Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Μαντάμα Μπαττερφλάι Τζάκομο Πουτσίνι Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 01, 04, 07, 10 Ιουν 2023

 
H Εθνική Λυρική Σκηνή ανοίγει τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στις 1, 4, 7 και 10 Ιουνίου 2023 στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με μια νέα μεγάλη παραγωγή της Μαντάμας Μπαττερφλάι του Πουτσίνι, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία Ολιβιέ Πυ. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Η «γιαπωνέζικη τραγωδία» του Τζάκομο Πουτσίνι, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1904, εξιστορεί τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Ο κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Πυ επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή μετά τη μεγάλη επιτυχία του Βότσεκ (2020) για να σκηνοθετήσει, αυτή τη φορά στη σκηνή του Ηρωδείου, το αριστούργημα του Πουτσίνι. Ο Πυ, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του παρισινού Θεάτρου Σατλέ, μετά την επιτυχημένη του εννεαετή θητεία στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ της Αβινιόν, έχει σκηνοθετήσει πάνω από σαράντα έργα όπερας σε όλο τον κόσμο. Τώρα, μετά από πρόσκληση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πρόκειται να αναμετρηθεί για πρώτη φορά με τη Μαντάμα Μπαττερφλάι ανεβάζοντας την Ορχήστρα στη σκηνή του Ηρωδείου και προτάσσοντας την πολιτική διάσταση του έργου του Πουτσίνι, μέσα από τη δική του αναγνωρίσιμη σκηνοθετική ταυτότητα. «Ελπίζουμε ότι η δύναμη του πολιτικού μηνύματος του Πουτσίνι θα φανεί στη σκηνοθεσία και ότι το παράλογο αυτό έργο δεν θα θεωρείται πλέον μια λυπητερή συναισθηματική ιστορία με φόντο ένα γλυκανάλατο σκηνικό, αλλά ένας δυνατός πολιτικός λόγος και το προαίσθημα του θανάτου ενός κόσμου», σημειώνει ο σκηνοθέτης. Την εντυπωσιακή σκηνική εγκατάσταση και τα κοστούμια υπογράφει ο σταθερός συνεργάτης του Πιερ-Αντρέ Βάιτς.

 «Tη νεαρή γκέισα “δεσποινίδα Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων τον μήνα ένας Αμερικάνος αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός, φεύγοντας για την Αμερική, της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμφτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά». Με αυτή την αφήγηση της αδελφής του, που έζησε στο Ναγκασάκι, και αφορούσε την πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, ο συγγραφέας Τζων Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημά του, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.

Η Μπαττερφλάι δεν ξεφεύγει από τη λογική του βερισμού, με τις έντονες αντιπαραθέσεις και την αγάπη προς τις θεατρικές λύσεις. Έτσι η παρτιτούρα επιλέγει με μεγάλη προσοχή τον τρόπο που επενδύει την κάθε στιγμή. Οι επιρροές της ενορχήστρωσης από το μουσικό σύμπαν των Ντεμπυσσύ και Ραβέλ, τα ιδιαίτερα στοιχεία από την ιαπωνική μουσική παράδοση, οι κλιμακώσεις, οι ποιότητες μουσικής δωματίου, αλλά και τα ξεσπάσματα με το σύνολο της ορχήστρας, δίνουν στην όπερα τον ξεχωριστό της σφυγμό, την ιδιαίτερή της ζωή.

Την παραγωγή διευθύνει ο διακεκριμένος Έλληνας αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε τη θέση του Μουσικού Διευθυντή στην Όπερα του Γκρατς στην Αυστρία.

Η διακεκριμένη υψίφωνος Άννα Σον ερμηνεύει την Τσο-Τσο-Σαν, ενώ στον ρόλο του Πίνκερτον ο διακεκριμένος τενόρος Αντρέα Καρέ. Σουτζούκι η διακεκριμένη μεσόφωνος Αλίσα Κολόσοβα και Σάρμπλες ο εξαιρετικός βαρύτονος της ΕΛΣ Διονύσης Σούρμπης. Μαζί τους οι μονωδοί της ΕΛΣ Διαμάντη Κριτσωτάκη, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός, Πέτρος Μαγουλάς, Πέτρος Σαλάτας, Χρήστος Λάζος, Βασιλική Πετρόγιαννη, Βάγια Κωφού και Βίκυ Αθανασίου.

