Τον Οκτώβρη του 1971 -δυο χρόνια μετά το Woodstock των 400.000 θεατών-ένα μάλλον καινούριο και κάπως μυστικοπαθές βρετανικό ροκ συγκρότημα με πολύ ιδιαίτερο στίχο και ψυχεδελικό ήχο, δίνει μια συναυλία στην Πομπηία της Ιταλίας, στα αρχαία χαλάσματα της πόλης που κατέστρεψε ο Βεζούβιος, χωρίς καθόλου θεατές. Στον αντίποδα των μεγάλων συναυλιών και των θεοποιημένων ροκ σταρς της εποχής τους, του γκλαμ και της προσωποποιημένης μουσικής αίγλης, οι φρέσκοι και σιγά σιγά δημοφιλείς στο πιο ανήσυχο και ανοιχτό στους πειραματισμούς κοινό της εποχής, Pink Floyd, δίνουν, ηχογραφούν και κινηματογραφούν μια συναυλία μόνο, for music’s sake, μια στάση που κράτησαν αμετακίνητα σε όλη τους την πορεία.
Το συγκλονιστικότερο στοιχείο της πιο δημοφιλούς μουσικής έκθεσης που έχει ποτέ παρουσιάσει το V&A -αφού κατάφερε να ξεπεράσει σε επισκέψεις ακόμα και αυτήν για τον David Bowie του 2013- είναι η συγκίνηση. Από την είσοδο κιόλας της έκθεσης The Pink Floyd Exhibition: Their Mortal Remains επισκέπτες όλων των ηλικιών, από τα νεαρά παιδιά που ενδεχομένως μόλις τους έμαθαν, μέχρι τα 50+ ζευγάρια ευλαβικών οπαδών με τίσερτ εξώφυλλα του συγκροτήματος και τους αμετανόητους old school rock γιαγιάδες και παππούδες που έβγαλαν βόλτα τα εγγονάκια τους στην έκθεση, όλοι με το Interstellar Overdrive στα ακουστικά φτιάχνοντας ατμόσφαιρα, μοιάζουν συγκινημένοι. Φωτογραφίζονται μπροστά στα εκθέματα και κοιτάζονται μεταξύ τους με αυτή την οικειότητα της συνενοχής που δένει τους θαυμαστές μιας μεγάλης ροκ μπάντας.
Η έκθεση, πλούσια κι εντυπωσιακή όπως όλες οι εκθέσεις του V&A, είναι ένα οδοιπορικό στη μεγάλη και ιδιόμορφη πορεία του συγκροτήματος. Και όπως όλες οι εκθέσεις που ξέρουν να κρατούν το ενδιαφέρον, έτσι και σε αυτή, η κύρια αφήγηση αποτελείται ουσιαστικά από πολλές μικρές ιστορίες, όχι προσωπικές αλλά μουσικές. Ιστορίες που αφορούν το γκρουπ και όχι τους συντελεστές του. Η ιστορία της συνάντησής τους, των πρώτων μουσικών βημάτων, των δημιουργικών προστριβών τους, της αποχώρησης του Syd Barett (μια ιστορία μόνος του το crazy diamond), της άφιξης του Gilmour και των μετέπειτα αλλαγών στη σύνθεσή τους, των κοινωνικοπολιτικών τους προβληματισμών που ενσωματώθηκαν αριστοτεχνικά στους υπέροχους στίχους του Waters, της χαρακτηριστικής απέχθειάς τους προς τη δημοσιότητα, των συναντήσεών τους με σχεδιαστές των καταπληκτικών -ένα προς ένα- εξωφύλλων τους -φοβεροί και τρομεροί τύποι αυτοί οι Hypgnosis- αλλά και των εξαιρετικών κάθε φορά συνεργατών κατά την πραγματοποίηση των καινοτόμων σόου τους, η ιστορία των Pink Floyd, ενός από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του Ηνωμένου Βασιλείου (δεν βάζω υπερθετικό με απόλυτη επίγνωση καθότι λάτρης και των Beatles) αλλά και του παγκόσμιου μουσικού σύμπαντος, διαδραματίζεται μέσα από πολλές μικρές διηγήσεις και άφθονο μουσικό, αλλά και εικαστικό υλικό– ο Waters με τον Mason και τον Wright είχαν γνωριστεί άλλωστε σπουδάζοντας αρχιτεκτονική και ίσως αυτό να συνετέλεσε στην πάντα τόσο ιδιαίτερη, καινοτόμα και υψηλού επιπέδου αισθητική του οπτικού τους υλικού.
Με μόνιμη μουσική συνοδεία στα ακουστικά -που παρέχονται από το μουσείο στην είσοδο της έκθεσης- τις μουσικές της μπάντας, με αποσπάσματα από εμβληματικά video–clip -όπως οι δουλειές του Gerald Scarfe και του Ian Eames- και θρυλικά σόου, φωτογραφίες από συναυλίες και γυρίσματα, εξώφυλλα περιοδικών, παρτιτούρες, χειρόγραφα, αλληλογραφία, μουσικά όργανα και μηχανήματα μουσικής τεχνολογίας, μίκτες, φουσκωτά, σκηνικά, ρούχα, αφίσες –οι πρώτες ψυχεδελικές τους αφίσες είναι απόλαυση– προσχέδια και άξονες έμπνευσης για τα θρυλικά τους εξώφυλλα και κυρίως συνεντεύξεις. Πολλές μα πάρα πολλές συνεντεύξεις, όχι μόνο από τα μέλη του συγκροτήματος, αλλά και από συνεργάτες, παραγωγούς, managers, φίλους, σχεδιαστές, φωτιστές, ηθοποιούς, fans, δημοσιογράφους, σκηνοθέτες, που ουσιαστικά δίνουν ζωή σε όλη αυτή την εντυπωσιακή αφήγηση ενός από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της σύγχρονης δυτικής μουσικής.
Πράγματα που μπορείς να κάνεις και για τα οποία δεν πρέπει να χάσεις αυτή την έκθεση:
Ν’ ακούσεις τον Richard Wright να εξηγεί με τα πλήκτρα του πώς πήγε από ένα άκουσμα του Miles Davis στο “Breathe” του Dark side of the moon, να δεις από κοντά τα καταπληκτικά drums του Mason με το ζωγραφισμένο κύμα του Hokusai, να μιξάρεις μόνη/ος σου το Money –και να ανακαλύψεις έτσι πόσο τέλειαμουσικά είναι όλα δομημένα για να βγει αυτό το αποτέλεσμα-, να βρεθείς ανάμεσα στα πασίγνωστα –πιο γνωστά ίσως κι από τα πρόσωπα των μουσικών- inflatables(φουσκωτά) που χρησιμοποίησαν στα σόου και στα βιντεοκλίπ τους – τον τοίχο, τον τερατώδη δάσκαλο – όχι όμως το γουρούνι γιατί θα έπιανε λέει μια αίθουσα μόνο του-αλλά και να ακούσεις τους Waters και Gilmour να διηγούνται γελώντας την περιπέτεια του (τεράστιου) φουσκωτού γουρουνιού που τους έφυγε, κατά τη φωτογράφηση του εξωφύλλου του Animals για να προσγειωθεί και να τρομάξει τις αγελάδες ενός αγρότη στο Kent -αποφεύγοντας αισίως τις πιθανές τραγωδίες που θα προκαλούσε σε περίπτωση που κατευθυνόταν προς το Heathrow– και τον Storm Thorgerson των Hypgnosis να αφηγείται την κωμικοτραγική οδύσσεια των γυρισμάτων του video clip για το A momentarily lapse of reason.
Το σόου τελειώνει με συνέπεια στο συγκινητικό και κατανυκτικό κλίμα που δημιούργησε καθ’ όλη την έκτασή του, με μια πανοραμική βιντεοσκόπηση του Comfortably Numb από την τελευταία επανένωση της τετράδας Gilmour, Mason, Waters και Wright το 2005 στο Λονδίνο.
Out of the corner of my eye.
I turned to look but it was gone
I cannot put my finger on it now
The child is grown,
The dream is gone.
Info :
Η έκθεση The Pink Floyd exhibition: Their Mortal Remains λόγω της μεγάλης της επισκεψιμότητας πήρε παράταση μέχρι τις 15 Οκτώβρη 2017. Όσοι μπορείτε -οπαδοί ή όχι- μην τη χάσετε.