«Η Μαρία Νεφέλη λέει: Δεν έχω συγγενείς απ’ όλη μου τη ζωή προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα. Γέμισα τον έρωτα σταυρούς. Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε» (Οδυσσέας Ελύτης, ‘Μαρία Νεφέλη).
Η 'Μαρία Νεφέλη΄ του Οδυσσέα Ελύτη (δημοσιεύθηκε το 1978), 'συνομιλεί' με την ιστορία, με τις πολλαπλές θεάσεις του γίγνεσθαι, αποδίδει το μύθο ως καταστροφή-δημιουργία, δομεί το πεδίο του προσπελάσιμου ανθρώπου εντός ποίησης.. Η διαρκής ώσμωση της Μαρίας Νεφέλης ( η κραταιά συνείδηση) και του Αντιφωνητή ( σύμβολο που 'ακροάται' & παραδίδει) προσλαμβάνει μία λογοθετική δυναμική η οποία εκβάλλει, φέρει το γνωστό & άγνωστο στοιχείο, το ορατό & το αόρατο..
Σε μία εναλλαγή ρόλων, η 'Μαρία Νεφέλη' και ο 'Αντιφωνητής' δεν αντιστρέφουν παρά διαμορφώνουν τα όρια της παρουσίας τους, κινούνται προς το ιστορικό προτσές με ρυθμούς γρήγορους, δίχως ταυτότητες, εμβαθύνουν στο βίωμα και στην 'γυμνή' παρατήρηση-παρέμβαση, μεταβάλλοντας: την ιστορία και τις χρήσεις της, τις διάστικτες πεποιθήσεις..
Ο ποιητής, ορμητικός, αισθαντικός, ερωτικός ενώπιον του πάθους της δημιουργίας, διαμεσολαβεί τις κανονικότητες του λόγου, των κάθε είδους εξουσιαστικών πρακτικών, (οι ιστορικές-πολιτικές νύξεις είναι εδώ σαφείς, παραλληλίζονται σε έναν κύκλο ανθρώπινων ζωών που ενεργούν στην ιστορία) συγκροτεί δύο προσωπεία τα οποία και, μέσα από διάφορες ζωές και πολλούς θανάτους αποκαλύπτονται σαν αυτό που πρωτίστως δεν είναι.. Μοίρα και μεταβλητές σε μία εξίσωση με προκαθορισμένα 'χαρτιά'..
Η κάθε λέξη συνιστά και την 'απόδραση' από την ιστορία του απλά εφικτού, επανεγγράφει την ανθρώπινη παρόρμηση και ως συμφέρον, διαλέγεται με τις νόρμες της τεχνοκρατικής επάρκειας & πειθάρχησης, ('Ε σεις Κύριοι της Τεχνοκρατίας', αναφωνεί η Μαρία Νεφέλη), λειτουργεί εντός του εκσυγχρονισμού και των πλαισιώσεων του.. Ο Οδυσσέας Ελύτης 'εξεγερτικοποιεί' έως το σημείο της πρωταρχικής εκκίνησης: 'άνοιξη' του ανθρώπινου πνεύματος, αντηχήσεις των ανθρώπινων υποκειμένων-σωμάτων που ερωτοτροπούν με το ατελές και την ατέλεια, σώματα τα οποία αναπαριστούν την εν κινήσει 'μαθητεία' στην ποίηση..
Η ποιητική συλλογή 'Μαρία Νεφέλη' διεισδύει στο πεδίο-περιβάλλον της 'νέας λιθίνης εποχής', ανασημασιοδοτεί τον ιστορικό καιρό που αναπαράγει φόβους, προτροπές (κάνε το), προσδιορισμούς και απαγορεύσεις, εδραζόμενη σε μία λογοθετική σχεσιακότητα που διεκδικεί να καταστεί 'ορατή' και να αφεθεί να 'ομιλήσει', στην τριβή των σωμάτων που, φέροντας την φθορά επιδιώκουν να αντισταθούν σε αυτήν, όπως και στις υψηλές προτεραιότητες της κάθε υψηλής πύλης..