Μουσική διεύθυνση
Βασίλης Χριστόπουλος

Σκηνοθεσία
Ολιβιέ Πυ

Σκηνικά, κοστούμια
Πιερ-Αντρέ Βάιτς

Φωτισμοί
Μπερτράν Κιγύ

Διεύθυνση χορωδίας
Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Τσο-Τσο-Σαν
Άννα Σον

Σουτζούκι
Αλίσα Κολόσοβα

Κέιτ Πίνκερτον
Διαμάντη Κριτσωτάκη

Μπ. Φ. Πίνκερτον
Αντρέα Καρέ

Σάρπλες
Διονύσης Σούρμπης

Γκόρο
Γιάννης Καλύβας

Πρίγκιπας Γιαμαντόρι / Αυτοκρατορικός επίτροπος
Χάρης Ανδριανός

Μπόνζο
Πέτρος Μαγουλάς

Γιακουζιντέ
Πέτρος Σαλάτας

Ληξίαρχος
Χρήστος Λάζος

Μητέρα της Τσο-Τσο-Σαν
Βασιλική Πετρόγιαννη

Θεία
Βάγια Κωφού

Ξαδέλφη
Βίκυ Αθανασίου

 

 

 

Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία  της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

 

 

 

Τιμές εισιτηρίων: €25, €45, €55, €60, €85, €100
Φοιτητικό, παιδικό: €15
ΑΜΕΑ: €15

 

Προπώληση:

  • Ταμεία ΕΛΣ

Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Καθημερινά 9.00-21.00

Τηλ. 2130885700

  • Κεντρικά Εκδοτήρια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Πλατεία Συντάγματος (info point Δήμου Αθηναίων)

Δευτέρα-Παρασκευή 9.00-20.00 & Σάββατο 10.00-18.00

Τηλ. 2118008181, 2103225109

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Φάροι από χάρτινα ποτήρια που φέγγουν

 

Οι φάροι από χάρτινα ποτήρια που φέγγουν έρχονται για να υποδεχτούν το καλοκαίρι και να φωτίζουν τις νύχτες μας στο μπαλκόνι ή την αυλή!


Καλοκαίρι εδώ, καλοκαίρι εκεί, πουθενά το καλοκαίρι. Φέτος άργησε πολύ να έρθει κι ακόμα το ψάχνουμε δηλαδή, αλλά εμείς σπάμε τους κανόνες και το καλοκαίρι μας, το φτιάχνουμε μόνοι μας! να, κάτι σαν την άνοιξη του Ελύτη.

Αν και αυτούς τους φάρους τους έχουμε φτιάξει ήδη από τον χειμώνα (μάλλον φέτος μας έλειψε πολύ το καλοκαίρι) νομίζω ήρθε η ώρα να κάνουν την παρουσίασή τους και εδώ! Και πράγματι πρόκειται για ένα εύκολο και πολύ οικονομικό diy που δεν παραμένει μόνο ένα παιδικό diy αλλά χρησιμεύει και σαν φωτιστικό τις νύχτες. Σκέφτεστε τίποτα καλύτερο για τις μέρες που έχουμε τα παιδιά στο σπίτι και δεν έχουν τι να κάνουν;



Υλικά για τους φάρους που φέγγουν από χάρτινα ποτήρια

Λοιπόν για να τα πάρουμε ένα ένα τα πράγματα και για να γίνουν απόλυτα κατανοητά ξεκινάω με τα υλικά που χρειαστήκαμε:χάρτινα ποτήρια μιας χρήσης λευκά (αν δεν έχετε λευκά μπορείτε να τα βάψετε λευκά ή να αφαιρέσετε -αν αυτό είναι δυνατόν- το χαρτόνι με τα χρώματα ή την ονομασία)
χρώματα (εμείς χρησιμοποιήσαμε τέμπερες)
μαύρο χαρτόνι
διαφανή πλαστικά ποτήρια μιας χρήσης
χαρτοταινία λεπτή
λαμπάκι – κεράκι με μπαταρία που βρίσκουμε συνήθως σε καταστήματα του 1 ευρώ.

Φάροι που φέγγουν από χάρτινα ποτήρια βήμα βήμαΕγώ κόλλησα 3 χαρτοταινίες σε οριζόντια θέση σε κάθε ποτήρι αφήνοντας περίπου ίσα κενά μεταξύ τους
Τα παιδιά έβαψαν τα κενά με τα χρώματα που διάλεξαν
Όταν στέγνωσαν οι μπογιές βγάλαμε τις χαρτοταινίες και το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε όμορφα ριγέ ποτήρια
Μετά κόψαμε αφού μετρήσαμε (με το μάτι κυρίως) τον πάτο από ένα πλαστικό διαφανές ποτήρι μιας χρήσης τόσο ώστε να σφηνώνει ακριβώς στον πάτο του λευκού χάρτινου ποτηριού
Κόψαμε ημικύκλια στρογγυλά μαύρα χαρτόνια και φτιάξαμε το καπέλο για τους φάρους μας
Όπως έχουμε όρθιο τώρα το ποτήρι βάζουμε μέσα το κεράκι μπαταρίας και από πάνω σφηνώνουμε το πλαστικό ποτήρι που κόψαμε προηγουμένως. Δεν το κολλάμε όμως ώστε να μπορούμε να το ανοίγουμε και να το κλείνουμε για να ανάβουμε το φωτάκι μας.

