«Ούτε η υψηλή νοημοσύνη ούτε η φαντασία ούτε και οι δύο μαζί δεν συνθέτουν τη μεγαλοφυΐα. Αγάπη, αγάπη, αγάπη, αυτό είναι που κάνει τη μεγαλοφυΐα».
Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
Παιδί θαύμα
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ της σημερινής Αυστρίας, τότε πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στις 27 Ιανουαρίου του 1756. Την επόμενη κιόλας μέρα της γέννησής του βαπτίστηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ρούπερτ και επίσημα, το πλήρες όνομά του ήταν, στα λατινικά, Joannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart. Σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής, ο νεογέννητος τότε Μότσαρτ, πήρε τα ονόματά του από τον Άγιο Χρυσόστομο που γιόρταζε την ημέρα που γεννήθηκε, από τον παππού του Βόλφγκανγκ, και από τον νονό του Θεόφιλο. Ο ίδιος ο μουσικός πάντως, αργότερα, χρησιμοποιούσε συχνά το γερμανικό όνομα Gottlieb ή το ιταλικό Αμαντέο.
Γονείς του ήταν ο Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ και η Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ. Ο πατέρας του ήταν μουσικός και εργαζόταν ως αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ. Ήταν ένας μέτριος συνθέτης αλλά εξαιρετικά έμπειρος δάσκαλος. Η οικογένεια είχε κι άλλα παιδιά τα οποία, εκτός από τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους, και την κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του, δεν επέζησαν. Αδελφή του ήταν η Μαρία Άννα, την οποία φώναζαν Ναννέρλ.
Όταν η Ναννέρλ έγινε επτά χρόνων, ο πατέρας της ξεκίνησε να την διδάσκει μουσική στο αρμόνιο και ο μικρός της αδερφός δεν παρέλειπε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα αφοσιωμένος. Όταν ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους έγινε πέντε ετών ήξερε ήδη να συνθέτει μικρά μουσικά κομμάτια, τα οποία ο πατέρας του κατέγραφε έκπληκτος.
Περνούσε συχνά πολύ χρόνο στο πιάνο χτυπώντας πλήκτρα και η ευχαρίστησή του έδειχνε πότε κάτι του ακουγόταν καλό. […] Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας άρχισε να του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. […] Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα τέλεια το μέτρο».
Λόγια της Άννα Μαρία Μότσαρτ για τον αδερφό της Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
Το ταλέντο και η γνώση
Ο πατέρας του μικρού Βόλφγκανγκ Αμαντέους γρήγορα συνειδητοποίησε το μεγάλο ταλέντο του γιού του. Οι δεξιότητες του παιδιού ήταν μοναδικές. Ήδη σε τόσο μικρή ηλικία, είχε αναπτύξει εξαιρετική τεχνική στο πιάνο, ενώ με την ίδια άνεση μπορούσε να παίζει όργανο και βιολί. Η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε διάφορα μουσικά θέματα ήταν αξιοσημείωτη και ακόμα πιο εκπληκτική ήταν η ικανότητα του να αποστηθίζει, ακόμη και δύσκολες συνθέσεις.
Καθώς και η κόρη της οικογένεια Άννα Μαρία εξελισσόταν επίσης στη μουσική, διαθέτοντας και η ίδια θαυμαστό ταλέντο, ο Λεοπόλδος Μότσαρτ αποφάσισε να εγκαταλείψει τις δικές του συνθέσεις και να αφιερωθεί στην εκπαίδευση των παιδιών του. Εκτός από μουσική δίδασκε στα παιδιά του κι άλλα μαθήματα, καθώς επίσης και ξένες γλώσσες. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους μιλούσε και έγραφε σε σύντομο χρονικό διάστημα γαλλικά, ιταλικά και λατινικά με την ίδια άνεση που μιλούσε κι έγραφε στην μητρική του γλώσσα, τα γερμανικά.
Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ ήταν ιδιαιτέρως αυστηρός και αυταρχικός ως πατέρας και ως δάσκαλος. Θα περίμενε κανείς ο γιός του, να αντιδράσει και ίσως να αποστραφεί τις διδαχές και την ίδια την μουσική, αφού μεγαλώνοντας ανέπτυσσε έναν ζωηρό και αντιδραστικό χαρακτήρα. Ωστόσο συνέβη το αντίθετο.
Δημόσιες εμφανίσεις και περιοδείες
Το 1761, σε ηλικία μόλις πέντε ετών, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους έκανε την πρώτη του παρουσίαση στο κοινό, ως «παιδί θαύμα», με την συνοδεία της αδερφής του. Η παρουσίαση έλαβε χώρα στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ.
Ένα χρόνο αργότερα, έκανε και το πρώτο του ταξίδι με προορισμό το Μόναχο. Το ταξίδι διήρκησε τρεις και πλέον μήνες και έγινε μέσω Πάσαου, Λίντς και Βιέννης. Σε αυτό το πρώτο ταξίδι βρέθηκε να παίζει μουσική ήδη για μεγάλες προσωπικότητες, όπως η αυτοκράτειρα Μαρία – Θηρεσία, η οποία κατενθουσιασμένη, μετά το πέρας της συναυλίας, του δώρισε ένα κοστούμι.
Με την συνοδεία πάντα του πατέρα και τις αδελφής του ακολούθησαν αρκετά ακόμη, πολύμηνα, ταξίδια για συναυλίες κατόπιν προσκλήσεων ευρωπαίων βασιλιάδων και ηγεμόνων.
Άαχεν, Φρανκφούρτη, Παρίσι, Λονδίνο, Χάγη, Γενεύη και Λυών ήταν ορισμένοι από τους επόμενους προορισμούς. Κατά την διάρκεια των ταξιδιών, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σπουδαίους μουσικούς όπως ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ. Επίσης, συνέθεσε αρκετά σπουδαία έργα εκείνο το διάστημα, όπως η όπερα «Απόλλων και Υάκινθος» και είχε την ευκαιρία να εκτυπώσει και τις πρώτες του παρτιτούρες με σονάτες στο Παρίσι.
Τα ταξίδια ενέπνεαν τον Μότσαρτ
Κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο ταξιδιών η οικογένεια επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ περίπου για έναν χρόνο. Ο νεαρός Βόλφγκανγκ, από τον Οκτώβριο του 1769 άρχισε να εργάζεται ως διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Ωστόσο, η δίψα για ταξίδι και για γνωριμίες σύντομα έκαναν τον μουσικό να ξαναφύγει, για την Ιταλία αυτή τη φορά στη Ρώμη, όπου του απονεμήθηκε από τον Πάπα παράσημο και έγινε δεκτός στο Τάγμα των Ιπποτών.
Εκείνη την περίοδο ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έδωσε πολλές συναυλίες, παρευρέθηκε καλεσμένος σε γάμους ευγενών και γνώρισε ταλαντούχους συναδέλφους που τον ενέπνευσαν να δοκιμάσει νέους μουσικούς δρόμους. Ορισμένα από τα μεγαλύτερα έργα του τα συνέθεσε εκείνο τον καιρό.
Ακολούθησαν περιοδείες στο Μόναχο και σε άλλες πόλεις και το τελευταίο του ταξίδι το έκανε στο Παρίσι, όπου διέμενε για δύο χρόνια, από το 1777 ως το 1779. Δυστυχώς, αυτό το ταξίδι σημαδεύτηκε από τον θάνατο της μητέρας του, το 1778, η οποίο τον συνόδευε.