Εντός του πολέμου και των ερειπίων που αφήνει πίσω του, ο Ελύτης παρουσιάζει τον άνθρωπο και το μαρτύριο του μέσα σε αυτόν, την ποίηση ως δομή ανάθεσης της ευθύνης, ως 'εργαλείο' ελεύθερης ηθικής ή μίας ηθικής που δίνει στην ποίηση το πρωτείο της ανάλυσης & της προσέγγισης..
«Η Μαρία Νεφέλη λέει: θέλει πήδημα μες στις ιδέες. Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος. Μακριά μέσα στ’ απώτατα βάθη του Αμνού ο πόλεμος συνεχίζεται».[1]
Η Ελένη πάνω στο δικό της υψηλό βάθρο, διεκδικείται από όλους. Από φίλους και εχθρούς.. Ερωτικό υποκείμενο, που εξελίσσει και διευρύνει την ιστορία. Μέσα από την Ελένη του παρελθόντος και του παρόντος, ο άνθρωπος διαβλέπει τον εαυτό του, το αίμα που χάσκει ως εικόνα και ως μνήμη..
Οι ρόλοι αντιστρέφονται και κάλλιστα η ‘Μαρία Νεφέλη’ δύναται να είναι ο ‘Αντιφωνητής’, ο οποίος επικοινωνώντας με τις ίδιες τις καταλήξει της ποίησης, καθίσταται ο μνημειώδης άλλος: του εαυτού, της ιστορίας, της ποίησης. Η ‘Μαρία Νεφέλη’, σωματική, παράφορα ερωτική, ονοματοδοτεί πτυχές του ιστορικού-ανθρώπινου βίου, συγκροτεί το δυϊσμό: άρνηση και πάλι άρνηση, μέχρι να προκύψει κάτι νέο, κάτι καινούργιο, μέσα από την πρωταρχική ‘μήτρα’ και τις «πολύσημες» ωδίνες της ιστορίας.. Και ο «έρωτας» με την αντίστροφη λογική θα μπορούσε να είναι η απαρχή της ποίησης..
Όπως αναφέρει ο ποιητής, μέσω του ‘Αντιφωνητή’: «Αν είσαι απ’ τους Ατρείδες άμε σ’ άλλα μέρη να ολολύξεις.. Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει εδώ που ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης υπαρχτό με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα- Κοίταξε: πως η μνήμη δένει τα μαλλιά πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα τρέμοντας απ’ την τόση αλήθεια· πως τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες· κάτι θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς να’ ναι γενναίος και δυνατός. Να υπάρχει μόνον. Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του ανθρώπου από το δνοφερόν στο αείφωτον ψαύοντας δάχτυλο το δάχτυλο εωσότου ο κόλπος όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί· ο γυαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα».[2]
«Όπως το αίμα» & τα «σταφύλια» μένει η συγκρότηση του κόσμου εντός ποίησης, η «ανασυγκρότηση» του ανθρώπου που δρα, των συμβόλων και των συμβολισμών που δεικνύουν τις εξελίξεις.. Και με την παρομοίωση (ή και την παραπομπή) στον γυναικείο κόλπο, το γίγνεσθαι, ατελεύτητο όσο ο κόλπος, περιλαμβάνει τα ψηφιδωτά παρουσίας, εκεί όπου ο ποιητικός λόγος δύναται να ‘αμυνθεί’, να διευρύνει και να διευρυνθεί. Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη κατασκευάζει κάθε στιγμή το έλασσον και το μείζον, ‘φυσικοποιεί’ τον άνθρωπο, μένει ως έχει: πρωταρχικότητα της στιγμής και της καταγραφής της, της τοποθέτησης του υποκειμένου εντός στιγμής.