;Όχι μόνο διακοσμητικό αλλά και φωτιστικό

Αυτοί οι φάροι λοιπόν αποτελούν μια τέλεια διακοσμητική καλοκαιρινή πινελιά για το σπίτι μας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι φάροι μπορούν άνετα και να ανάψουν και τότε να δείτε χαρά τα παιδιά! Εμείς ανάβουμε που και που τους φάρους μας τα βράδια (το ξεχνάω βασικά εγώ για να το κάνουμε πιο συχνά) και φωτίζεται το σπίτι μας. Καμιά φορά ακούμε και το κύμα της θάλασσας ή καράβια να περνάνε στα ανοιχτά κι ας απέχει η θάλασσα από δω κοντά 50 χιλιόμετρα! τι δεν με πιστεύετε; ε τότε πρέπει οπωσδήποτε να φτιάξετε αυτούς τους φάρους και τότε θα τα καταλάβετε όλα!
Αλήθεια, πως σας φάνηκαν οι φάροι μας;









Αμος Οζ: Η ιστορία πίσω από έναν εμβληματικό συγγραφέα - Η αυτοκτονία της μητέρας, η ρήξη με την κόρη

Πίσω από την παγκόσμια επιτυχία του, ελλοχεύει μία διπλή τραγωδία - Λίγο πριν πεθάνει, ο διάσημος συγγραφέας αφηγήθηκε την τελευταία του ιστορία… τη δική του

Ο Αμος Οζ (1939-2018) ήταν ένας συγγραφέας που αγαπήθηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, ενώ για την πατρίδα του το Ισράηλ υπήρξε εμβληματική φιγούρα όχι μόνο της λογοτεχνίας αλλά και γενικότερα της δημόσιας σφαίρας.

Η προσωπικότητά του χαρισματική, η αύρα του γοητευτική (βοηθούσε σε αυτό το πολύ όμορφο παρουσιαστικό του), το ταλέντο του με τις λέξεις απαράμιλλο.

Ο Οζ πέθανε από καρκίνο το 2018, θέλησε ωστόσο τις τελευταίες του στιγμές να δώσει οδηγίες σε μία αγαπημένη του φίλη για να πει την ιστορία του, αληθινά όσα είχε μέσα του, όσα αποτέλεσαν άλλοτε οδηγό, άλλοτε εμπόδιο, άλλοτε ρότα ζωής. Αυτή ακριβώς την ιστορία διηγείται το ντοκιμαντέρ «Το Τέταρτο Παράθυρο» του Ισραηλινού Γιαϊρ Κεντάρ, το οποίο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που είναι σε εξέλιξη αυτή την εβδομάδα με πλήθος προβολών, σε θερινά σινεμά της πόλης αλλά και μέσω διαδικτύου.

 
Τι δείχνει το ντοκιμαντέρ αυτό; «Πίσω από την παγκόσμια επιτυχία του Αμος Οζ, συμβόλου της ισραηλινής συνείδησης και συγγραφέως μεταφρασμένου σε 45 γλώσσες, ελλοχεύει μία διπλή τραγωδία. Όταν ήταν 12 ετών, η μητέρα του αυτοκτόνησε, ενώ λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του κατηγορήθηκε για σωματική και ψυχολογική βία από την κόρη του, η οποία έθεσε τέλος στις σχέσεις τους. Μέσα από μια σειρά συζητήσεων με την τελευταία του βιογράφο, συνυφαίνοντας αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, κείμενα και συζητήσεις με τους οικείους του, ο Αμος Οζ αφηγείται την τελευταία του ιστορία».

Όπως ακούγεται ο ίδιος να λέει, για να γίνεις συγγραφέας πρέπει να έχεις κάποιο τραύμα και η αλήθεια είναι πως η ζωή του σπουδαίου αυτού συγγραφέα στιγματίστηκε από πολύ δύσκολες στιγμές. Καθοριστική για την όλη του πορεία υπήρξε η απώλεια της μητέρας του, όταν εκείνος ήταν μόνο 12 ετών.

Η μητέρα του ήταν μία ιδιαίτερη γυναίκα. Καταγόταν από την Πολωνία και είχε πανεπιστημιακή μόρφωση και βαθιά καλλιέργεια, ωστόσο πάλευε σε όλη της τη ζωή με την κατάθλιψη, μέχρι που πριν γίνει 40 ετών αυτοκτόνησε.


Ο θάνατος αυτός ήρθε να καταστρέψει ό,τι όριζε μέχρι τότε ως κόσμο και να τον ξυπνήσει βίαια από ένα περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε ως ξεχωριστό, χαρισματικό παιδί που «έπρεπε» -κατά δήλωσή του- να συναρπάζει τους πάντες.

Δύο χρόνια μετά ήρθε η σειρά του να κινήσει τα νήματα. Αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη στη ζωή της Ιερουσαλήμ και το κουλτουριάρικο περιβάλλον που είχε «χτίσει» ο καθηγητής πατέρας του για να πάει να ζήσει σε κιμπούτς* και να ασχοληθεί με γεωργικές εργασίες. Με περηφάνια αλλά και στόχο να πληγώσει την πατρική φιγούρα και όσα συμβόλιζε δήλωνε οδηγός τρακτέρ και έζησε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, μη μπορώντας όμως τελικά να διώξει από το μυαλό του ούτε τη μορφή της μητέρας, ούτε τον ήχο των λέξεων που χόρευαν μέσα του.

Λέξεις που χρόνια αργότερα δεν θα μπορούσε άλλο να κρατάει στο μυαλό του και θα έβαζε σε χαρτί. Το κιμπούτς όπου ζούσε και οι πολλές ώρες εργασίας δεν κατάφεραν να περιορίσουν την ανάγκη για γραφή, ούτε θα απέτρεπαν λίγα χρόνια μετά τους κριτικούς των New York Times να θαυμάσουν την πένα του Άμος Οζ έτσι όπως αποτυπώθηκε στο «Ο Μιχαέλ μου», το βιβλίο που τον καθιέρωσε ως τον σημαντικότερο σύγχρονο Ισραηλινό συγγραφέα.

Παντρεμένος με παιδιά, έγραφε αχόρταγα και κέρδιζε φήμη και δόξα, φέρνοντας πολλά λεφτά και στην κολλεκτίβα, όπου ζούσε. Το άσθμα του γιου του ήταν εκείνο που λειτούργησε ως η αφορμή για να φύγει από το κοινόβιο και να επιστρέψει στη ζωή που είχε απαρνηθεί στην ηλικία των 14.


Η μητέρα του δεν ήταν η μόνη γυναίκα που έμελλε να χάσει. Η δεύτερη τραγωδία που σημάδεψε τη ζωή του ήταν η σύγκρουση με την κόρη του Γκάλια, μία ρήξη που ράγισε και το δικό του είδωλο και για πολλούς τον έχει μετατρέψει σε persona non grata.

Η Γκάλια εξέδωσε την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Κάτι μεταμφιεσμένο σαν αγάπη», στην οποία περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πώς ο πατέρας της, ο διάσημος Άμος Οζ, που λατρεύεται σε όλο τον κόσμο και υπήρξε υπέρμαχος της ειρήνης και της συμφιλίωσης του ισραηλινού με τον παλαιστινιακό λαό, φέρθηκε στην ίδια σαν σκουπίδι. Εγραψε ότι την κακοποιούσε τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά, περιγράφοντας τον ως ένα τέρας δίχως φραγμούς και όρια.


«Στην παιδική μου ηλικία, ο πατέρας μου με χτυπούσε, με έβριζε και με εξευτέλιζε. Ηταν δημιουργικός στην εύρεση τρόπων για να με κακοποιήσει. Με έσερνε σε όλο το σπίτι και με πέταγε έξω. Με αποκαλούσε σκουπίδι. Δεν έχανε την ψυχραιμία του και δεν επρόκειτο για ένα περιστασιακό χαστούκι στο πρόσωπο, μα για μία ρουτίνα σοβαρής κακοποίησης. Το έγκλημά μου ήταν ότι είμαι εγώ, έτσι η τιμωρία μου δεν είχε τελειωμό. Επρεπε να βεβαιωθεί ότι είχα σπάσει» αναφέρει η Γκάλια. Η συγγραφέας Γιεχούντα Ατλας, φίλη της Γκάλια, έχει βγει στα ΜΜΕ του Ισραήλ για να υποστηρίξει την ιστορία της αναφέροντας: «Τις ήξερα αυτές τις ιστορίες. Είναι δύσκολο για εμάς τους αριστεριστές, γιατί ο Αμος Οζ ήταν ο χρυσός μας πρίγκιπας, αλλά φαίνεται πως το φεγγάρι έχει και τη σκοτεινή του πλευρά».

Ωστόσο η χήρα του Οζ και τα άλλα δύο του παιδιά έχουν αντικρούσει κάθε κατηγορία εις βάρος του, λέγοντας πως υπήρξε ένας πολύ ζεστός, δοτικός πατέρας που αγαπούσε την οικογένειά του.

Ο ίδιος μιλάει στο ντοκιμαντέρ για την κόρη του, προσπαθώντας να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί, έχοντας κατά νου και την υστεροφημία του. Προσπαθεί να πείσει ότι τα περιστατικά βίας ήταν πολύ μικρά και πως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η κόρη του έχει αντιδράσει έτσι. Στην ίδια ισορροπία κινείται και η βιογράφος του, η οποία ναι μεν λέει ότι πιστεύει την κοπέλα, από την άλλη όμως λατρεύει τον Οζ και πιστεύει και σε εκείνον, με αποτέλεσμα να αφήνεται ο τηλεθεατής να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Οποια και αν είναι η αλήθεια, το «Τέταρτο Παράθυρο» είναι ένα ξεχωριστό ντοκιμαντέρ που διαπερνά όχι μόνο τη ζωή του Οζ αλλά και την ιστορία του κράτους του Ισραήλ, δίνοντας μία σφαιρική ματιά στην προσωπικότητα του συγγραφέα που έχει αγαπηθεί πολύ και στην Ελλάδα.