Μότσαρτ εναντίον Μότσαρτ
Καθώς ο Μότσαρτ μεγάλωνε και ενηλικιωνόταν, το χάσμα ανάμεσα σε εκείνον και τον πατέρα του μεγάλωνε. Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ ήταν ένας άνθρωπος πολύ αυστηρών αρχών που τηρούσε κατά γράμμα τα πρωτόκολλα και τις νόρμες της εποχής του, ενώ ο γιός του ήταν οπωσδήποτε ανοιχτόμυαλος, αυθόρμητος κα συχνά παρορμητικός. Ακολουθούσε το συναίσθημά του, όχι μόνο στις μουσικές του συνθέσεις, αλλά και στις σχέσεις του και στην εν γένει στάση του στη ζωή. Ο μεγάλος μουσικός γνώριζε πολύ καλά την αξία του και τον εαυτό του και δεν θα δεχόταν ποτέ να γίνει αυλικός οποιασδήποτε βασιλικής ή αριστοκρατικής αυλής αλλά ούτε και υπάλληλος της Αρχιεπισκοπής. Ήταν σφόδρα εναντίον της δουλοπρέπειας και του ασφυκτικού ορθολογισμού που ακολουθούσαν όλοι οι «καθώς πρέπει» άνθρωποι της τάξης του.
Έτσι. όταν διαφώνησε με την Αρχιεπισκοπή, καθώς όπως προαναφέρθηκε εργαζόταν ως διευθυντής της ορχήστρας, με την παραίτηση ή απόλυσή του, ήρθε και η μεγάλη ρήξη με τον πατέρα του, ο οποίος θεωρούσε πως έπρεπε να επιστρέψει στη θέση του. Αντ’ αυτού ο μουσικός προτίμησε να εγκατασταθεί στη Βιέννη, μακριά από οποιαδήποτε διένεξη.
Στην Βιέννη έζησε δέκα χρόνια, ως τον θάνατό του. Σε αυτά τα χρόνια παντρεύτηκε την Konstanze Weber, μικρότερη αδελφή της νεανικής του αγάπης, Αλούσια, και ίσως αυτός ο γάμος να ήταν μια μεγάλη υποχώρηση, για χάρη του θελήματος του πατέρα του, προκειμένου να διασωθεί η σχέση τους. Παρά τον γάμο, όμως, η σχέση πατέρα και γιου δεν βελτιώθηκε.
Η ιδιοσυγκρασία του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
Το 2001 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, από της εκδόσεις Ερατώ, το βιβλίο «Wolfgang Amadeus Mozart – Αλληλογραφία (1769-1791)». Μέσα από τις επιστολές του μεγάλου συνθέτη, είτε τις απευθύνει σε φίλους, στην σύζυγό του ή στον πατέρα του, δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα του Μότσαρτ.
Στα κείμενα αυτά οι βωμολοχίες, ωστόσο συχνά εκφρασμένες με έναν «ευγενικό» και παιχνιδιάρικο τρόπο, κυριαρχούν. Από τα γραφόμενα είναι φανερό πως ο Μότσαρτ, ακολουθούσε τυφλά την εκάστοτε παρόρμησή του και εκφραζόταν άκρατα και χωρίς αναστολές . Οι επιστολές βρίθουν ορθογραφικών και συντακτικών λαθών και σε πολλές περιπτώσεις η ειρωνεία κυριαρχεί. Ειδικοί που μελέτησαν τις επιστολές συμπέραναν ότι είναι πολύ πιθανό ο σπουδαίος μουσικός να έπασχε από το «Σύνδρομο Τουρέ».
Πέραν όλων των παραπάνω ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι ο Μότσαρτ ήταν μια ιδιοφυία. Τα 600 και πλέον έργα του που άφησε σε τριάντα, μόλις, χρόνια καριέρας, το αποδεικνύουν περίτρανα.
Υπήρξε ειλικρινή με όλες του τις σχέσεις και γι’ αυτό δεν απέφευγε και τις εντάσεις. Έχοντας αυτογνωσία ήταν πολύ απαιτητικός ως προς τις συναναστροφές του και δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να τον αγνοούν. Παρόλα αυτά η ευγενική του καταγωγή πολλές φορές τον εμπόδισε από το να παραφερθεί. Στην παρακάτω επιστολή προς φίλο του φαίνεται το στοιχείο αυτό του χαρακτήρα του:
«Με άφησαν να περιμένω μισή ώρα σε ένα μεγάλο δωμάτιο χωρίς θέρμανση και τζάκι. Τελικά η δούκισσα του Σαμπό ήλθε και, με τη μεγαλύτερη ευγένεια, με παρακάλεσε να της κάνω τη χάρη να παίξω σε ένα πιάνο που ήταν εκεί και να το δοκιμάσω, γιατί κανένας από τους δικούς της δεν ήταν σε θέση. Της είπα ότι θα έπαιζα ευχαρίστως, αλλά ήταν αδύνατον, γιατί δεν ένιωθα πια τα δάχτυλά μου από το κρύο· και την παρακάλεσα να με οδηγήσει σε ένα δωμάτιο που να έχει αναμμένο τζάκι. “Μα ναι, κύριε, έχετε δίκιο”. Αυτή ήταν όλη και όλη η απάντησή της. Μετά κάθησε και άρχισε να σχεδιάζει επί μία ολόκληρη ώρα με άλλους κυρίους, όλοι καθισμένοι σε έναν κύκλο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Είχα λοιπόν την τιμή να περιμένω μία ολόκληρη ώρα, με τα παράθυρα και τις πόρτες ανοιχτές. Δεν κρύωνα πια μόνο στα χέρια αλλά σε όλο μου το σώμα και στα πόδια, και το κεφάλι μου άρχισε να με πονάει. Δεν ήξερα πια τι να κάνω, τόση ώρα με αυτό το κρύο, αυτόν τον πονοκέφαλο και αυτή την πλήξη. Πολλές φορές είπα μέσα μου ότι αν δεν ήταν για χάρη του κ. Γκριμ, θα είχα φύγει στη στιγμή. Τελικά, για να συντομεύω, άρχισα να παίζω στο άθλιο και απεχθές πιανοφόρτε. Το πιο προσβλητικό ήταν ότι η κυρία και αυτοί οι κύριοι δεν διέκοψαν ούτε για μία στιγμή το σχέδιό τους, αλλά συνέχισαν, έτσι που αναγκάστηκα να παίζω για τις καρέκλες, τα τραπέζια και τους τοίχους. Σε τέτοιες συνθήκες, έχασα την υπομονή μου. Εχοντας αρχίσει τις “Παραλλαγές Φίσερ”, έπαιξα τις μισές και σηκώθηκα. Αμέσως άρχισε ένας κατακλυσμός από φιλοφρονήσεις. Είπα όμως αυτό που είχα να πω, βασικά ότι δεν μπορούσα να παίξω καθόλου σε ένα τέτοιο όργανο και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής αν ερχόμουν μια άλλη μέρα, υπό τον όρο πως θα υπήρχε ένα καλύτερο πιάνο. H δούκισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να με αφήσει να φύγω προτού έλθει ο συζυγός της. Αυτός κάθησε δίπλα μου και με άκουσε με όλη του την προσοχή. Και εγώ… ξέχασα το κρύο, τον πονοκέφαλο και όλα τα άλλα. Και παρά το απεχθές αυτό πιάνο άρχισα να παίζω όπως ακριβώς παίζω όταν είμαι στην καλύτερη φόρμα του κόσμου. Δώστε μου τα καλύτερα πιάνα της Ευρώπης αλλά αν με ακούνε άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τίποτε ή δεν θέλουν να καταλάβουν τίποτε και δεν συναισθάνονται μαζί μου αυτό που παίζω, τότε θα χάσω όλη τη χαρά μου».