«Και ο Αντιφωνητής: ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυ της ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοί που εχάσαμε το θείο ναυάγιο για πάντα. «Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική θα μας βοηθούσανε να κατανοήσουμε τη βαθύτερη δομή του κόσμου».[3]
Και η «βαθύτερη δομή», στη ‘Μαρία Νεφέλη’ είναι το αθέατο βάθος-χάσμα που προσεγγίζεται διαμέσου του διαπερατού τραύματος.. Η ‘Μαρία Νεφέλη’ συνιστά ένα ταυτοτικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο ταυτόχρονα επιδιώκει να εμβαθύνει στην περίληψη και στη συγκέντρωση του όλου, στην αναπαραγωγή «φτασμένων» μύθων, στην αποτύπωση της σύγχρονης ιστορίας ως αντανακλαστική όψη του ανθρώπινου αίματος-θρήνου. Και μέσα από αυτές τις πτυχές δύναται να αναγνωστεί η ιστορία, οι απολήξεις της δικαιοσύνης, της ερωτικής και μη ισότητας, της προσδοκίας για το ίχνος του διαφορετικού.. Ο ποιητής προκαλεί τον ίδιο του τον εαυτό, τις λεκτικές του καταβολές: μίλα σαν να μην υπάρχει αύριο, ή σαν να αρχίζουν πάλι όλα από την αρχή. Το δικό του πένθος «κινεί», στοχάζεται επί των υπαρκτών ορίων, φαντασιακά προστρέχει και αναφέρει.. Και εμμένει η ποίηση ως ‘επιστήμη’ των αντιθέσεων να καταγράφει και να επιδιώκει να ερμηνεύσει, νοητικά..
Η ‘Μαρία Νεφέλη’ παραπέμπει σε μία ‘κοινότητα λέξεων’, στις διαστάσεις του όλου, στην υποκρύπτουσα αθωότητα, στην κατάληξη που έχουν οι δύο πρωταγωνιστές, η ‘Μαρία Νεφέλη’ & ο ‘Αντιφωνητής’: να προβάλλουν το νόημα του λόγου που ειπώθηκε σε στιγμές απώλειας, ενώπιον μηχανών που ‘αλέθουν’.. Η εξέγερση του Οδυσσέα Ελύτη είναι η εξέγερση του πνεύματος που εισχωρεί στο πεδίο της ποίησης, εξέγερση που εγκολπώνεται ‘αφιερώσεις’ στο φαντασιακό και στο πραγματικό.. Όπως γράφει ο ποιητής Νίκος Καρούζος: «Ουρανός επί λέξει. Κι ακόμη διάφωνα στον αχερώνα του αιώνα. Το Σύμπαν έχει ασυνταξίες».[4]
Η ‘Μαρία Νεφέλη’ συνιστά την κουλτούρα της ποίησης που έμπρακτα αποϊεροποιεί, διαμορφώνει την δική την ‘αξία χρήσης’, καθίσταται ποίηση ρέουσα.. Και όπως ομιλεί ο ποιητής: «Η Μαρία Νεφέλη λέει: THROUGH THE MIRROR Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει μάταια μην ψάχνεις Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα».[5]
Ο Οδυσσέας Ελύτης μετουσιώνει την αλήθεια, την δική του και των άλλων, σε συνθήκη, ιδεατή και μη.. Προστρέχει στα πρόσωπα που επικοινωνούν, ενέχουν τον λόγο ως ποίηση και την ποίηση ως λόγο, που εκτίθενται στις προβολές του χρόνου, στις πτυχώσεις μίας ποίησης, η οποία όσο φέρει το δυνητικό, το ακέραιο, άλλο τόσο φέρει και το υπαρκτό θραύσμα. Και η ιδιαίτερη σημαντικότητα της έγκειται στις δυνατότητες ‘κατακερματισμού’ του προφανούς, στις όψεις ανάδυσης μίας δι-ιστορικής ανθρωπινότητας η οποία διαλέγεται και διαμεσολαβείται από το όριο της ύπαρξης: την τομή..
