Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - ΜΗΝ ΤΟΝ ΡΩΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Ένα από τα τραγούδια-διαμάντια της Ελληνικής δισκογραφίας, που παραμένει ανεξίτηλο στο χρόνο, είναι αναμφισβήτητα η δημιουργία του Μάνου Χατζιδάκι «Μη τον ρωτάς τον ουρανό».


Από την υπέροχη κινηματογραφική ερμηνεία της Τζένης Καρέζη μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει εκατοντάδες επανεκτελέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποτελεί αγαπημένο τραγούδι στα live ρεπορτόρια, σχεδόν όλων των Ελλήνων καλλιτεχνών και ίσως είναι από τα ελάχιστα Ελληνικά τραγούδια με παγκόσμια αναγνωρισιμότητα.


Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες, βρήκα στην ιστοσελίδα www.glikiazoi.gr απόσπασμα από το βιβλίο του Ζάχου Χατζηφωτίου «Η Τζένη Καρέζη όπως την γνώρισα» (εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1998) που αναφέρεται στην ιστορία του τραγουδιού και την αναδημοσιεύω:


«.....Η ταινία λεγόταν, "Το νησί των γενναίων" και είχε πολλά γυρίσματα στην Κρήτη, όπου η Τζένη, πετιόταν τις Δευτέρες με το αεροπλάνο και γύριζε την Τρίτη.


Τη μουσική της ταινίας, έγραφε ο Χατζιδάκις. Μια Δευτέρα πρωί λοιπόν, την εποχή που γύριζαν την ταινία, η Τζένη, θα έφευγε με το αεροπλάνο στις δέκα το πρωί. Αλλά πριν πάει στο αεροδρόμιο θα πέρναγε από το σπίτι του Χατζιδάκι να πάρει μια κασέτα με ένα τραγούδι που θα 'γραφε ο Μάνος, το οποίο θα τραγούδαγε σε ένα από τα πλάνα που θα γύριζαν στην Κρήτη εκείνη την Δευτέρα. Της είπα λοιπόν, -ευγενώς προσφερθείς- ότι θα την πήγαινα εγώ στο αεροδρόμιο, αφού θα πηγαίναμε πρώτα από τον Χατζιδάκι, και μετά θα πήγαινα εγώ στον Πειραιά και στην δουλειά μου. Ξυπνήσαμε λοιπόν πρωί και στις οκτώ, φύγαμε από το σπίτι και πήγαμε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου εκεί έμενε τότε ο Χατζιδάκις. Ώσπου να παρκάρω στην γωνία, Η Τζένη είχε κατέβει και χτύπαγε το κουδούνι του Χατζιδάκι από κάτω, στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Όταν έφτασα κι εγώ στην πόρτα, η Τζένη ήταν ήδη εκνευρισμένη και χτύπαγε για τρίτη φορά το κουδούνι, μετά μανίας.


“Να δεις που κοιμάται ακόμα και δεν ακούει και θα χάσω το αεροπλάνο” Προσπάθησα να την καθησυχάσω λέγοντας: ‘Ηρέμησε και μη σε πιάνει πανικός, έχουμε πολύ ώρα ακόμη”


“Μα χρυσό μου …” ξεκίνησε να μου λέει-και το χρυσό μου, έμπαινε όταν άρχιζαν τα νεύρα της-και ω του θαύματος, ένας κύριος έβγαινε και άνοιξε η κάτω πόρτα. Αυτό ήταν ένα βήμα μπροστά στο πρόβλημά μας. Μπήκαμε και ανεβήκαμε τρέχοντας στο δεύτερο πάτωμα, που έμενε ο Μάνος. Η Τζένη ήξερε την πόρτα, έτρεξε και άρχισε αμέσως να χτυπάει το κουδούνι. Και το μεν κουδούνι ακουγόταν στο διάδρομο που χτύπαγε δυνατά, από μέσα όμως, καμία κίνηση. Η Τζένη, άρχισε να δείχνει σημεία παράκρουσης ”Δεν είναι δυνατόν…”, έλεγε, ”χθες το βράδυ συνεννοηθήκαμε να 'ναι έτοιμη η κασέτα”.




Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να ξεφυσάει έξαλλη και με το δίκιο της. Τότε έβγαλα τα κλειδιά μου κι άρχισα να χτυπώ δυνατά την πόρτα με ένα μεγάλο κλειδί και προφανώς ο ήχος αυτός, ενήργησε ευεργετικά-για εμάς- στα αυτιά του Χατζιδάκι διότι σε λίγο ακούστηκε ένας βήχας, μετά, το γνωστό σύρσιμο της παντόφλας κι ένα βραχνό “έχομαι” δεδομένου ότι το γράμμα “ρο” για τον Χατζιδάκι, ήταν τελείως άγνωστο.


Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας Χατζιδάκις απότομα ξυπνημένος, με ένα τσιγάρο μόλις αναμμένο να κρέμεται στο στόμα, με τα μάτια ακόμα μισόκλειστα αλλά με έκφραση έκπληξης δηλαδή: Τι γυρεύετε πρωί πρωί και χτυπάτε έτσι την πόρτα; Και ακολούθησε ο παρακάτω ιστορικός, τραγικός αλλά και παρανοϊκός διάλογος.


Τζένη: Μάνο την κασέτα, Μάνο, και θα χάσω το αεροπλάνο.


Μάνος: Ποια κασέτα χρυσό μου πρωί πρωί;


Τζένη (έξαλλη): Την κασέτα με το τραγούδι, που θα πω στο γύρισμα στην Κρήτη τώρα…και θα χάσω το αεροπλάνο.


(Η Τζένη απο την αγωνία της, είχε μια ελαφρά ασυναρτησία στα λεγόμενα της. Πάντως ο Μάνος, αντελήφθη. Και ήρεμος της λέει)
Μάνος: Πάμε μέσα να πιούμε έναν καφέ και θα στην δώσω.


Με το "θα στη δώσω" ο Μάνος εννοούσε… θα στη γράψω τώρα!


Και η μεν Τζένη πήγε μέσα στο κουζινάκι τρέμουσα και του έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, έκατσε στο πιάνο και άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάκτυλα του στα πλήκτρα. Μια λοιπόν έπαιζε μερικά μέτρα μουσικής στο πιάνο, μια έγραφε με ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μια διάβαζε τους στίχους που του είχε δώσει από καιρό η Τζένη και τους είχε πάνω στο πιάνο. Κάποια στιγμή έφτασε και ο καφές. Ήπιε δυο γουλιές καφέ και μετά πάτησε μια νότα και της λέει της Τζένης:


-Για τραγούδα αυτή τη νότα.


Η Τζένη έκανε, α, α, α,..


-Εντάξει της λέει ο Μάνος. “μπορείς να το πεις” Και τότε, το έπαιξε όλο μαζί!!!


Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά, μόλις είχε ξυπνήσει, έγραψε αυτό το θείο τραγούδι που λέει: Μην τον ρωτάς τον ουρανό, το σύννεφο και το φεγγάρι, το βλέμμα σου το φωτεινό, κάτι από τη νύχτα έχει πάρει.. λα,λα,λα…λαλα” και λοιπά”.


Τώρα η Τζένη είχε μείνει άφωνη. Τις είχε φύγει και ο εκνευρισμός κι άκουγε τη μουσική μαγεμένη. Ο Μάνος, πάτησε το μαγνητόφωνο που είχε πάνω στο πιάνο, ξανάπαιξε το κομμάτι όλο, με όλες του τις λεπτομέρειες και τα ακομπανιαμέντα και το 'γραψε.


Έβγαλε την κασέτα, την έδωσε στην Τζένη, τη φίλησε και της είπε: ”Άντε στο καλό και να το μάθεις μέσα στο αεροπλάνο” Η Τζένη πήρε την κασέτα, αλλά άρπαξε και το μαγνητοφωνάκι, για να το παίζει μέσα στο αεροπλάνο. Τον φίλησε και του είπε χαμογελώντας: “Πάρε άλλο, ώσπου να στο φέρω πίσω..” και φύγαμε τρέχοντας για το αεροδρόμιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις με το πληθωρικό ταλέντο...»


Το 1959 ο Ντίμης Δαδήρας σκηνοθετεί την ταινία Το νησί των Γενναίων (ΟΛΥΜΠΙΑ FILM) με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Την μουσική της ταινίας γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις. Στην ταινία ακούγεται το υπέροχο τραγούδι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» από τη φωνή της Τζένης Καρέζη, η οποία το ερμηνεύει μοναδικά.


Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί σε δίσκο 45 στροφών με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λω από την εταιρεία Fidelity.


Το 1962 κυκλοφορεί με την Brenda Lee και το τίτλο "All Alone Am I" σε στίχους του Arthur Altman, φτάνοντας στην τρίτη θέση του αμερικανικού TOP-100 το Νοέμβριο του 1962 και στην έβδομη στα charts της Μεγάλης Βρετανίας τον Φεβρουάριο του 1963.


Οι ελληνικοί στίχοι είναι των Γιάννη Ιωαννίδη και Παναγιώτη Κοκοντίνη.


Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε
μας πήρε ο πόνος και νυχτωθήκαμε
σβήσε το δάκρυ με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο μέσα απ' τα χείλη σου


Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ' τη νύχτα έχει πάρει


Ό,τι μας βρήκε κι ό,τι μας λύπησε
σαν το μαχαίρι κρυφά μας χτύπησε
σβήσε το δάκρυ με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο μέσα απ' τα χείλη σου


Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ' τη νύχτα έχει πάρει


Πολύτιμη Βοήθεια:
www.glikiazoi.gr
Μουσικό Ιστολόγιο: love4music


 

via

 

Ο Άγιος της Ομόνοιας-όσιος Πορφύριος | π.Βασίλειος Χριστοδούλου |κείμενο Μαρίας Μουρζά | Σοφία Χατζή

Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, Άγιος Ιωάννης Εύβοιας, 7 Φεβρουαρίου 1906 - Άγιο Όρος, 2 Δεκεμβρίου 1991), ήταν Έλληνας ιερομόναχος που και έγινε ευρέως γνωστός για το βίο και το έργο του. Ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 27 Νοεμβριου 2013.

Γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Ιωάννης του σημερινού Δήμου Ταμιναίων της Εύβοιας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης και από πολύ νωρίς έδειξε έφεση προς το μοναχισμό. Σε ηλικία 13 χρόνων και έχοντας τελειώσει μόνο την Β' Δημοτικού, μετέβη στη σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα γνωστά Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου έζησε τα επόμενα 6 χρόνια, ως υποτακτικός σε δύο γέροντες μοναχούς, λαμβάνοντας το όνομα Νικήτας. Κατόπιν, λόγω σοβαρής ασθένειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας, στο Αυλωνάρι της Εύβοιας.

Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, δίνοντάς του και το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός. Τα επόμενα χρόνια, επειδή το μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών έγινε γυναικείο, ο Πορφύριος εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγίου Νικολάου, στην Άνω Βάθεια του σημερινού Δήμου Αμαρυνθίων, στην Εύβοια.

Το 1940, σε ηλικία 34 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου στις 12 Οκτωβρίου διορίστηκε εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική Αθηνών, στην Ομόνοια.

Στις 16 Μαρτίου 1970, έχοντας συμπληρώσει 35ετία, έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος και αποχώρησε από τη θέση του εφημερίου, όπου όμως συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το 1973. Τη χρονιά εκείνη έφυγε από την Αθήνα για να εγκατασταθεί αρχικά στον Άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια (σημερινή Καλλιθέα) της Πεντέλης και μετά από μερικά χρόνια στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Απέκτησε σημαντική φήμη και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν στον τόπο διαμονής του.

Το Νοέμβριο του 1991 μετέβη στο παλαιό κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Κατατάχθηκε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη συνεδρίασή της που διεξήχθη στις 27 Νοεμβρίου 2013.[1


]Ο Άγιος της Ομόνοιας-όσιος Πορφύριος | π.Βασίλειος Χριστοδούλου |κείμενο Μαρίας Μουρζά | Σοφία Χατζή

Οδυσσέας Ελύτης – Αναρωτιέμαι / Το παράπονο Αναρωτιέμαι

 

«Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Μούτρα. Ν’ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ’ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα».


Οδυσσέας Ελύτης


Ο Ευγένιος Αρανίτσης γράφει για τον Θανάση Βέγγο (29 Μαΐου 1927 - 3 Μαΐου 2011) αμέσως μετά τον θάνατό του | εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07.05.2011 |

Για να καταφεύγει ο Βέγγος τόσο συχνά στην προσφώνηση "Καλοί μου άνθρωποι!", πά' να πει ότι υπήρχαν και κακοί -διαφορετικά η διευκρίνιση θα περίττευε.
Τώρα οι κακοί, οι άπληστοι, οι πωρωμένοι, οι μηδενιστές και οι τεχνοκράτες επελαύνουν κερδίζοντας τις μάχες σε όλα τα μέτωπα, ενώ ο Βέγγος χάνεται μαζί με την τελευταία συγκινησιακή ανταύγεια της δεκαετίας του '60, στην ψυχική ευρυχωρία της οποίας είχε τρέξει και ξανατρέξει αλωνίζοντας και καλώντας τους πάντες σε επαγρύπνηση εν όψει μιας απειλής που ουδέποτε κατονόμαζε. Εκ των υστέρων, έχουμε αμέτρητους λόγους να υποθέσουμε πως η τελευταία δεν ήταν παρά ο κίνδυνος να αποκοπούμε απ' το συναισθηματικό φως του παρελθόντος της ζωντανής γειτονιάς.
Πράγματι, το τρέξιμο του Βέγγου στην πόλη, η αδιάκοπη κίνηση πάνω-κάτω και γύρω απ' την εστία κάθε μικροσυμβάντος είναι μια τρελή τροχιά απείρως πιο αγωνιώδης και ομιλητική απ' ό,τι των διάσημων συναδέλφων του της κινηματογραφικής κωμωδίας, όπως ο Λουί ντε Φινές ή, παλαιότερα, ο Τσάπλιν. Μ' αυτούς μοιράζεται, φυσικά, τη σπασμωδική τεθλασμένη και την ταχύτητα μιας κίνησης που προκύπτει απ' την καταδίωξη: όλοι αυτοί οι κωμικοί τρέχουν σαν να τους κυνηγούν, για να μην πούμε ότι τους κυνηγούν όντως κάθε είδους απειλές και παρεξηγήσεις, αντικείμενα που ξεφεύγουν από τον έλεγχο και παλιάνθρωποι. Ωστόσο υπάρχει στον Βέγγο, επιπλέον -και κυρίως-, μια δόση αστείρευτης αγάπης για εκείνους που αναλαμβάνει να προστατέψει και που δεν είναι παρά οι ίδιοι οι θεατές: ο Βέγγος τρέχει θέλοντας να προειδοποιήσει για μιαν επερχόμενη καταστροφή, τρέχει αντιστεκόμενος στην εισβολή ενός παράλογου τρόπου ζωής που έρχεται απ' το μέλλον και που ήδη έχει κατακτήσει, στις ταινίες εκείνες, το εσωτερικό των σαλονιών της ανώτερης τάξης με τη γοητεία των πλαστικοποιημένων επιφανειών και την υπνωτιστική επιρροή των επίπλων ντιζάιν στις αποφάσεις του Κωνσταντάρα και της Μάρως Κοντού. Εν ολίγοις, ο Βέγγος τρέχει, όχι μόνον επειδή δεν τον χωράει ο τόπος, αλλά επίσης για να σημάνει συναγερμό.
Τρέχει και τρέχει θέλοντας να μας πει ότι η συμφορά δεν είναι αυτή που μας βρήκε αλλά εκείνη που πρόκειται να μας βρει όταν θα λησμονηθεί οριστικά και αμετάκλητα το περίφημο εκείνο κάτι, αυτός ο προ πολλού μισοχαμένος θησαυρός που ο ίδιος ψάχνει εδώ κι εκεί και που δεν είναι άλλος απ' τη διαπροσωπική συμπάθεια ως ιδανική ρίζα κάθε επιθυμίας και κάθε αιτιότητας. Τρέχει διαλαλώντας ότι η ευτυχία τού να περιστοιχίζεσαι από καλούς ανθρώπους εκπνέει όπου να 'ναι, σημαδεμένη από την ημερομηνία λήξης της διαφαινόμενης αλματώδους προόδου στην τεχνολογία των τηλεοράσεων και των ψυγείων. Τρέχει σπάζοντας όλα τα ρεκόρ νευρικότητας και υπερδιέγερσης για να μας μεταδώσει, με κωμικό τρόπο, το νόημα της τελευταίας ευρωπαϊκής τραγωδίας: δηλαδή την επίγνωση ότι κάθε ρεκόρ, κάθε επίτευγμα έχει χαρακτήρα αποχαιρετιστήριο. Σ' αυτό συνίσταται η ιδιοφυΐα του.
Αποδείχτηκε προφήτης. Ήταν ο πιο ενστικτώδης, καλόκαρδος και ταλαντούχος ταχυδρόμος που είχαμε ποτέ.

| Ο Ευγένιος Αρανίτσης γράφει για τον Θανάση Βέγγο (29 Μαΐου 1927 - 3 Μαΐου 2011) αμέσως μετά τον θάνατό του | εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07.05.2011 |

20+1 σπουδαίες γυναίκες μίλησαν για τη γυναίκα

8 Μαρτίου σήμερα κι η μέρα έχει κλίμα εορταστικό και άρωμα γυναίκας. Κάθε γυναίκα γιορτάζει για τα δικαιώματά της, από το δικαίωμα ψήφου μ...