Ρέκβιεμ
Ο μεγάλος συνθέτης, ο θαυματουργός μουσουργός, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έζησε μόλις 35 χρόνια. Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου του 1791, από άγνωστη ασθένεια.
Σχετικά με την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε για μήνες και τα αίτια θανάτου του, έχουν γραφτεί πολλά. Ακόμα και στις μέρες μας, περισσότερο από δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, επιστήμονες αναλύοντας τα στοιχεία που υπάρχουν στα αρχεία, προσπαθώντας να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, έχοντας αναπτύξει περί τις 118 θεωρίες σχετικά. Η θεωρία ότι ο Μότσαρτ δηλητηριάστηκε από τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρη ή από μέλη του Τεκτονικού τάγματος, πάντως, έχει διαψευσθεί.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο συνθέτης είχε μεγάλες καλλιτεχνικές επιτυχίες και πολύ καλές οικονομικές απολαβές. Όμως, άφησε χρέη πίσω του εξαιτίας της κακής διαχείρισης, του πάθους του προς τον τζόγο, αλλά και της ασθένειας της συζύγου του.
Έτσι, κηδεύτηκε με έξοδα του Δήμου και η ταφή έγινε σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου. Το ακριβές σημείο που ετάφη δεν εντοπίστηκε ποτέ, επομένως ο επίσημος τάφος που βρίσκεται στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης είναι στην πραγματικότητα κενοτάφιο.
Ο Μότσαρτ πέθανε σχεδόν συνθέτοντας. Μέχρι και την τελευταία του στιγμή έγραφε μουσική. Το «Ρέκβιεμ» είναι το τελευταίο του έργο, το οποίο, δυστυχώς, δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει. Η χήρα του, μετά τον θάνατό του, φρόντισε να ολοκληρωθεί το έργο από τους μουσικούς J. Eybler και Φ. Συσμάιερ. Στη μορφή που ολοκληρώθηκε τότε το έργο, παίζεται ως και σήμερα.
Από τον γάμο του ο Μότσαρτ απέκτησε δύο γιούς, τον Καρλ, ο οποίος κληρονόμησε την μεγάλη κατοικία στο Σάλτσμουργκ (σήμερα μουσείο Mozarteum) και τον Βόλφγκανγκ, οποίος κληρονόμησε από τον πατέρα του την αγάπη για την μουσική και έγινε και ο ίδιος μουσικός.
Ο σπουδαίος Μότσαρτ άφησε σημαντικό και μεγάλο έργο. Πάνω από εξακόσιες συνθέσεις δωματίου, κονσέρτα, συμφωνικά, χορωδιακά και όπερες. Λέγεται πως αν ο Μότσαρτ είχε την δυνατότητα να διεκδικήσει τα πνευματικά του δικαιώματα, για την μουσική και την χρήση του ονόματός του, θα ήταν σε θέση να αγοράσει ολόκληρη την Αυστρία. Η γενέτειρά του εξάλλου, το Σάλτσμπουργκ, εξακολουθεί να αναπτύσσεται τουριστικά εξαιτίας του.
Τα έργα του ακούγονται παντού σήμερα, παρά τα 230 χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του. Η μουσική του υπάρχει καθημερινά σε ωδεία, συναυλιακούς χώρους και θέατρα, στα ringtones των κινητών τηλεφώνων, σε καταστήματα και μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμη και μέσα σε χειρουργεία. Μια μουσική, πραγματικά μαγική. Το φαινόμενο Μότσαρτ («The Mozart Effect») εξακολουθεί να μελετάται από τους επιστήμονες. Η επίδραση της μουσικής του Μότσαρτ στον ανθρώπινο εγκέφαλο είναι αξιοσημείωτη. Αλλά και στα ζώα και στα φυτά, σύμφωνα με διάφορες αντίστοιχες έρευνες.
Ένα παιδί θαύμα, δεν θα μπορούσε παρά μόνο θαύματα ν’ αφήσει στον κόσμο.