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Οδυσσέας Ελύτης με την ‘Μαρία Νεφέλη’, συστηματοποιεί τον δυϊσμό ρητό-άρρητο, ενέχοντας παράλληλα μία ουσιαστική αναφορά: το ότι η ποίηση και ο ποιητικός λόγος (ως συγκροτούμενο συμβάν) δομούνται εντός μαρτυρικών εγκλήσεων, διάστικτων από «ορατές» και «αόρατες» κινήσεις. «Διότι η οδύνη είναι ζωή», αναφέρει ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι στους ‘Αδελφούς Καραμάζοφ».[6] Και η ποίηση δύναται να εμβαθύνει στους κανόνες της οδύνης, του ‘τραύματος’ που περιλαμβάνει την μνήμη. Ο ποιητής επιδιώκει να προσδιορίσει τις δυνατότητες που έχει το ‘τραύμα’ να καταστεί οικείο, να επανεγγράψει το απαγορευμένο..
Αναφέρει η Τζούντιθ Μπάτλερ: «Το γεγονός ότι βρισκόμαστε πάντα σε κοινότητες με άλλες μορφές ζωής, σε κοινωνικές σφαίρες συνυφασμένων και διαφορετικά ενσαρκωμένων σωμάτων, λειτουργεί εξαρχής ως ένας παράγοντας που κλονίζει τη φαντασίωση του αυτάρκους ανθρώπινου υποκειμένου».[7] Η ποίηση της ΄Μαρίας Νεφέλης’ ή η ποίηση στη ‘Μαρία Νεφέλη’ τείνει να αποδομήσει την έννοια του «αυτάρκους», του οριζόμενου ως ‘διαλεκτικά κανονικού’, ανατρέποντας την σειρά των πραγμάτων και διηγούμενη αντεστραμμένα: από την αρχή, αλλά όχι προς το τέλος, αλλά προς μία αρχή που μένει να πραγματοποιηθεί.. Μία ζωή και πολλές ζωές.[8]
Θέτοντας το με άλλους όρους, τα δύο μείζονα ποιητική υποκείμενα (Μαρία Νεφέλη & Αντιφωνητής) ακέραια στο ύψος της δομής, αίρονται μαζί με την ακεραιότητα, για να ακουστεί όχι η απλή αφήγηση, αλλά ο ποιητικός λόγος επί των πραγμάτων, των συμβάντων και των ερωτικών πλεύσεων.. Ο Οδυσσέας Ελύτης επαναφέρει στο πεδίο την διαρκή προσπάθεια για την συγκρότηση του ΄μνημονικού’ υποκειμένου. Η ‘Μαρία’ Νεφέλη’ συνιστά την συνήχηση των καιρών, την απόδοση της ποιητικής μαρτυρίας που κλίνει το γόνυ στην οριστική ‘αμαρτία’..
Με τα λόγια του Σουδανού ποιητή Αλ Σαντίκ αλ Ράντι: «Το σώμα ενός πουλιού σπαρταρά στο σώμα μου ψελλίζοντας τραγούδια. Τα μάτια του αντανακλούν φως σκληρό κι απογυμνωμένο. ‘Πρέπει να διαρρήξεις τον ορίζοντα έστω μια φορά, γιατί μόνο έτσι θα αφυπνιστείς. Να ανοίξεις ένα ένα τα παράθυρα να στηρίξεις εσύ τους τοίχους σου’».[9]
Η ‘Μαρία Νεφέλη’ είναι η παρουσία και η ταυτόχρονη απουσία του δικαίου, η ενσάρκωση της ‘λεπτής’ περιοδολόγησης του χρόνου, της ενίοτε ακανόνιστης αίσθησης της ψηλάφησης..