Το κιμπούτς είναι ισραηλινή συλλογική κοινότητα.  Παρέχει στα μέλη του τα πάντα σε αντάλλαγμα για τη στήριξή τους στην κοινότητα μέσω της εργασίας τους.



 "Στο σπίτι μας μόνο βιβλία είχαμε μπόλικα, αλογάριαστα, από τοίχο σε τοίχο, στο διάδρομο, στην κουζίνα, στην είσοδο, στα περβάζια των παραθύρων και πού δεν είχαμε. Χιλιάδες βιβλία σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Υπήρχε μια αίσθηση ότι οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, γεννιούνται και πεθαίνουν, τα βιβλία όμως είναι αθάνατα. Όταν ήμουν μικρός, έλπιζα να μεγαλώσω και να γίνω βιβλίο. Όχι συγγραφέας, αλλά βιβλίο: ανθρώπους μπορείς να σκοτώσεις σαν μυρμήγκια. Και συγγραφείς δεν είναι δύσκολο να σκοτώσεις. Τα βιβλία όμως, ακόμα και αν τα καταστρέφουν συστηματικά, πάντα υπάρχει πιθανότητα να σωθεί κάποιο αντίτυπο και να συνεχίσει να ζει πάνω στο ράφι, μια αιώνια σιωπηλή ζωή σε κάποιο ξεχασμένο ράφι σε κάποια μακρινή βιβλιοθήκη, στο Ρέικιαβικ, στο Βαγιαντολίδ ή στο Βανκούβερ.
| Ιστορία αγάπης και σκότους | μτφρ.: Ιακώβ Σιμπή | εκδόσεις Καστανιώτη |"

Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - ΜΗΝ ΤΟΝ ΡΩΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Ένα από τα τραγούδια-διαμάντια της Ελληνικής δισκογραφίας, που παραμένει ανεξίτηλο στο χρόνο, είναι αναμφισβήτητα η δημιουργία του Μάνου Χατζιδάκι «Μη τον ρωτάς τον ουρανό».


Από την υπέροχη κινηματογραφική ερμηνεία της Τζένης Καρέζη μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει εκατοντάδες επανεκτελέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποτελεί αγαπημένο τραγούδι στα live ρεπορτόρια, σχεδόν όλων των Ελλήνων καλλιτεχνών και ίσως είναι από τα ελάχιστα Ελληνικά τραγούδια με παγκόσμια αναγνωρισιμότητα.


Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες, βρήκα στην ιστοσελίδα www.glikiazoi.gr απόσπασμα από το βιβλίο του Ζάχου Χατζηφωτίου «Η Τζένη Καρέζη όπως την γνώρισα» (εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1998) που αναφέρεται στην ιστορία του τραγουδιού και την αναδημοσιεύω:


«.....Η ταινία λεγόταν, "Το νησί των γενναίων" και είχε πολλά γυρίσματα στην Κρήτη, όπου η Τζένη, πετιόταν τις Δευτέρες με το αεροπλάνο και γύριζε την Τρίτη.


Τη μουσική της ταινίας, έγραφε ο Χατζιδάκις. Μια Δευτέρα πρωί λοιπόν, την εποχή που γύριζαν την ταινία, η Τζένη, θα έφευγε με το αεροπλάνο στις δέκα το πρωί. Αλλά πριν πάει στο αεροδρόμιο θα πέρναγε από το σπίτι του Χατζιδάκι να πάρει μια κασέτα με ένα τραγούδι που θα 'γραφε ο Μάνος, το οποίο θα τραγούδαγε σε ένα από τα πλάνα που θα γύριζαν στην Κρήτη εκείνη την Δευτέρα. Της είπα λοιπόν, -ευγενώς προσφερθείς- ότι θα την πήγαινα εγώ στο αεροδρόμιο, αφού θα πηγαίναμε πρώτα από τον Χατζιδάκι, και μετά θα πήγαινα εγώ στον Πειραιά και στην δουλειά μου. Ξυπνήσαμε λοιπόν πρωί και στις οκτώ, φύγαμε από το σπίτι και πήγαμε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου εκεί έμενε τότε ο Χατζιδάκις. Ώσπου να παρκάρω στην γωνία, Η Τζένη είχε κατέβει και χτύπαγε το κουδούνι του Χατζιδάκι από κάτω, στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Όταν έφτασα κι εγώ στην πόρτα, η Τζένη ήταν ήδη εκνευρισμένη και χτύπαγε για τρίτη φορά το κουδούνι, μετά μανίας.


