Οι τριγμοί από τις πατημασιές μας στο ξύλινο πάτωμα, φέρουν τα βήματα του συγγραφέα, ενώ οι σκέψεις και οι εικόνες, περιστρέφονται γύρω του. Οι αξίες που του μετέδωσαν οι γονείς του, η ταπεινότητά τους, η συναναστροφή με τους απλούς ανθρώπους και σε αντιδιαστολή, η υποκρισία των απανταχού τιμητών της ηθικής. Την κατανυκτική ησυχία του σπιτιού συνοδεύει η περίφημη ρήση του από τους ‘’Χαλασοχώρηδες’’: «…Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος». Η ξεναγός μας, συνεχίζει: «Στον όροφο βρίσκονται τρία δωμάτια και έξω στο χαγιάτι διακρίνουμε το καλοκαιρινό κουζινάκι.
Το ισόγειο στο σπίτι-μουσείο του Παπαδιαμάντη, δεν είναι πια αποθήκη, αλλά ένας εκθεσιακός χώρος –βιβλιοθήκη που ξεχωρίζουν οι προθήκες με τις συλλεκτικές παλιές εκδόσεις και τα μεταφρασμένα έργα του. Όπως μας είπε η ξεναγός κα Σταυρούλα Μίγκα: «Βιβλία του Παπαδιαμάντη έχουν μεταφραστεί σε 23 γλώσσες. Το εμβληματικό του έργο ‘’Η φόνισσα’’ είναι το πλέον μεταφρασμένο, ενώ σχετικά πρόσφατα η ‘’Σταχομαζώχτρα’’ μεταφράστηκε στα Ιαπωνικά». Βγαίνοντας στο αυλιδάκι με τη λεμονιά καθόμαστε δίπλα στο τραπεζάκι με τον σγουρό βασιλικό συζητώντας με τον συνοδοιπόρο και φωτογράφο Γιώργο Δέτση, τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψη. «Πριν φύγετε από το νησί, να περάσετε από την Παναγία τη Λημνιά, στο πάνω καλντερίμι στη Χώρα» μας λέει η ακάματη ξεναγός, αιτιολογώντας: «Εκεί φυλάσσεται η κάρα του Παπαδιαμάντη. Πάνω στο κασελάκι είναι γραμμένοι οι στίχοι του Μαλακάση:
«Ο κάθε στοχασμός σου
Ασμάτων άσμα.
Στον κόσμο τον δικό σου
Κόσμος το κάθε πλάσμα»
Ο Παπαδιαμάντης και η σχέση του με το Κάστρο
Καθώς αφήνουμε πίσω μας τη Χώρα και πλησιάζουμε προς το Κάστρο, διαισθανόμαστε ότι αφήνουμε πίσω μας μία εποχή. Οδηγώντας στον δύσβατο χωματόδρομο με την μακρόστενη αψίδα δέντρων, που δεν αφήνει τις ακτίνες φωτός να διεισδύσουν, κατεβαίνουμε για μια πιο ουσιαστική συνάντηση με τον τόπο. Περπατώντας, φθάνουμε στον κατάφυτο και ιδιαίτερα φροντισμένο προαύλιο χώρο στο ξωκκλήσι της Παναγίας Καρδάσης, με τα χαρακτηριστικά χτιστά παγκάκια. Ησυχία, τζιτζίκια και δροσιά. Εύκολα παρασύρεσαι για μία μικρή ανάπαυλα. Η απογευματινή όμως ώρα που επιλέξαμε για να δούμε το Κάστρο, καθώς ο ήλιος είναι αδυσώπητος στο βραχώδες τοπίο από τις 13:00 έως τις 18:00, δεν αφήνει περιθώρια. Μετά από λίγο ξανοίγεται μπροστά μας το Κάστρο, σαν ένα όμορφο μυστήριο από το παρελθόν που ανταμείβει με μιας τους οδοιπόρους. Περπατώντας στο στενό μονοπάτι, που θέλει προσοχή σε κάποια σημεία, καθώς οι κάθετοι βράχοι ακουμπούν στη θάλασσα μετά από 70 με 80 μέτρα, φθάνουμε στην είσοδο του Κάστρου. Όπως αναφέρεται και στη σχετική πινακίδα, ο βράχος του Κάστρου ήταν απροσπέλαστος από τη θάλασσα και η είσοδος στον οικισμό ήταν δυνατή μόνο με την κινητή ξύλινη γέφυρα, την οποία τραβούσαν κάθε βράδυ οι φύλακες, αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις, αποκλείοντας την είσοδο στους επίδοξους εισβολείς. Κάτω από τη γέφυρα είχαν λαξεύσει οι κάτοικοι, βαθιά τάφρο. Αν παρόλα’ αυτά κατάφερναν κάποιοι να φθάσουν ως την πύλη τους υποδέχονταν με τη ζεματίστρα ρίχνοντας καυτό λάδι, ενώ σε απόσταση δέκα μέτρων μέσα από την πύλη ήταν τοποθετημένο το κανόνι.
