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
αλληλούια
φυσάει μες απ’ τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε
τις πόρτες των πολιτειών
φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών

Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
….
Οι νεκροί
προχωράνε
αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες

Επιτεθήτε
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις
αυλές
ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε από κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει με-
γαλώνει

Μια απέραντη θέρμη απο χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ’ ουρανού απ’ τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε από πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για νάρθουμε
φάτσες σημαδεμένες απ’ τα οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλ-
λοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη
του κόσμου
ειρήνη

Σφυρίζουν τα τραίνα
μια μεγάλη βουή απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα
σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά
σαν λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να υφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη

Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι

Σαν μια αστράπη το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ’ τους αγκώνες του
πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν
αξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
– θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα

Οι τυφλοί πίσω απ’ το σκοτάδι τους με τρεμέμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν’ ανατείλει
είμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ’ τις σκαλωσιές
εμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
εμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λυωμένα μέταλλα
ειρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται απ’ τα χνώτα μας και τα φυσερά μας

Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομμένοι
βρώμικοι
μην πιστεύοντας στο Θεό
κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό
τη δύναμη τους
είμαστε εμείς που κλαίμε σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου
εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου
είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ’ όλες τις γλώσσες του
κόσμου
ειρήνη
ειρήνη

Προχωράνε απ’ όλα τα σημεία της γης
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στο
κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου

Και πίσω έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη

via

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Μενέλαος Λουντέμης, ο επίγειος Polaris


Polaris, αλλιώς Αστέρι του Βορρά, είναι η διεθνής ονομασία για τον βόρειο πολικό αστέρα και ταιριάζει απόλυτα ως χαρακτηρισμός για έναν και μόνο συγγραφέα, αυτόν με το ψευδώνυμο Μενέλαος Λουντέμης. Το χλωμό πεινασμένο αγόρι, που γνώρισαν οι “Ανωνυμίτες“, με τη δυστυχία στο βλέμμα, τη γλυκιά φωνή και το κουτσό δεξί πόδι, λεγόταν Μήτσος Βαλασιάδης. Αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του Μενέλαου Λουντέμη πριν εμπνευστεί το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία (Ludias) της μετέπειτα πατρίδας του. Ο χωρατατζής μίμος που κοιμόταν στα παγκάκια, έπαιζε κιθάρα και λάτρευε τις ρώσικες μελωδίες γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης το 1912 και ήρθε στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922. Ζούσε, αρχικά, στην περιοχή της Έδεσσας επιβιώνοντας με όποια δουλειά του τύχαινε: λούστρος, σερβιτόρος, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου.


Ο Μ. Λουντέμης με την προμηθεϊκή σπίθα στην καρδιά και την αισιοδοξία στην ψυχή αποτελεί μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου και αυτοδημιούργητου συγγραφέα στα γράμματά μας. Προικισμένος με γνήσιο πολύπλευρο ταλέντο, καλπάζουσα φαντασία και μεγάλη ακαταμάχητη θέληση κατόρθωσε όσο κανείς άλλος να κατανικήσει τα εμπόδια της ζωής. Υπήρξε ένας βαθύτατα κοινωνικός συγγραφέας που παρέμεινε ρομαντικός και γεμάτος πίστη στους ανθρώπους, που αν και διαψεύστηκε από την πραγματικότητα και οργίστηκε από την κοινωνική αδικία, δεν έχασε ποτέ την πληθωρικότητα της γραφής του. 

Τα κείμενά του υπήρξαν παρηγοριά για πολλούς φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές καθώς και για πολλούς λαϊκούς ανθρώπους, του μόχθου και της βιοπάλης. Έτσι, αυτός και το alter ego του, ο Μέλιος Καδράς, αγαπήθηκαν εξαρχής από το αναγνωστικό κοινό. Ο Λουντέμης καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη λόγου και κέρδισε επάξια μία θέση στα νεοελληνικά γράμματα. Γεμάτο αυτοβιογραφικές αναφορές και όνειρα, το πλούσιο συγγραφικό του έργο των 48 βιβλίων καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου, κάνοντάς τον έναν από τους πλέον παραγωγικούς αλλά και διαβασμένους Έλληνες λογοτέχνες. Παρά την μάλλον εμπαθή αποκαθήλωση του από τον λογοτεχνικό Παρνασσό ως «ξεπερασμένου», κάτι που αποτυπώνεται και από το γεγονός πως στα σχολικά βιβλία δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα από εκείνον, το πολυσχιδές έργο του καλύπτει τις κατηγορίες της πεζογραφίας (μυθιστόρημα και διήγημα), της ποίησης, του θεάτρου-σεναρίου, του δοκιμίου, της σάτιρας, της ταξιδιωτικής και παιδικής λογοτεχνίας, τέλος του ντοκουμέντου.
Ωστόσο, το έργο του Μ. Λουντέμη παραμένει ιδιαίτερα αγαπητό στους φίλους των γραμμάτων, στους αγωνιστές της δημοκρατίας και τους προοδευτικούς ανθρώπους, κάτι που προδίδουν οι συνεχείς επανεκδόσεις των σημαντικότερων κειμένων του. Μάλιστα σύμφωνα με τη Γ’ Πανελλήνια Έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή (05-04-2011) και που διενήργησε για το ΕΚΕΒΙ η Metron Analysis από τον Νοέμβριο ως τον Δεκέμβριο του 2010, συγκαταλέγεται, με αρκετά υψηλό ποσοστό, ανάμεσα στους συγγραφείς που καθόρισαν ή άλλαξαν τη ζωή των αναγνωστών, μαζί με τον Ν. Καζαντζάκη, τον Α. Παπαδιαμάντη και τον Φ. Ντοστογιέφσκι 
ΕΠΙΡΡΟΕΣ

Χαρακτηρίζεται ως ογκόλιθος της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου και ο κυριότερος εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού συγκεφαλαιώνοντας τη μετεμφυλιακή περιπέτεια της αριστερής διανόησης και μισαλλοδοξία των καιρών. Τα σκληρά του βιώματα (προσφυγιά, φτώχεια, εξορίες, αρρώστιες) επηρέασαν το έργο του. Ο Μενέλαος Λουντέμης ακολουθεί τα βήματα πεζογράφων του ρωσικού ρεαλισμού, όπως του Μαξίμ Γκόρκι ή του «δικού μας» Δημοσθένη Βουτυρά και κατάφερε να μεταφέρει τη πεζογραφία από το χωριό στην πολιτεία και στη φτωχή γειτονιά της. Περισσότερες ομοιότητες, ωστόσο, διαπιστώνονται στη γραφή του Λουντέμη με τον περίφημο την εποχή εκείνη Νορβηγό συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν και τον λογοτεχνικό «αλήτη» του. Η λειτουργία της λογοτεχνικής ταυτότητας του χαμσουνικού αλήτη στον Λουντέμη, και σε πλείστους όσους συγγραφείς του Μεσοπολέμου, οδήγησε στην αναγωγή του σε ιδιόρρυθμο σύμβολο της «προλεταριακής λογοτεχνίας» πριν την καθιέρωση του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού

ΕΡΓΟ
Πρωτοεμφανίζεται σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπογράφει με το πραγματικό του όνομα (Τάκης Βαλασιάδης). Υπάρχει μαρτυρία πως συμμετέχει στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς του λαϊκού περιοδικού «Φαντάζιο» και του «Παρνασσού» μαζί με τον. επίσης, τότε πρωτοεμφανιζόμενο Γιάννη Σκαρίμπα. Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Το 1934 υπογράφει το πρώτο του διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια» ως Μενέλαος Λουντέμης και αποσπά διθυραμβικές κριτικές.

Ως δακτυλογράφος του δικηγόρου Γ. Αβτζή χρησιμοποιεί τη γραφομηχανή του για να συγγράψει τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής «Τα πλοία δεν άραξαν». Με το βιβλίο αυτό ο Λουντέμης μοιράζεται με τον Κ. Πολίτη και την Ε. Αθηναία το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας κατά την πρώτη απονομή στην ιστορία του θεσμού. Με αυτό το βραβείο ναι μεν καθιερώνεται στον χώρο αλλά η εξέλιξη του δεν ευνοείται επί δικτατορίας Μεταξά.

Παράλληλα με την αγωνιστική του δράση γράφει τα περίφημα διηγήματά του «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» (1940) και «Γλυκοχάραμα» (1944), αλλά και το μυθιστόρημα «Έκσταση» (1943) και εξορίζεται μετά τον Εμφύλιο στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη πλάι στον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Λουντέμης συνεχίζει να γράφει, χωρίς να σταματάει τίποτα την φαρμακερή του πένα, τα «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά» (1946), «Καληνύχτα ζωή» (1946), «Συννεφιάζει» (1948), «Βουρκωμένες μέρες» (1953), «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος» (1956), «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» (1956), «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» (1956). Το 1956 δικάζεται με την κατηγορία «προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας» για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Καταδικάζεται και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Την ίδια χρονιά, όμως, εκλέγεται μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου της Ειρήνης και πραγματοποιεί πλήθος ταξιδιών φτάνοντας μέχρι τη Ρωσία, τη Μογγολία, την Κίνα και το Βιετνάμ, ένα οδοιπορικό που αποτυπώθηκε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι».

Από το 1958 ως τη Μεταπολίτευση (1974), ο Λουντέμης έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία και κατάφερε να μεταφραστεί σε πλήθος γλωσσών κάνοντας διεθνή συγγραφική καριέρα και αποσπώντας πλήθος βραβείων και επαίνων. Αυτή την περίοδο της ζωής του αφοσιώθηκε ταυτόχρονα με πάθος στη συγγραφή, ολοκληρώνοντας 30 από τα 48 του βιβλία. Το 1962 δημοσιεύεται το «Οδός Αβύσσου αριθμός 0» και ο λογοτέχνης συγκλονίζει με τις περιγραφές του για τα βασανιστήρια της Μακρονήσου στο «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι». Πέντε χρόνια αργότερα, το 1967, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Άπω Ανατολή, του αφαιρείται από το καθεστώς του δικτάτορα Παπαδόπουλου η ελληνική ιθαγένεια βάσει παλιού εμφυλιοπολεμικού ψηφίσματος. Τελικά ανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Ο Λουντέμης έγραφε με τρυφερότητα και ανθρωπιά στο πλαίσιο ενός νεορομαντικού προτύπου, ρομαντικό όχι με την έννοια της ωραιοποίησης αλλά με αυτήν του συναισθηματικού πλούτου, της μανίας και της αγάπης για τη ζωή. Η αμεσότητα της πένας του, ο λυρισμός, ο ρεαλισμός και η δύναμη της περιγραφής λειτούργησαν ως καταφύγιο για τα νιάτα των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970 και τα συγγράμματά του ήταν έργα διαμαρτυρίας, αντικομφορμισμού, φυγής και απελευθέρωσης. Όντας παθιασμένος και πάντα οργισμένος, όπως ο Βάρναλης, υλοποίησε με τα βιβλία του την επαναστατική προοπτική και δακτυλόδειξε την «παρακμή του αστικού καθεστώτος». Ο πολύπαθος Λουντέμης μετατράπηκε σε έναν οξύ κοινωνικό αναλυτή που έγραφε για τον καταφρονεμένο κάτι που φαίνεται και από τους ήρωες των έργων του. Έγραφε για τους φτωχούς, απλούς ανθρώπους του μόχθου, με τους οποίους μοιράστηκε και τις χαρές και τις πίκρες και που ήταν οι μόνοι που του συμπαραστάθηκαν. Οι ήρωες του Λουντέμη είναι ζωντανοί, αληθινοί, μιλούν την αυθεντική τους γλώσσα, κινούνται στους φυσικούς τους χώρους. Είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που χειρίζεται με τόση ευκολία και επιτυχία τους ιδιωματισμούς και τις τοπικές διαλέκτους.
Στο βιβλίο με τα διηγημάτα της συλλογής «Τα πλοία δεν άραξαν» ο Λουντέμης περιπλανιέται στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια της αστικής ζωής, τρυπώνει στις πολύβουες φλέβες της, ψάχνει στον πιο μολυσμένο βούρκο. Συναντά ανθρώπους περιθωριακούς, κολασμένους και, κάποτε, αυτοκαταστροφικούς. Η αλητεία, ο μποεμισμός και το εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον κυριαρχούν στο πρώτο του βιβλίο. Καλοαναθρεμμένα κορίτσια που καταλήγουν σε φτηνά πορνεία, με το όνομα αλλαγμένο, μα με τις μνήμες ζωντανές· άντρες φτωχοί και λησμονημένοι απ’ όλους· γυναίκες της υψηλής κοινωνίας με ανικανοποίητους πόθους. Άνθρωποι τυραννισμένοι, που ωστόσο μέσα τους σιγοκαίει ακόμη μια κάποια ελπίδα. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας θλιμμένος και άκακος κομπάρσος, που δεν κατορθώνει να στεριώσει πουθενά. Η φτώχεια και η ασκήμια του γίνονται μονίμως αντικείμενο χλευασμού, η ορμητικότητα και η ευφυϊα του τον οδηγούν εύκολα στην αποτυχία και τη γελοιοποίηση. Πεινασμένος, άνεργος, ανέραστος, περιφέρεται στους δρόμους και στα μαγαζιά της νύχτας, ψάχνοντας μάταια στέγη και τροφή Παρατηρώντας όμως, τον άξενο κόσμο τριγύρω του, αποκτά διαπεραστικό βλέμμα: σκηνές από το περιθώριο, πρόσωπα που έχουν χάσει τα πάντα, εικόνες από ένα μικροσύμπαν που πνίγεται μέσα στις δυσβάστακτες συνθήκες οι οποίες τον προσδιορίζουν.


Κοινωνική ανισότητα και παλινωδίες μιας κόρης περιλαμβάνει και το διήγημα «Χαμόγελο σε πληγωμένα χείλη». άνεργος, άστεγος, πεινασμένος, ψάχνοντας για δουλειά, ο ήρωας σχετίζεται με μια κοπέλα που φαίνεται να τον εκτιμά, διαρκώς όμως του παίζει το παιχνίδι της προσέλκυσης και της απόκρουσης, ενώ τέλος φαίνεται να προτιμά κάποιον άλλον, έναν πλούσιο, τον Ζαννό. Ο αφηγητής-ήρωας στο πρόσωπο του πλούσιου νέου αναπαράγει την ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα απορρίπτει το «φαντασιακό σύμπαν» της βραχύβιας ελαφριάς λογοτεχνίας, αδυνατώντας να μετακινηθεί από τη φτωχή γωνιά της καθημερινής βιοπάλης στις κοσμοπολίτικες λεωφόρους των στείρων ονείρων των αστών του Μεσοπολέμου. Ο φτωχός ήρωας φλερτάρει με την αυτοκτονία, αλλά τελικά επιβιώνει.
Ο ρομαντικός τόνος των διηγημάτων της συλλογής αυτής και το αισθηματολογικό πρίσμα του αφηγητή ίσως στερούν ένα μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης από τον σύγχρονο αναγνώστη, ωστόσο δεν τον εκβιάζουν ιδεολογικά, τα διηγήματα απεικονίζουν μια αναγνωρίσιμη πραγματικότητα και διαθέτουν σχετικά ολοκληρωμένους χαρακτήρες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο «εθελοντής ενός δικαιότερου κόσμου, για τον οποίο πρόσφερε και την ψυχή του» ακολουθώντας την μοίρα του Οδυσσέα βρήκε , τελικά, την Ιθάκη του στο σπίτι του στη Βάρη, όπου μετρούσε τα άστρα μόνος στη μέση ενός απέραντου κόσμου μέχρι τα 65 του χρόνια. Οι έντονες συγκινήσεις και τα προβλήματα της καρδιάς του προσυπέγραψαν τον αιφνίδιο χαμό του. Ο Λουντέμης παθαίνει καρδιακή προσβολή μέσα στο αυτοκίνητό του, καθώς διασχίζει τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Το παιδί του ελληνικού βορρά έπαψε να μετράει τα άστρα, στις 22 Ιανουαρίου 1977 τα άστρα έγιναν δικά του. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και η νεκρώσιμος ακολουθία μετατράπηκε σε κραυγή ελευθερίας με τον Ρίτσο να δίνει τον ρυθμό και το πλήθος να ακολουθεί επαναλαμβάνοντας μία μόνο λ

20+1 σπουδαίες γυναίκες μίλησαν για τη γυναίκα

8 Μαρτίου σήμερα κι η μέρα έχει κλίμα εορταστικό και άρωμα γυναίκας. Κάθε γυναίκα γιορτάζει για τα δικαιώματά της, από το δικαίωμα ψήφου μ...