“Να δεις που κοιμάται ακόμα και δεν ακούει και θα χάσω το αεροπλάνο” Προσπάθησα να την καθησυχάσω λέγοντας: ‘Ηρέμησε και μη σε πιάνει πανικός, έχουμε πολύ ώρα ακόμη”


“Μα χρυσό μου …” ξεκίνησε να μου λέει-και το χρυσό μου, έμπαινε όταν άρχιζαν τα νεύρα της-και ω του θαύματος, ένας κύριος έβγαινε και άνοιξε η κάτω πόρτα. Αυτό ήταν ένα βήμα μπροστά στο πρόβλημά μας. Μπήκαμε και ανεβήκαμε τρέχοντας στο δεύτερο πάτωμα, που έμενε ο Μάνος. Η Τζένη ήξερε την πόρτα, έτρεξε και άρχισε αμέσως να χτυπάει το κουδούνι. Και το μεν κουδούνι ακουγόταν στο διάδρομο που χτύπαγε δυνατά, από μέσα όμως, καμία κίνηση. Η Τζένη, άρχισε να δείχνει σημεία παράκρουσης ”Δεν είναι δυνατόν…”, έλεγε, ”χθες το βράδυ συνεννοηθήκαμε να 'ναι έτοιμη η κασέτα”.




Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να ξεφυσάει έξαλλη και με το δίκιο της. Τότε έβγαλα τα κλειδιά μου κι άρχισα να χτυπώ δυνατά την πόρτα με ένα μεγάλο κλειδί και προφανώς ο ήχος αυτός, ενήργησε ευεργετικά-για εμάς- στα αυτιά του Χατζιδάκι διότι σε λίγο ακούστηκε ένας βήχας, μετά, το γνωστό σύρσιμο της παντόφλας κι ένα βραχνό “έχομαι” δεδομένου ότι το γράμμα “ρο” για τον Χατζιδάκι, ήταν τελείως άγνωστο.


Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας Χατζιδάκις απότομα ξυπνημένος, με ένα τσιγάρο μόλις αναμμένο να κρέμεται στο στόμα, με τα μάτια ακόμα μισόκλειστα αλλά με έκφραση έκπληξης δηλαδή: Τι γυρεύετε πρωί πρωί και χτυπάτε έτσι την πόρτα; Και ακολούθησε ο παρακάτω ιστορικός, τραγικός αλλά και παρανοϊκός διάλογος.


Τζένη: Μάνο την κασέτα, Μάνο, και θα χάσω το αεροπλάνο.


Μάνος: Ποια κασέτα χρυσό μου πρωί πρωί;


Τζένη (έξαλλη): Την κασέτα με το τραγούδι, που θα πω στο γύρισμα στην Κρήτη τώρα…και θα χάσω το αεροπλάνο.


(Η Τζένη απο την αγωνία της, είχε μια ελαφρά ασυναρτησία στα λεγόμενα της. Πάντως ο Μάνος, αντελήφθη. Και ήρεμος της λέει)
Μάνος: Πάμε μέσα να πιούμε έναν καφέ και θα στην δώσω.


Με το "θα στη δώσω" ο Μάνος εννοούσε… θα στη γράψω τώρα!


Και η μεν Τζένη πήγε μέσα στο κουζινάκι τρέμουσα και του έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, έκατσε στο πιάνο και άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάκτυλα του στα πλήκτρα. Μια λοιπόν έπαιζε μερικά μέτρα μουσικής στο πιάνο, μια έγραφε με ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μια διάβαζε τους στίχους που του είχε δώσει από καιρό η Τζένη και τους είχε πάνω στο πιάνο. Κάποια στιγμή έφτασε και ο καφές. Ήπιε δυο γουλιές καφέ και μετά πάτησε μια νότα και της λέει της Τζένης:


-Για τραγούδα αυτή τη νότα.


Η Τζένη έκανε, α, α, α,..


-Εντάξει της λέει ο Μάνος. “μπορείς να το πεις” Και τότε, το έπαιξε όλο μαζί!!!


Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά, μόλις είχε ξυπνήσει, έγραψε αυτό το θείο τραγούδι που λέει: Μην τον ρωτάς τον ουρανό, το σύννεφο και το φεγγάρι, το βλέμμα σου το φωτεινό, κάτι από τη νύχτα έχει πάρει.. λα,λα,λα…λαλα” και λοιπά”.


Τώρα η Τζένη είχε μείνει άφωνη. Τις είχε φύγει και ο εκνευρισμός κι άκουγε τη μουσική μαγεμένη. Ο Μάνος, πάτησε το μαγνητόφωνο που είχε πάνω στο πιάνο, ξανάπαιξε το κομμάτι όλο, με όλες του τις λεπτομέρειες και τα ακομπανιαμέντα και το 'γραψε.


Έβγαλε την κασέτα, την έδωσε στην Τζένη, τη φίλησε και της είπε: ”Άντε στο καλό και να το μάθεις μέσα στο αεροπλάνο” Η Τζένη πήρε την κασέτα, αλλά άρπαξε και το μαγνητοφωνάκι, για να το παίζει μέσα στο αεροπλάνο. Τον φίλησε και του είπε χαμογελώντας: “Πάρε άλλο, ώσπου να στο φέρω πίσω..” και φύγαμε τρέχοντας για το αεροδρόμιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις με το πληθωρικό ταλέντο...»


Το 1959 ο Ντίμης Δαδήρας σκηνοθετεί την ταινία Το νησί των Γενναίων (ΟΛΥΜΠΙΑ FILM) με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Την μουσική της ταινίας γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις. Στην ταινία ακούγεται το υπέροχο τραγούδι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» από τη φωνή της Τζένης Καρέζη, η οποία το ερμηνεύει μοναδικά.


Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί σε δίσκο 45 στροφών με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λω από την εταιρεία Fidelity.


Το 1962 κυκλοφορεί με την Brenda Lee και το τίτλο "All Alone Am I" σε στίχους του Arthur Altman, φτάνοντας στην τρίτη θέση του αμερικανικού TOP-100 το Νοέμβριο του 1962 και στην έβδομη στα charts της Μεγάλης Βρετανίας τον Φεβρουάριο του 1963.


Οι ελληνικοί στίχοι είναι των Γιάννη Ιωαννίδη και Παναγιώτη Κοκοντίνη.


Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε
μας πήρε ο πόνος και νυχτωθήκαμε
σβήσε το δάκρυ με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο μέσα απ' τα χείλη σου


Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ' τη νύχτα έχει πάρει


Ό,τι μας βρήκε κι ό,τι μας λύπησε
σαν το μαχαίρι κρυφά μας χτύπησε
σβήσε το δάκρυ με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο μέσα απ' τα χείλη σου


Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ' τη νύχτα έχει πάρει


Πολύτιμη Βοήθεια:
www.glikiazoi.gr
Μουσικό Ιστολόγιο: love4music


 

via

 

Ο Άγιος της Ομόνοιας-όσιος Πορφύριος | π.Βασίλειος Χριστοδούλου |κείμενο Μαρίας Μουρζά | Σοφία Χατζή

Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, Άγιος Ιωάννης Εύβοιας, 7 Φεβρουαρίου 1906 - Άγιο Όρος, 2 Δεκεμβρίου 1991), ήταν Έλληνας ιερομόναχος που και έγινε ευρέως γνωστός για το βίο και το έργο του. Ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 27 Νοεμβριου 2013.

Γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Ιωάννης του σημερινού Δήμου Ταμιναίων της Εύβοιας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης και από πολύ νωρίς έδειξε έφεση προς το μοναχισμό. Σε ηλικία 13 χρόνων και έχοντας τελειώσει μόνο την Β' Δημοτικού, μετέβη στη σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα γνωστά Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου έζησε τα επόμενα 6 χρόνια, ως υποτακτικός σε δύο γέροντες μοναχούς, λαμβάνοντας το όνομα Νικήτας. Κατόπιν, λόγω σοβαρής ασθένειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας, στο Αυλωνάρι της Εύβοιας.

Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, δίνοντάς του και το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός. Τα επόμενα χρόνια, επειδή το μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών έγινε γυναικείο, ο Πορφύριος εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγίου Νικολάου, στην Άνω Βάθεια του σημερινού Δήμου Αμαρυνθίων, στην Εύβοια.

Το 1940, σε ηλικία 34 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου στις 12 Οκτωβρίου διορίστηκε εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική Αθηνών, στην Ομόνοια.

Στις 16 Μαρτίου 1970, έχοντας συμπληρώσει 35ετία, έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος και αποχώρησε από τη θέση του εφημερίου, όπου όμως συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το 1973. Τη χρονιά εκείνη έφυγε από την Αθήνα για να εγκατασταθεί αρχικά στον Άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια (σημερινή Καλλιθέα) της Πεντέλης και μετά από μερικά χρόνια στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Απέκτησε σημαντική φήμη και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν στον τόπο διαμονής του.

Το Νοέμβριο του 1991 μετέβη στο παλαιό κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Κατατάχθηκε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη συνεδρίασή της που διεξήχθη στις 27 Νοεμβρίου 2013.[1


]Ο Άγιος της Ομόνοιας-όσιος Πορφύριος | π.Βασίλειος Χριστοδούλου |κείμενο Μαρίας Μουρζά | Σοφία Χατζή

Οδυσσέας Ελύτης – Αναρωτιέμαι / Το παράπονο Αναρωτιέμαι

 

«Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Μούτρα. Ν’ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ’ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα».


Οδυσσέας Ελύτης


Ο Ευγένιος Αρανίτσης γράφει για τον Θανάση Βέγγο (29 Μαΐου 1927 - 3 Μαΐου 2011) αμέσως μετά τον θάνατό του | εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07.05.2011 |

Για να καταφεύγει ο Βέγγος τόσο συχνά στην προσφώνηση "Καλοί μου άνθρωποι!", πά' να πει ότι υπήρχαν και κακοί -διαφορετικά η διευκρίνιση θα περίττευε.
Τώρα οι κακοί, οι άπληστοι, οι πωρωμένοι, οι μηδενιστές και οι τεχνοκράτες επελαύνουν κερδίζοντας τις μάχες σε όλα τα μέτωπα, ενώ ο Βέγγος χάνεται μαζί με την τελευταία συγκινησιακή ανταύγεια της δεκαετίας του '60, στην ψυχική ευρυχωρία της οποίας είχε τρέξει και ξανατρέξει αλωνίζοντας και καλώντας τους πάντες σε επαγρύπνηση εν όψει μιας απειλής που ουδέποτε κατονόμαζε. Εκ των υστέρων, έχουμε αμέτρητους λόγους να υποθέσουμε πως η τελευταία δεν ήταν παρά ο κίνδυνος να αποκοπούμε απ' το συναισθηματικό φως του παρελθόντος της ζωντανής γειτονιάς.
Πράγματι, το τρέξιμο του Βέγγου στην πόλη, η αδιάκοπη κίνηση πάνω-κάτω και γύρω απ' την εστία κάθε μικροσυμβάντος είναι μια τρελή τροχιά απείρως πιο αγωνιώδης και ομιλητική απ' ό,τι των διάσημων συναδέλφων του της κινηματογραφικής κωμωδίας, όπως ο Λουί ντε Φινές ή, παλαιότερα, ο Τσάπλιν. Μ' αυτούς μοιράζεται, φυσικά, τη σπασμωδική τεθλασμένη και την ταχύτητα μιας κίνησης που προκύπτει απ' την καταδίωξη: όλοι αυτοί οι κωμικοί τρέχουν σαν να τους κυνηγούν, για να μην πούμε ότι τους κυνηγούν όντως κάθε είδους απειλές και παρεξηγήσεις, αντικείμενα που ξεφεύγουν από τον έλεγχο και παλιάνθρωποι. Ωστόσο υπάρχει στον Βέγγο, επιπλέον -και κυρίως-, μια δόση αστείρευτης αγάπης για εκείνους που αναλαμβάνει να προστατέψει και που δεν είναι παρά οι ίδιοι οι θεατές: ο Βέγγος τρέχει θέλοντας να προειδοποιήσει για μιαν επερχόμενη καταστροφή, τρέχει αντιστεκόμενος στην εισβολή ενός παράλογου τρόπου ζωής που έρχεται απ' το μέλλον και που ήδη έχει κατακτήσει, στις ταινίες εκείνες, το εσωτερικό των σαλονιών της ανώτερης τάξης με τη γοητεία των πλαστικοποιημένων επιφανειών και την υπνωτιστική επιρροή των επίπλων ντιζάιν στις αποφάσεις του Κωνσταντάρα και της Μάρως Κοντού. Εν ολίγοις, ο Βέγγος τρέχει, όχι μόνον επειδή δεν τον χωράει ο τόπος, αλλά επίσης για να σημάνει συναγερμό.
Τρέχει και τρέχει θέλοντας να μας πει ότι η συμφορά δεν είναι αυτή που μας βρήκε αλλά εκείνη που πρόκειται να μας βρει όταν θα λησμονηθεί οριστικά και αμετάκλητα το περίφημο εκείνο κάτι, αυτός ο προ πολλού μισοχαμένος θησαυρός που ο ίδιος ψάχνει εδώ κι εκεί και που δεν είναι άλλος απ' τη διαπροσωπική συμπάθεια ως ιδανική ρίζα κάθε επιθυμίας και κάθε αιτιότητας. Τρέχει διαλαλώντας ότι η ευτυχία τού να περιστοιχίζεσαι από καλούς ανθρώπους εκπνέει όπου να 'ναι, σημαδεμένη από την ημερομηνία λήξης της διαφαινόμενης αλματώδους προόδου στην τεχνολογία των τηλεοράσεων και των ψυγείων. Τρέχει σπάζοντας όλα τα ρεκόρ νευρικότητας και υπερδιέγερσης για να μας μεταδώσει, με κωμικό τρόπο, το νόημα της τελευταίας ευρωπαϊκής τραγωδίας: δηλαδή την επίγνωση ότι κάθε ρεκόρ, κάθε επίτευγμα έχει χαρακτήρα αποχαιρετιστήριο. Σ' αυτό συνίσταται η ιδιοφυΐα του.
Αποδείχτηκε προφήτης. Ήταν ο πιο ενστικτώδης, καλόκαρδος και ταλαντούχος ταχυδρόμος που είχαμε ποτέ.

| Ο Ευγένιος Αρανίτσης γράφει για τον Θανάση Βέγγο (29 Μαΐου 1927 - 3 Μαΐου 2011) αμέσως μετά τον θάνατό του | εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07.05.2011 |

Πέθανε ο Χρήστος Γιανναράς: Έσβησε η τελευταία φλόγα της ελληνικής φιλοσοφίας

Ο Χρήστος Γιανναράς έφυγε απ' τη ζωή, αφήνοντας μια πιο φτωχή Ελλάδα. Ο Χρήστος Γιανναράς , εξέχων σύγχρονος Έλληνας φιλόσοφος και συγγ...