Ο μοναδικός οικισμός που παραπέμπει στη Σκιάθο του 19ου αιώνα και πίσω, είναι ουσιαστικά ένα υπαίθριο μουσείο με κυριότερους μάρτυρες τις τριάντα εκκλησιές, «τα τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής, τα οποία υπήρχον εκεί ότε ήμην παιδίον». Η εκκλησία της Παναγιάς της Πρέκλας (16ος με 17ος αιώνας) η ονομασία της οποίας προέρχεται από το λατινικό preclarus (υπερένδοξος) ή η Παναγία η Μεγαλομάτα (17ος αιώνας) η περίφημη εικόνα της οποίας φυλάσσεται στον Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών, αποτελούν μερικές μόνο από τις εκκλησίες που αναφέρονται στα διηγήματα του κυρ-Αλέξανδρου.
Ο αριθμός είναι αρκετά μεγάλος σε σχέση με την έκταση του Κάστρου και φανερώνει τη βαθιά πίστη των κατοίκων του προς τον Θεό. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε τον κόπο που χρειάζονταν για ν’ ανεγερθούν με πενιχρά μέσα, τα πετρόχτιστα σύμβολα της χριστιανοσύνης, στον πλέον άγριο τόπο. Ο Παπαδιαμάντης τιμά το Κάστρο και τις εκκλησιές του στα διηγήματα: ‘’Στο Χριστό στο Κάστρο’’, ‘’Τα κρούσματα’’, ‘’Τα μαύρα κούτσουρα’’, ‘’Ο Αβασκαμός του Αγά’’ , ‘’Ο γάμος του Καραχμέτη’’, ‘’Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου’’, ‘’Το Χατζόπουλο’’, ‘’Ο Φτωχός Άγιος’’, ‘’Επιμ θεις εις τον βράχον ο Χαραμάδος’’.
Οι γονείς του Παπαδιαμάντη κατάγονταν από το Κάστρο, γεγονός που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο ως προς την αγάπη που έτρεφε για ‘’τον αμαυρόν τιτάνειον αυτόν βράχον’’. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1851, στη σημερινή πόλη της Σκιάθου, ‘’την μεσημβρινήν’’ όπως την ονόμαζε και δεν πρόλαβε να ζήσει το Κάστρο, καθώς οι κάτοικοί του άρχισαν να το αφήνουν μετά το 1830, μετακομίζοντας ξανά προς τη Χώρα, την οποία είχαν εγκαταλείψει τον 14ο αιώνα εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, δημιουργώντας σταδιακά τη νέα πρωτεύουσα του νησιού. Το ασφαλές λιμάνι αποκτά αξιόλογη εμπορική κίνηση και παράλληλα αναπτύσσεται η ναυπηγική τέχνη, ενώ μέσα σε λίγα χρόνια το ναυπηγείο της Σκιάθου καθιερώνεται ως ένα από τα καλύτερα των ναυτικών νήσων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Κωνσταντίνος Ν. Καλλιανός στο πόνημα του «Το ρίγος της μνήμης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και το Κάστρο της Σκιάθου»:
«Ο Παπαδιαμάντης γεννιέται και μεγαλώνει σε μιαν εποχή, όπου μία πολίχνη ιστορική και γεμάτη μνήμες σβήνει, για να δημιουργηθεί μιαν άλλη, με νέα ήθη, συμπεριφορές και ανθρώπους πιο σκοτεινούς από εκείνους του Κάστρου. Και μιλώ εδώ για τους τοκογλύφους και τους νεόπλουτους που ήλθαν στο νησί και ανάτρεψαν τα πράγματα». Δύο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί, ο ένας σκαρφαλωμένος πάνω στον βράχο απόκοσμος και κατανυκτικός και ο άλλος λιμανίσιος κι έτοιμος να πλεύσει προς τη νέα εποχή. Περπατώντας ανάμεσα στα σπαράγματα του παλαιού εκείνου κόσμου, με τις περισσότερες εκκλησιές να είναι γκρεμισμένες και μόνο τις πινακίδες να θυμίζουν την ονομασία και τη χρονονολογία τους, στέκει στο κέντρο ορθή κι ανέγγιχτη θαρρείς από τον χρόνο η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού, με τον καλαίσθητο αύλειο χώρο και τη δροσερή κρήνη. Ίσως να διασώθηκε καθώς ο μακαριστός πατέρας Άγγελος, ηγούμενος για χρόνια στην Ιερά Μονή της Ευαγγελίστριας της Σκιάθου, πήρε την πρωτοβουλία της αναστήλωσης, παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες και καταστροφικές σε πολλές περιπτώσεις διαδικασίες των αρμόδιων φορέων. Ανοίγω τη μικρή ξύλινη πόρτα κι ανάβω ένα κεράκι στη μνήμη του καθώς οι δεσμίδες φωτός που διαχέονται από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου φωτίζουν τις περίφημες τοιχογραφίες των αγίων, διακοσμώντας ολόγυρα κάθε σπιθαμή.
Στο περίφημο Χριστουγεννιάτικο διήγημα του, ‘’Στο Χριστό στο Κάστρο’’ που γράφτηκε το 1892, ο Παπαδιαμάντης μιλάει για άλλη μια φορά τη γλώσσα της αλήθειας: ‘’Μέχρι προ ολίγων ετών, εσώζοντο ακόμη οικίαι τινες με τας στέγας και τα πατώματα των εντός του Φρουρίου, αλλά τελευταίον η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος των ανθρώπων εις το να επισκέπτονται το Κάστρον συχνότερα και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον’’.
Η εικόνα του σημερινού Κάστρου, θα μπορούσε να είναι σαφώς καλύτερη. Ειδικά οι σιδεριές στην είσοδο. Ο Παπαδιαμάντης ωστόσο, φρόντισε να ταξιδέψει στην αιωνιότητα ο τόπος που αγάπησε, καθώς εμφανίζεται ξανά και ξανά στα γραπτά του, σεβόμενος τις ρίζες του και τους απλούς ανθρώπους: «Όλον το παλαιόν χωρίον ήτο ερείπιον, απλωμένον επί των νώτων του γίγαντος, του με τους πόδας θαλασσομένους βράχου…Αλλ΄όμως η θειά το Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι αυτή έναν καιρόν, περί τους χρόνους του αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμη έτη της παιδικής ηλικίας. Δια τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρήση το παλαιόν σπιτάκι, την φωλέαν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας….’Ητο μία επάνοδος εις το παρελθόν, μία οπή δια της οποίας, έβλεπε τις τα περασμένα, ως εις πανόραμα».
Η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη
Στέκομαι με δέος μπροστά στην μορφή του Αγίου των ελληνικών γραμμάτων. Ο καλαίσθητος πίνακας που κοσμεί το σπίτι-μουσείο στο σαλόνι, είναι δωρεά του Σέρβου ζωγράφου Ντράγκαν Ζβέτκοβιτς και αναπαριστά τον Παπαδιαμάντη, έτσι ακριβώς όπως τον απαθανάτισε το 1906 ο συγγραφέας και φίλος του Παύλος Νιρβάνας στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο αναψυκτήριο της Δεξαμενής, στο Κολωνάκι. Σεμνός και ταπεινός ο Σκιαθίτης συγγραφέας απέτρεπε οποιονδήποτε ήθελε να τον φωτογραφήσει λέγοντας «Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα». Ο Παύλος Νιρβάνας έχει πει μεταξύ άλλων για τη φωτογράφιση ότι: «Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών;
Χαρακτηριστική υπήρξε η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει – ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος να μιλεί γαλλικά ‘’Nous excitions la curiosite du public’’. Aκούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα».