Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, το παιδί θαύμα!

Και ποιος δεν γνωρίζει τον μεγάλο μουσικό Μότσαρτ; Κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ο αιώνιος σούπερ σταρ της κλασικής μουσικής. Εξάλλου η φήμη του ήταν, και παραμένει, τεράστια παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο ότι, το 2016, ο δίσκος με επιλεγμένες μουσικές του συνθέσεις, που κυκλοφόρησε με αφορμή τα 225 χρόνια από τον θάνατο του, ξεπέρασε σε πωλήσεις μεγάλα σύγχρονα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας, όπως αυτό της Beyonce.

«Ούτε η υψηλή νοημοσύνη ούτε η φαντασία ούτε και οι δύο μαζί δεν συνθέτουν τη μεγαλοφυΐα. Αγάπη, αγάπη, αγάπη, αυτό είναι που κάνει τη μεγαλοφυΐα».

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
Παιδί θαύμα

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ της σημερινής Αυστρίας, τότε πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στις 27 Ιανουαρίου του 1756. Την επόμενη κιόλας μέρα της γέννησής του βαπτίστηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ρούπερτ και επίσημα, το πλήρες όνομά του ήταν, στα λατινικά, Joannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart. Σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής, ο νεογέννητος τότε Μότσαρτ, πήρε τα ονόματά του από τον Άγιο Χρυσόστομο που γιόρταζε την ημέρα που γεννήθηκε, από τον παππού του Βόλφγκανγκ, και από τον νονό του Θεόφιλο. Ο ίδιος ο μουσικός πάντως, αργότερα, χρησιμοποιούσε συχνά το γερμανικό όνομα Gottlieb ή το ιταλικό Αμαντέο.

Γονείς του ήταν ο Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ και η Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ. Ο πατέρας του ήταν μουσικός και εργαζόταν ως αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ. Ήταν ένας μέτριος συνθέτης αλλά εξαιρετικά έμπειρος δάσκαλος. Η οικογένεια είχε κι άλλα παιδιά τα οποία, εκτός από τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους, και την κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του, δεν επέζησαν. Αδελφή του ήταν η Μαρία Άννα, την οποία φώναζαν Ναννέρλ.

Όταν η Ναννέρλ έγινε επτά χρόνων, ο πατέρας της ξεκίνησε να την διδάσκει μουσική στο αρμόνιο και ο μικρός της αδερφός δεν παρέλειπε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα αφοσιωμένος. Όταν ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους έγινε πέντε ετών ήξερε ήδη να συνθέτει μικρά μουσικά κομμάτια, τα οποία ο πατέρας του κατέγραφε έκπληκτος.


Περνούσε συχνά πολύ χρόνο στο πιάνο χτυπώντας πλήκτρα και η ευχαρίστησή του έδειχνε πότε κάτι του ακουγόταν καλό. […] Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας άρχισε να του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. […] Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα τέλεια το μέτρο».

Λόγια της Άννα Μαρία Μότσαρτ για τον αδερφό της Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
Το ταλέντο και η γνώση

Ο πατέρας του μικρού Βόλφγκανγκ Αμαντέους γρήγορα συνειδητοποίησε το μεγάλο ταλέντο του γιού του. Οι δεξιότητες του παιδιού ήταν μοναδικές. Ήδη σε τόσο μικρή ηλικία, είχε αναπτύξει εξαιρετική τεχνική στο πιάνο, ενώ με την ίδια άνεση μπορούσε να παίζει όργανο και βιολί. Η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε διάφορα μουσικά θέματα ήταν αξιοσημείωτη και ακόμα πιο εκπληκτική ήταν η ικανότητα του να αποστηθίζει, ακόμη και δύσκολες συνθέσεις.

Καθώς και η κόρη της οικογένεια Άννα Μαρία εξελισσόταν επίσης στη μουσική, διαθέτοντας και η ίδια θαυμαστό ταλέντο, ο Λεοπόλδος Μότσαρτ αποφάσισε να εγκαταλείψει τις δικές του συνθέσεις και να αφιερωθεί στην εκπαίδευση των παιδιών του. Εκτός από μουσική δίδασκε στα παιδιά του κι άλλα μαθήματα, καθώς επίσης και ξένες γλώσσες. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους μιλούσε και έγραφε σε σύντομο χρονικό διάστημα γαλλικά, ιταλικά και λατινικά με την ίδια άνεση που μιλούσε κι έγραφε στην μητρική του γλώσσα, τα γερμανικά.



Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ ήταν ιδιαιτέρως αυστηρός και αυταρχικός ως πατέρας και ως δάσκαλος. Θα περίμενε κανείς ο γιός του, να αντιδράσει και ίσως να αποστραφεί τις διδαχές και την ίδια την μουσική, αφού μεγαλώνοντας ανέπτυσσε έναν ζωηρό και αντιδραστικό χαρακτήρα. Ωστόσο συνέβη το αντίθετο.
Δημόσιες εμφανίσεις και περιοδείες

Το 1761, σε ηλικία μόλις πέντε ετών, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους έκανε την πρώτη του παρουσίαση στο κοινό, ως «παιδί θαύμα», με την συνοδεία της αδερφής του. Η παρουσίαση έλαβε χώρα στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ.

Ένα χρόνο αργότερα, έκανε και το πρώτο του ταξίδι με προορισμό το Μόναχο. Το ταξίδι διήρκησε τρεις και πλέον μήνες και έγινε μέσω Πάσαου, Λίντς και Βιέννης. Σε αυτό το πρώτο ταξίδι βρέθηκε να παίζει μουσική ήδη για μεγάλες προσωπικότητες, όπως η αυτοκράτειρα Μαρία – Θηρεσία, η οποία κατενθουσιασμένη, μετά το πέρας της συναυλίας, του δώρισε ένα κοστούμι.

Με την συνοδεία πάντα του πατέρα και τις αδελφής του ακολούθησαν αρκετά ακόμη, πολύμηνα, ταξίδια για συναυλίες κατόπιν προσκλήσεων ευρωπαίων βασιλιάδων και ηγεμόνων.

Άαχεν, Φρανκφούρτη, Παρίσι, Λονδίνο, Χάγη, Γενεύη και Λυών ήταν ορισμένοι από τους επόμενους προορισμούς. Κατά την διάρκεια των ταξιδιών, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σπουδαίους μουσικούς όπως ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ. Επίσης, συνέθεσε αρκετά σπουδαία έργα εκείνο το διάστημα, όπως η όπερα «Απόλλων και Υάκινθος» και είχε την ευκαιρία να εκτυπώσει και τις πρώτες του παρτιτούρες με σονάτες στο Παρίσι.
Τα ταξίδια ενέπνεαν τον Μότσαρτ

Κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο ταξιδιών η οικογένεια επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ περίπου για έναν χρόνο. Ο νεαρός Βόλφγκανγκ, από τον Οκτώβριο του 1769 άρχισε να εργάζεται ως διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Ωστόσο, η δίψα για ταξίδι και για γνωριμίες σύντομα έκαναν τον μουσικό να ξαναφύγει, για την Ιταλία αυτή τη φορά στη Ρώμη, όπου του απονεμήθηκε από τον Πάπα παράσημο και έγινε δεκτός στο Τάγμα των Ιπποτών.

Εκείνη την περίοδο ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έδωσε πολλές συναυλίες, παρευρέθηκε καλεσμένος σε γάμους ευγενών και γνώρισε ταλαντούχους συναδέλφους που τον ενέπνευσαν να δοκιμάσει νέους μουσικούς δρόμους. Ορισμένα από τα μεγαλύτερα έργα του τα συνέθεσε εκείνο τον καιρό.

Ακολούθησαν περιοδείες στο Μόναχο και σε άλλες πόλεις και το τελευταίο του ταξίδι το έκανε στο Παρίσι, όπου διέμενε για δύο χρόνια, από το 1777 ως το 1779. Δυστυχώς, αυτό το ταξίδι σημαδεύτηκε από τον θάνατο της μητέρας του, το 1778, η οποίο τον συνόδευε.
Μότσαρτ εναντίον Μότσαρτ

Καθώς ο Μότσαρτ μεγάλωνε και ενηλικιωνόταν, το χάσμα ανάμεσα σε εκείνον και τον πατέρα του μεγάλωνε. Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ ήταν ένας άνθρωπος πολύ αυστηρών αρχών που τηρούσε κατά γράμμα τα πρωτόκολλα και τις νόρμες της εποχής του, ενώ ο γιός του ήταν οπωσδήποτε ανοιχτόμυαλος, αυθόρμητος κα συχνά παρορμητικός. Ακολουθούσε το συναίσθημά του, όχι μόνο στις μουσικές του συνθέσεις, αλλά και στις σχέσεις του και στην εν γένει στάση του στη ζωή. Ο μεγάλος μουσικός γνώριζε πολύ καλά την αξία του και τον εαυτό του και δεν θα δεχόταν ποτέ να γίνει αυλικός οποιασδήποτε βασιλικής ή αριστοκρατικής αυλής αλλά ούτε και υπάλληλος της Αρχιεπισκοπής. Ήταν σφόδρα εναντίον της δουλοπρέπειας και του ασφυκτικού ορθολογισμού που ακολουθούσαν όλοι οι «καθώς πρέπει» άνθρωποι της τάξης του.

Έτσι. όταν διαφώνησε με την Αρχιεπισκοπή, καθώς όπως προαναφέρθηκε εργαζόταν ως διευθυντής της ορχήστρας, με την παραίτηση ή απόλυσή του, ήρθε και η μεγάλη ρήξη με τον πατέρα του, ο οποίος θεωρούσε πως έπρεπε να επιστρέψει στη θέση του. Αντ’ αυτού ο μουσικός προτίμησε να εγκατασταθεί στη Βιέννη, μακριά από οποιαδήποτε διένεξη.

Στην Βιέννη έζησε δέκα χρόνια, ως τον θάνατό του. Σε αυτά τα χρόνια παντρεύτηκε την Konstanze Weber, μικρότερη αδελφή της νεανικής του αγάπης, Αλούσια, και ίσως αυτός ο γάμος να ήταν μια μεγάλη υποχώρηση, για χάρη του θελήματος του πατέρα του, προκειμένου να διασωθεί η σχέση τους. Παρά τον γάμο, όμως, η σχέση πατέρα και γιου δεν βελτιώθηκε.
Η ιδιοσυγκρασία του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ

Το 2001 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, από της εκδόσεις Ερατώ, το βιβλίο «Wolfgang Amadeus Mozart – Αλληλογραφία (1769-1791)». Μέσα από τις επιστολές του μεγάλου συνθέτη, είτε τις απευθύνει σε φίλους, στην σύζυγό του ή στον πατέρα του, δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα του Μότσαρτ.

Στα κείμενα αυτά οι βωμολοχίες, ωστόσο συχνά εκφρασμένες με έναν «ευγενικό» και παιχνιδιάρικο τρόπο, κυριαρχούν. Από τα γραφόμενα είναι φανερό πως ο Μότσαρτ, ακολουθούσε τυφλά την εκάστοτε παρόρμησή του και εκφραζόταν άκρατα και χωρίς αναστολές . Οι επιστολές βρίθουν ορθογραφικών και συντακτικών λαθών και σε πολλές περιπτώσεις η ειρωνεία κυριαρχεί. Ειδικοί που μελέτησαν τις επιστολές συμπέραναν ότι είναι πολύ πιθανό ο σπουδαίος μουσικός να έπασχε από το «Σύνδρομο Τουρέ».

Πέραν όλων των παραπάνω ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι ο Μότσαρτ ήταν μια ιδιοφυία. Τα 600 και πλέον έργα του που άφησε σε τριάντα, μόλις, χρόνια καριέρας, το αποδεικνύουν περίτρανα.

Υπήρξε ειλικρινή με όλες του τις σχέσεις και γι’ αυτό δεν απέφευγε και τις εντάσεις. Έχοντας αυτογνωσία ήταν πολύ απαιτητικός ως προς τις συναναστροφές του και δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να τον αγνοούν. Παρόλα αυτά η ευγενική του καταγωγή πολλές φορές τον εμπόδισε από το να παραφερθεί. Στην παρακάτω επιστολή προς φίλο του φαίνεται το στοιχείο αυτό του χαρακτήρα του:


«Με άφησαν να περιμένω μισή ώρα σε ένα μεγάλο δωμάτιο χωρίς θέρμανση και τζάκι. Τελικά η δούκισσα του Σαμπό ήλθε και, με τη μεγαλύτερη ευγένεια, με παρακάλεσε να της κάνω τη χάρη να παίξω σε ένα πιάνο που ήταν εκεί και να το δοκιμάσω, γιατί κανένας από τους δικούς της δεν ήταν σε θέση. Της είπα ότι θα έπαιζα ευχαρίστως, αλλά ήταν αδύνατον, γιατί δεν ένιωθα πια τα δάχτυλά μου από το κρύο· και την παρακάλεσα να με οδηγήσει σε ένα δωμάτιο που να έχει αναμμένο τζάκι. “Μα ναι, κύριε, έχετε δίκιο”. Αυτή ήταν όλη και όλη η απάντησή της. Μετά κάθησε και άρχισε να σχεδιάζει επί μία ολόκληρη ώρα με άλλους κυρίους, όλοι καθισμένοι σε έναν κύκλο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Είχα λοιπόν την τιμή να περιμένω μία ολόκληρη ώρα, με τα παράθυρα και τις πόρτες ανοιχτές. Δεν κρύωνα πια μόνο στα χέρια αλλά σε όλο μου το σώμα και στα πόδια, και το κεφάλι μου άρχισε να με πονάει. Δεν ήξερα πια τι να κάνω, τόση ώρα με αυτό το κρύο, αυτόν τον πονοκέφαλο και αυτή την πλήξη. Πολλές φορές είπα μέσα μου ότι αν δεν ήταν για χάρη του κ. Γκριμ, θα είχα φύγει στη στιγμή. Τελικά, για να συντομεύω, άρχισα να παίζω στο άθλιο και απεχθές πιανοφόρτε. Το πιο προσβλητικό ήταν ότι η κυρία και αυτοί οι κύριοι δεν διέκοψαν ούτε για μία στιγμή το σχέδιό τους, αλλά συνέχισαν, έτσι που αναγκάστηκα να παίζω για τις καρέκλες, τα τραπέζια και τους τοίχους. Σε τέτοιες συνθήκες, έχασα την υπομονή μου. Εχοντας αρχίσει τις “Παραλλαγές Φίσερ”, έπαιξα τις μισές και σηκώθηκα. Αμέσως άρχισε ένας κατακλυσμός από φιλοφρονήσεις. Είπα όμως αυτό που είχα να πω, βασικά ότι δεν μπορούσα να παίξω καθόλου σε ένα τέτοιο όργανο και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής αν ερχόμουν μια άλλη μέρα, υπό τον όρο πως θα υπήρχε ένα καλύτερο πιάνο. H δούκισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να με αφήσει να φύγω προτού έλθει ο συζυγός της. Αυτός κάθησε δίπλα μου και με άκουσε με όλη του την προσοχή. Και εγώ… ξέχασα το κρύο, τον πονοκέφαλο και όλα τα άλλα. Και παρά το απεχθές αυτό πιάνο άρχισα να παίζω όπως ακριβώς παίζω όταν είμαι στην καλύτερη φόρμα του κόσμου. Δώστε μου τα καλύτερα πιάνα της Ευρώπης αλλά αν με ακούνε άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τίποτε ή δεν θέλουν να καταλάβουν τίποτε και δεν συναισθάνονται μαζί μου αυτό που παίζω, τότε θα χάσω όλη τη χαρά μου».
Ρέκβιεμ

Ο μεγάλος συνθέτης, ο θαυματουργός μουσουργός, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έζησε μόλις 35 χρόνια. Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου του 1791, από άγνωστη ασθένεια.

Σχετικά με την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε για μήνες και τα αίτια θανάτου του, έχουν γραφτεί πολλά. Ακόμα και στις μέρες μας, περισσότερο από δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, επιστήμονες αναλύοντας τα στοιχεία που υπάρχουν στα αρχεία, προσπαθώντας να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, έχοντας αναπτύξει περί τις 118 θεωρίες σχετικά. Η θεωρία ότι ο Μότσαρτ δηλητηριάστηκε από τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρη ή από μέλη του Τεκτονικού τάγματος, πάντως, έχει διαψευσθεί.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο συνθέτης είχε μεγάλες καλλιτεχνικές επιτυχίες και πολύ καλές οικονομικές απολαβές. Όμως, άφησε χρέη πίσω του εξαιτίας της κακής διαχείρισης, του πάθους του προς τον τζόγο, αλλά και της ασθένειας της συζύγου του.

Έτσι, κηδεύτηκε με έξοδα του Δήμου και η ταφή έγινε σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου. Το ακριβές σημείο που ετάφη δεν εντοπίστηκε ποτέ, επομένως ο επίσημος τάφος που βρίσκεται στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης είναι στην πραγματικότητα κενοτάφιο.

Ο Μότσαρτ πέθανε σχεδόν συνθέτοντας. Μέχρι και την τελευταία του στιγμή έγραφε μουσική. Το «Ρέκβιεμ» είναι το τελευταίο του έργο, το οποίο, δυστυχώς, δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει. Η χήρα του, μετά τον θάνατό του, φρόντισε να ολοκληρωθεί το έργο από τους μουσικούς J. Eybler και Φ. Συσμάιερ. Στη μορφή που ολοκληρώθηκε τότε το έργο, παίζεται ως και σήμερα.

Από τον γάμο του ο Μότσαρτ απέκτησε δύο γιούς, τον Καρλ, ο οποίος κληρονόμησε την μεγάλη κατοικία στο Σάλτσμουργκ (σήμερα μουσείο Mozarteum) και τον Βόλφγκανγκ, οποίος κληρονόμησε από τον πατέρα του την αγάπη για την μουσική και έγινε και ο ίδιος μουσικός.

Ο σπουδαίος Μότσαρτ άφησε σημαντικό και μεγάλο έργο. Πάνω από εξακόσιες συνθέσεις δωματίου, κονσέρτα, συμφωνικά, χορωδιακά και όπερες. Λέγεται πως αν ο Μότσαρτ είχε την δυνατότητα να διεκδικήσει τα πνευματικά του δικαιώματα, για την μουσική και την χρήση του ονόματός του, θα ήταν σε θέση να αγοράσει ολόκληρη την Αυστρία. Η γενέτειρά του εξάλλου, το Σάλτσμπουργκ, εξακολουθεί να αναπτύσσεται τουριστικά εξαιτίας του.

Τα έργα του ακούγονται παντού σήμερα, παρά τα 230 χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του. Η μουσική του υπάρχει καθημερινά σε ωδεία, συναυλιακούς χώρους και θέατρα, στα ringtones των κινητών τηλεφώνων, σε καταστήματα και μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμη και μέσα σε χειρουργεία. Μια μουσική, πραγματικά μαγική. Το φαινόμενο Μότσαρτ («The Mozart Effect») εξακολουθεί να μελετάται από τους επιστήμονες. Η επίδραση της μουσικής του Μότσαρτ στον ανθρώπινο εγκέφαλο είναι αξιοσημείωτη. Αλλά και στα ζώα και στα φυτά, σύμφωνα με διάφορες αντίστοιχες έρευνες.

Ένα παιδί θαύμα, δεν θα μπορούσε παρά μόνο θαύματα ν’ αφήσει στον κόσμο.


 

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Δέκα αποφθέγματα διάσημων χορευτών για την αξία της τέχνης του χορού

 

Τα λόγια διάσημων χορευτών, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του χορού, αποτελούν πολλές το κίνητρο που μας κάνει να θέλουμε ακόμα περισσότερο να ασχοληθούμε με το χορό. Πέρα από την αγάπη την τέχνη του χορού και την εντατική προπόνηση, οι συμβουλές μεγάλων καλλιτεχνών δίνουν στους νεότερους χορευτές έμπνευση και μεγαλύτερη θέληση να γίνουν καλύτεροι.

Ας δούμε λοιπόν παρακάτω ορισμένα αποφθέγματα κορυφαίων χορευτών για τη σημασία της τέχνης του χορού και την αξία της ενασχόλησης με αυτή.

Μάρθα Γκράχαμ (Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος)

"Υπάρχει μια ζωτικότητα, μια δύναμη ζωής, μια ενέργεια, μια επιτάχυνση, που μεταφράζεται μέσα από σας σε δράση και επειδή υπάρχει μόνο ένας από σας ανά πάσα στιγμή, αυτή η έκφραση είναι μοναδική".

Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ (Ρωσοαμερικάνος χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός)

"Απορρίπτω πραγματικά αυτή τη σύγκριση που λέει: "Ω, αυτός είναι καλύτερος. Αυτός είναι ο επόμενος καλύτερος. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο".

Αλβιν Εϊλι (διάσημος χορευτής και χορογράφος που ίδρυσε το Alvin Ailey American Dance Theater)

"Η δημιουργική διαδικασία δεν ελέγχεται από ένα διακόπτη που μπορείτε απλά να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε, είναι μαζί σας όλη την ώρα".

Φρεντ Ασταίρ (βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός χορευτής, χορογράφος, τραγουδιστής και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου)

"Κάνε το μέγιστο, κάνε το σωστά και κάνε το με στυλ".

Μία Μάικλς (Αμερικανίδα χορογράφος)

"Αν χορεύεις με την καρδιά σου, το σώμα σου θα ακολουθήσει".

Άγκνες ντε Μίλι (Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος)

"Για να χορέψετε πρέπει να ξεπεράσετε τον εαυτό σας. Να γίνετε μεγαλύτεροι, πιο όμορφοι, πιο ισχυροί. Αυτή είναι η δύναμη, είναι η δόξα στη γη και είναι δική σας για να την πάρετε".

Στέισι Τούκι (χορεύτρια και χορογράφος από τον Καναδά)

"Μην αφήνετε το φόβο να σας κρατά πίσω. Το να είστε φοβισμένοι είναι ένα κομμάτι της ζωής. Αν πιστεύετε στο ταλέντο σας, θα ανακαλύψετε ότι είστε το μόνο άτομο που είναι μαζί σας".

Τουίλα Θαρπ (Αμερικανίδα χορεύτρια, χορογράφος και συγγραφέας)

"Η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγεις χωρίς να φύγεις από το σπίτι".

Μάρθα Νίκολς (διάσημη ηθοποιός και χορεύτρια που συμμετείχε σε ταινίες όπως το La La Land κ.α.)

"Η υπομονή δεν είναι συνώνυμο της αναμονής. Απαιτεί δουλειά, πίστη και αντοχή. Δουλειά για κάτι που θέλεις. Αν δεν το έχεις ακόμα, πρέπει να να κάνεις περισσότερη δουλειά".

Τζούντιθ Τζέιμισον (Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος)

"Εάν κοιτάξετε ένα χορευτή στη σιωπή, το σώμα του/της θα είναι η μουσική. Αν ενεργοποιήσετε τη μουσική, αυτό το σώμα θα γίνει προέκταση της μουσικής που ακούτε".

via

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

«Ίππος: Το άλογο στην Αρχαία Αθήνα» – Σπουδαία έκθεση τέχνης και επιστήμης στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών

 

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Απριλίου Μία συναρπαστική έκθεση τέχνης και επιστήμης διοργανώνει η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, στην Πτέρυγα Ιωάννης Μακρυγιάννης από τις 20 Ιανουαρίου έως το τέλος Απριλίου 2022 με τίτλο «ΙΠΠΟΣ: Το άλογο στην αρχαία Αθήνα».

Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε η καθηγήτρια Jenifer Neils, Διευθύντρια της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, περιλαμβάνει περισσότερα από 50 αρχαία αντικείμενα, πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό. Το στήσιμο και τη σκηνογραφία υπογράφουν οι Παρασκευή Γερολυμάτου και Ανδρέας Γεωργιάδης από τη Μικρή Άρκτο.
Κεντρικό έκθεμα αποτελεί ένας από τους πολύ καλά διατηρημένους σκελετούς αρχαίων αλόγων που βρέθηκαν στις πρόσφατες ανασκαφές στο αρχαίο νεκροταφείο, στο Φάληρο. Οι επισκέπτες θα γνωρίσουν αντικείμενα και έργα τέχνης που απεικονίζουν τους πολλαπλούς ρόλους που έπαιζαν τα άλογα στην αρχαία Αθήνα: στους αθλητικούς αγώνες, τον πόλεμο, τη μυθολογία και τη θρησκεία. Από ταφικά κτερίσματα έως αφιερώματα στην Ακρόπολη της Αθήνας, τα αντικείμενα αυτά αναδεικνύουν τη συμβολική σημασία του αλόγου σε μια πόλη που χαρακτηριζόταν από ιππομανία. Στην έκθεση αυτή, τέχνη και επιστήμη συστρατεύονται για να παρουσιάσουν τα νεότερα αποτελέσματα της αρχαιολογικής, ζωοαρχαιολογικής και ιστορικής έρευνας με στόχο την καλύτερη κατανόηση της σημασίας του αλόγου στην αρχαία αθηναϊκή κοινωνία.



Τα εκθέματα προέρχονται από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Μουσείου Ακρόπολης, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών (Αρχαία Αγορά, Κεραμεικός κ.α.) της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής (Αρχ. Μουσείο Βραυρώνας), της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Φλωρεντίας, του Κρατικού Μουσείου Βάδης (Καρλσρούη) και τη Νομισματική Συλλογή της Alpha Bank.

Η έκθεση διαρθρώνεται σε έξι θεματικές ενότητες: την ταφή του αλόγου από το Φάληρο, την ιπποτροφία ή αλλιώς την εκτροφή και την εκπαίδευση των αλόγων, τις ιπποδρομίες και τις αρματοδρομίες, το αθηναϊκό ιππικό σώμα, τη μυθολογία και τη θρησκεία. Στα σημαντικά εκθέματα περιλαμβάνονται ένα αγγείο με την πρώτη ζωγραφική απεικόνιση του αλόγου στην τέχνη της Αρχαίας Αθήνας που χρονολογείται περίπου στο 900 π.Χ., ένας χάλκινος χαλινός, πιθανότατα λάφυρο από τους περσικούς πολέμους αφιερωμένο στην Ακρόπολη, ένα μαρμάρινο ανάγλυφο που απεικονίζει μια δραματική σκηνή με έναν πολεμιστή που πηδάει από ένα άρμα, ένα μεγάλο ταφικό μνημείο προς τιμήν ενός ιππάρχου με παράσταση μάχης και ένα σπάνιο αργυρό νόμισμα με το θεό της θάλασσας τον Ποσειδώνα πάνω σε άλογο. Επιπλέον, ένας αμφορέας από σωστική ανασκαφή στη Γλυφάδα που περιείχε την ταφή ενός παιδιού, εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό. Στο αγγείο, που αποδίδεται στο ζωγράφο Λυδό, έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της αττικής μελανόμορφης τεχνοτροπίας, απεικονίζεται ένας νεαρός ιπποκόμος που ιππεύει ένα άλογο, ενώ οδηγεί ένα δεύτερο.

Μία από τις πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις αυτού του αιώνα είναι το εκτεταμένο νεκροταφείο του αρχαίου Φαλήρου, του πρώτου λιμανιού της Αθήνας. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν εκεί από το 2012 έως το 2016 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων υπό τη διεύθυνση της Δρ. Στέλλας Χρυσουλάκη, έφεραν στο φως πάνω από 1900 απλές ανθρώπινες ταφές. Διάσπαρτες στο νεκροταφείο βρέθηκαν επίσης 18 ταφές αλόγων. Το οστεολογικό υλικό από αυτές τις ταφές αλόγων συντηρήθηκε και μελετήθηκε στο Malcolm H. Wiener Εργαστήριο Αρχαιολογικών Επιστημών της Αμερικανικής Σχολής. Ο ζωοαρχαιολόγος, Δρ. Flint Dibble, μελέτησε την ηλικία, το φύλο, τη φυσική κατάσταση και τα ταφικά σύνολα οκτώ ταφών αλόγων. Παρόλο που η κατάσταση των σκελετών δεν μας υποδεικνύει τον τρόπο που πέθαναν, μια θεωρία υποστηρίζει ότι πρόκειται για θυσίες προς τιμήν του θεού Ποσειδώνα, γνωστού και με το επίθετο Ίππιος.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό έκθεμα, η χάλκινη προτομή αλόγου από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας, που ανήκε κάποτε στο Λαυρέντιο το Μεγαλοπρεπή των Μεδίκων αποτελεί ένα σπάνιο πρωτότυπο μεγάλου έφιππου αγάλματος. Είναι η πρώτη φορά που η προτομή αυτή παρουσιάζεται στο κοινό στην Ελλάδα, και μία από τις λίγες φορές που εκτίθεται εκτός Ιταλίας. Η προτομή, που ήταν αρχικά επιχρυσωμένη, περικλείει τη δύναμη, την ευγένεια, το πνεύμα και την εγρήγορση ενός καλοθρεμμένου αλόγου. Το 2015, κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης εντοπίστηκαν λαξευμένα στη δεξιά πλευρά του λαιμού του αλόγου κοντά στη χαίτη τρία ελληνικά γράμματα (Χ, Ν, Λ). Αυτό δείχνει χωρίς αμφιβολία ότι το άγαλμα είναι ελληνικό και ότι χυτεύτηκε τον 4ο αιώνα π.Χ.

Παράλληλα με την έκθεση ΙΠΠΟΣ, η Αμερικανική Σχολή θα φιλοξενήσει μια σειρά δημόσιες διαλέξεις από διακεκριμένους ακαδημαϊκούς που έχουν αφιερώσει την έρευνά τους στη μελέτη της αρχαίας ιππικής τέχνης. Τα θέματα των διαλέξεων ποικίλλουν, από το αθηναϊκό ιππικό σώμα μέχρι την πραγματεία του Ξενοφώντα περι ιππικής. Οι ομιλίες θα πραγματοποιούνται με ελεύθερη είσοδο ημέρα Πέμπτη στις 7 μ.μ. στο αμφιθέατρο Cotsen Hall, ενώ θα είναι διαθέσιμες και διαδικτυακά από τον ιστότοπο της Σχολής.

Την έκθεση πλαισιώνουν εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολικές ομάδες που θα πραγματοποιούνται από την υπότροφο της Σχολής, Ελένη Γκίζα. Επίσης, θα υπάρχουν λεζάντες ειδικά σχεδιασμένες για τους μικρούς επισκέπτες, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να περιηγηθούν στην έκθεση και να ανακαλύψουν διάφορα αντικείμενα: παιδικά παιχνίδια, αγγεία διακοσμημένα με συναρπαστικές σκηνές αρματοδρομίας, αλλά και μυθολογικά πλάσματα, όπως ο ιππαλεκτρυών, που ήταν μισός άλογο και μισός κόκορας.

Επιπλέον, το παιδικό βιβλίο της καθ. Jenifer Neils με τίτλο “AVRA, an Amazing Greek Horse” εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία ενός αρχαίου αλόγου, της Αύρας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέλισσα και θα είναι διαθέσιμο στην έκθεση.

Τέλος, τους επισκέπτες θα υποδέχεται στην είσοδο της Σχολής το γλυπτό “Ίππος” της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη.


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Όταν η θάλασσα συνάντησε το χιόνι – Μαγευτικές φωτογραφίες και βίντεο από το Παλαιο΄Φάληρο σήμερα!

 

 Κάθε εποχή η παραλία του Παλαιου Φαλήρου είναι πανέμορφη!

Στις φωτογραφίες που ακολουθούν θα δείτε  ένα αρκετά σπάνιο φαινόμενο, το χιόνι να φτάνει κυριολεκτικά στην θάλασσα.  

Ακόμα και έτσι όμως, με τον γκρίζο και συννεφιασμένο καιρό, το Π. Φάληρο  είναι υπέροχο!















 




















Μακρινίτσα: Το «μπαλκόνι του Πηλίου» θα σε εκπλήξει


\

Η Μακρινίτσα, το «μπαλκόνι» του Πηλίου όπως πολλοί την αναφέρουν, είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς. Με θέα όλον τον Παγασητικό από την κεντρική πλατεία του χωριού, ο καφές εδώ αποκτά άλλη χάρη και γεύση. Τα ψηλά δέντρα σε συνδυασμό με τις πηγές και τα πετρόκτιστα σπίτια αποπνέουν αέρα χαλάρωσης και ηρεμίας. Ότι αναζητά ο κάθε ταξιδιώτης, μπορεί να το βρει σ’ αυτόν τον προορισμό.

Πλατεία της Μακρινίτσας

Η πλατεία της Μακρινίτσας αποτελείται από ψηλά πλατάνια, την εκκλησία του Ιωάννη Προδρόμου και την μαρμάρινη κρήνη που λένε ότι αναβλύζει το αθάνατο νερό . Στην πλατεία της Μακρινίτσας, με το όνομα “Μπράνη” έχετε την δυνατότητα να απολαύσετε τον ελληνικό καφέ σας στο καφενείο ” Θεόφιλος” όπου υπάρχει γνήσια τοιχογραφία από τον ζωγράφο Θεόφιλο. Ο χώρος στάθμευσης των οχημάτων βρίσκεται επίσης στο τελείωμα της πλατείας οπότε δεν χρειάζεται να περπατήσετε πολύ.

Αξιοθέατα

Η Μακρινίτσα έχει αφενός λίγα αξιοθέατα αφετέρου πολύ ενδιαφέροντα. Οι λάτρεις της τέχνης θα πρέπει να επισκεφτούν το καφενείο Θεόφιλος , στο οποίο έχουν τη δυνατότητα να δουν τον γνήσιο πίνακα του Θεόφιλου με τίτλο ” Μάχη στην κρύα βρύση”. Επίσης, το μουσείο λαϊκής τέχνης και ιστορίας του Πηλίου θα τους φανεί πολύ ενδιαφέρον. Για όλους τους υπόλοιπους επισκέπτες, η μαρμάρινη κρήνη που λένε ότι αναβλύζει το αθάνατο νερό, καθώς και η συνοικία της Κουκουράβας με τον Μεσαιωνικό πύργο παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.


Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Ψηφιακά παιχνίδια: Ένας μικρός οδηγός επιβίωσης, για υποψιασμένα παιδιά και ατίθασους γονείς

 

Το βιβλίο που θα σας παρουσιάσω σήμερα, είναι το βιβλίο ενός πολύ  αγαπημένου φίλου από πολύ παλιά, του Τάσου Κολλια ενός συναδέλφου εκπαιδευτικού που λατρεύει να διδάσκει τα παιδιά μέσα από την αξιοποίηση των Νέων Τεχνολογιων. Είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό βιβλίο για εμάς του γονείς και τα παιδιά μας και δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη στο σπίτι μας ή στο σχολείο. Σας το συνιστώ ανεπιφύλαχτα!

Επιτέλους ένας φωτεινός οδηγός για οικογένειες, εκπαιδευτικούς και ειδικούς που ασχολείται με την ψηφιακή πραγματικότητα της εποχής μας, χωρίς ξύλινους και κονσερβοποιημένους όρους. Μετατρέπει την ψηφιακή εποχή σε εγκυκλοπαιδική γνώση με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και ρεαλισμό. Διαβάζοντάς το, αναγνωρίζεις κομμάτια ενός εαυτού που δεν ήξερες πως έχεις, καθώς τίποτα δεν μένει ίδιο μετά από την -τόσο επεξηγηματική και γλαφυρή απεικόνιση της εξέλιξής μας στα παιχνίδια. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε γονείς και παιδιά να έχουν στο κομοδίνο για να τους θυμίζει τη σχέση τους με το παιχνίδι όπως ήταν, όπως έγινε και όπως θα έπρεπε να είναι.

Συγγραφέας: Τάσος Κόλλιας

Εκδόσεις Δερέ

Για γονείς και παιδιά άνω των 9 ετών

Το βιβλίο θα βρείτε από τις εκδόσεις Δερε εδώ.

Οπισθόφυλλο (αντί περίληψης)


Επιτέλους ένας φωτεινός οδηγός για οικογένειες, εκπαιδευτικούς και ειδικούς που ασχολείται με την ψηφιακή πραγματικότητα της εποχής μας, χωρίς ξύλινους και κονσερβοποιημένους όρους. Μετατρέπει την ψηφιακή εποχή σε εγκυκλοπαιδική γνώση με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και ρεαλισμό. Διαβάζοντάς το, αναγνωρίζεις κομμάτια ενός εαυτού που δεν ήξερες πως έχεις, καθώς τίποτα δεν μένει ίδιο μετά από την -τόσο επεξηγηματική και γλαφυρή απεικόνιση της εξέλιξής μας στα παιχνίδια. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε γονείς και παιδιά να έχουν στο κομοδίνο για να τους θυμίζει τη σχέση τους με το παιχνίδι όπως ήταν, όπως έγινε και όπως θα έπρεπε να είναι.

Χριστίνα Μπογιατζή
Παιδοψυχολόγος-Λογοπαθολόγος
Υπ. Διδακτωρ ΕΚΠΑ

Βιογραφικό Συγγραφέα

Ο Αναστάσιος Κόλλιας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε Παιδαγωγικά και είναι εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών (Αξιοποίηση του σχεδιασμού ψηφιακών παιχνιδιών στο μάθημα της Ν. Γλώσσας), κατέχει M.Ed. (Master in Education) στον τομέα “Πληροφορική στην Εκπαίδευση” και διπλώματα ειδίκευσης στη διαχείριση σχολικής τάξης (we.C.A.R.E.) και την εκπαίδευση STΕAM (Erasmus+, ESA), ενώ από το 2019 είναι πιστοποιημένος εκπαιδευτής εκπαιδευτικών από την LEGO® Education Academy (LEA Certified Teacher Trainer). Έχει σπουδάσει μουσική (BCM, LCM, RGT, PMT) και έχει διδάξει ηλ. κιθάρα στο Εθνικό Ωδείο Π. Ψυχικού – Φιλοθέης. Είναι συνιδρυτής και πρόεδρος του εργαστηρίου καινοτομίας mellonLAB και εμπνευστής του ιστοχώρου digitalgames.edu.gr.

Διετέλεσε υπεύθυνος παιδαγωγικών θεμάτων στο πιλοτικό πρόγραμμα εισαγωγής των υπολογιστών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση “ΟΔΥΣΣΕΙΑ – Το Νησί των Φαιάκων” και επιμορφωτής στα προγράμματα «Ακαδημαϊκή & Επαγγελματική Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΕΚΠΑ), «Κοινωνία της Πληροφορίας» (ΕΠΕΑΕΚ-ΥΠΕΠΘ) και «Εκπαίδευση Γονέων Μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στις ΤΠΕ και στην Ασφαλή Χρήση του Διαδικτύου» (έργο “goneis.gr”-ΕΔΕΤ).
Από το 2010 σχεδιάζει και εκπονεί εκπαιδευτικά Προγράμματα Ρομποτικής και STEM για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Έχει συνεργαστεί με πολλά σχολεία, εργαστήρια και οργανισμούς ως εκπαιδευτής, ως σύμβουλος εργαστηρίων, ως προπονητής αγωνιστικών ομάδων ρομποτικής, με αποκορύφωμα το χάλκινο μετάλλιο στο μηχανικό σχεδιασμό και την 6η θέση στην παγκόσμια κατάταξη ως προπονητής-μέντορας της Ελληνικής Εθνικής ομάδας Ρομποτικής FIRST Global στην Ολυμπιάδα Ρομποτικής του Ντουμπάι το 2019.
Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει εκπαιδευτικούς τίτλους για την διδασκαλία της Πληροφορικής και των Μαθηματικών, συμμετοχή στη συγγραφική ομάδα για τα βιβλία Μαθηματικών του Δημοτικού Σχολείου (ΕΠΕΑΕΚ – ΥΠΕΠΘ) και ανάπτυξη εφαρμογών λογισμικού για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

via

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Τι διαβάζω αυτές τις μέρες. ΜΕΣΟΤΟΙΧΙΕΣ

 

Ενα βιβλιο αποκάλυψη που διαβαζω αυτές τις μέρες. Μεσοτοιχίες. Από την Ελλάδα στη Ρουμανία, από την Ιταλία στην Αίγυπτο, από την Ισπανία στη γαλλική ύπαιθρο, εννέα ιστορίες, εννέα τόποι, εννέα ζωές συνθέτουν ένα πολύπλευρο μωσαϊκό με φιλοσοφικές και υπαρξιακές προεκτάσεις, έχοντας ως επίκεντρο την πανδημία, που περιόρισε την ελευθερία μετακινήσεων και τη δυνατότητα επαφής στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Μέσα από σελίδες γεμάτες στοχασμό, αλλά και πάθος για τη ζωή, μέσα από την κοινή εμπειρία του εγκλεισμού, μας αποκαλύπτεται η ενιαία ουσία όλων των ανθρώπων, πέρα από τις όποιες πολιτικές, θρησκευτικές και προσωπικές πεποιθήσεις τους. Ταυτόχρονα μας αποκαλύπτεται ο αγώνας του ανθρώπου να μην υποκύψει στον φόβο, στην αποξένωση και στη μοναξιά. Ο αγώνας του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος. Γιατί εξίσου επικίνδυνοι με την εξάπλωση της ασθένειας είναι οι δαίμονες και το σκότος που όλοι έχουμε μέσα μας και όλοι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αν δεν θέλουμε να χάσουμε την αληθινή υπόστασή μας.
Maurizio De Rosa

ΣυγγραφέαςΜΟΥΣΣΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Έτος έκδοσης: 2021
ISBN: 978-960-04-5162-7
ΣΕΛ.: 120
Σχήμα: 14 Χ 20,6
Βάρος: 145.00 γραμ.
Μαλακό εξώφυλλο

Το βιβλίο θα βρείτε από τις εκδόσεις Κεδρος εδώ

ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Εννέα κομψοτεχνήματα συμπυκνωμένης λογοτεχνικότητας στεγάζει αυτός ο τόμος, καμάρι και αποτέλεσμα εργαστηριακής καταπόνησης ενός σεμνού ανθρώπου, ενός περιεκτικού λογοτέχνη, από τους λίγους που ξεχωρίζουν στον βασανισμένο μεταβατικό καιρό μας.
Κωνσταντίνος Μπούρας, diastixo, 30/09/2021

Οι εκδόσεις Κέδρος δίνουν φωνή σε ένα νέο επιστήμονα, με σημαντικές λογοτεχνικές περγαμηνές σε πρωτότυπο επίπεδο παραγωγής αλλά και μεταφραστικό. Βραβεύσεις και πετυχημένες δημοσιεύσεις Ιταλών ποιητών και διηγηματογράφων κατέστησαν σαφή την αξία του Πειραιώτη ιατρού. Το μάτι του αιχμηρό, μαθημένο να διαβάζει τις πτυχές της εποχής, η γλώσσα του ικανή να περιγράψει με κατάλληλα εδάφια σελίδες από το μεγάλο έπος της λαϊκής ιστορίας. Εκείνης που συγκρατεί σήμερα το μεγάλο μερίδιο της μνήμης, μια ήπειρο δική της, χαλκευμένη σε γκραβούρες και καημούς. Ο Κωνσταντίνος Μούσσας ζητά να αγγίξει και άλλοτε υφαίνει το μαγικό θαυμαστό δίνοντας στην λογοτεχνία τις διαστάσεις μιας ολόκληρης μεταφυσικής. Ανάμεσα στα όνειρα και την αιωνιότητα ο συγγραφέας των Μεσοτοιχιών από τις εκδόσεις Κέδρος, επιλέγει αναντίρρητα τα πρώτα και συστηματικά καλλιεργεί αναπάντεχα μια θαυμάσια και εκπληκτική γεωγραφία τόπων και βιογραφιών και ταχύρυθμων ονείρων.
Απόστολος Θηβαίος, literature, 18/08/2021

Μια μικρή αλλά σημαντική συλλογή για τη σιωπή που καραδοκεί να πλήξει τον σύγχρονο άνθρωπο και την ελευθερία του, για την αγάπη που έρχεται αντιμέτωπη με τον ολοκληρωτισμό, για τον κίνδυνο της «μετατροπής του ανθρώπου σε θηρίο», για την «αγριότητα της επιβίωσης» και για «το φως που δεν πρέπει να ηττηθεί», να εκλείψει, να σβήσει.
Τέσυ Μπαιλα, culturenow, 18/08/2021

Θα τα καταφέρουμε άραγε να ξεφύγουμε; Δεν το γνωρίζω. Αυτό που γνωρίζω είναι πως στο πιο ζοφερό καλοκαίρι για τον τόπο μας αξίζει να διαβάσουμε τις Μεσοτοιχίες. Τρυφερά και ίσως λίγο θλιμμένα. Όπως ο ίδιος διαβάζει ένα από τα αγαπημένα του βιβλία χαϊδεύοντας προσεκτικά το εξώφυλλο και που δεν είναι άλλο από τη 'Δίκη' του Φραντς Κάφκα.
Αλεξάνδρα Κορωναίου, φρέαρ, 10/08/2021

Μεσοτοιχίες: το αρχιτεκτονικό στοιχείο που οριοθετεί τον ζωτικό χώρο του καθενός και διασφαλίζει την πολυπόθητη ιδιωτικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, στη συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Μούσσα μετουσιώνεται σε ενωτικό σύμβολο της ακαταμάχητης, αιώνιας δίψας της ανθρωπότητας για επικοινωνία, συντροφικότητα, επαφή και έρωτα.
artviews, 20/07/2021 

Με την πρέπουσα λυρικότητα και την απαραίτητη δόση φιλοσοφικής εσάνς ο ποιητής/συγγραφέας θα προσπαθήσει να προσεγγίσει και να αναδείξει όλα όσα απασχολούν και υπάρχουν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Όχι,δε γίνεται γραφικός,ούτε κάνει επίκληση στο συναίσθημα με πιεστικό τρόπο. Τα πρόσωπα των ιστοριών του δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλά ως λογοτεχνικοί ήρωες,αλλά σαν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Όμοιοι/ες με εμάς. Με τις όποιες σκέψεις,φόβους και συναισθήματα που μπορεί να έχουν γεννηθεί μέσα μας εξαιτίας της παρούσας,δύσκολης κατάστασης. Γιατί μπροστά στο ενδεχόμενο μίας ασθένειας,ή ακόμη κι ενός αναπάντεχου θανάτου,όλα μοιάζουν να διογκώνονται απειλώντας να μας "πνίξουν"... Ναι,αυτός ο "πόλεμος" φαντάζει άνισος,αλλά δεν είναι.
Κυριακή Γανίτη, Dominica Amat, 17/07/2021
 


“Αξίζεις μια αγάπη” ένα ποίημα της Frida Kahlo

 Αξίζεις μια αγάπη που να σε αγαπά ξεχτένιστη,

με τα πάντα και τις αιτίες που σε σηκώνουν βιαστικά,
με τα πάντα και τα δαιμόνια που δε σε αφήνουν να κοιμηθείς.
Αξίζεις μια αγάπη που να σε κάνει να νιώθεις σίγουρη,
που να μπορεί να καταναλώσει όλο τον κόσμο αν περπατάει χέρι με χέρι με σένα,
που να νιώθει πως οι αγκαλιές σου πάνε τέλεια με το δέρμα της.
Αξίζεις μια αγάπη που να θέλει να χορεύει μαζί σου,
που να επισκέπτεται τον παράδεισο κάθε φορά που κοιτάει τα μάτια σου,
και που δεν βαριέται ποτέ να διαβάζει τις εκφράσεις σου.
Αξίζεις μια αγάπη που να σε ακούει όταν τραγουδάς,
που να σε στηρίζει στα ρεζιλίκια σου,
που να σέβεται ότι είσαι ελεύθερη,
που να σε συνοδεύει στο πέταγμά σου,
που να μην την τρομάζει η πτώση.
Αξίζεις μια αγάπη που να πάρει τα ψέματα,
που να σου φέρει τον ενθουσιασμό,
τον καφέ
και την ποίηση.
| Φρίντα Κάλο | Αξίζεις μια αγάπη | μτφρ.: Ναταλί Φύτρου |

Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

 

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο:

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ
φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ
τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν
τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα
λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.


Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη,
ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν
μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις
πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει
ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί,
πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ
θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα
σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου,
τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις

οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη
μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα
καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε, μὲ διώχνει –
θέλω νὰ πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε,
τὰ κάδρα ρίχνονται σὰ νὰ βουτᾶνε στὸ κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου
ἀπ' τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινὸ διάδρομο
ὅπως πέφτει τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τὰ γόνατά της
ἢ ὅπως πέφτει μιὰ λουρίδα φεγγάρι στὴν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή – ὄχι ἡ φωτογραφία ποὺ κοιτᾶς μὲ τόση δυσπιστία

λέω γιὰ τὴν πολυθρόνα, πολὺ ἀναπαυτική,
μποροῦσες ὦρες ὁλόκληρες νὰ κάθεσαι
καὶ μὲ κλεισμένα μάτια νὰ ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
– μιὰν ἀμμουδιὰ στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπὸ φεγγάρι,
πιὸ στιλβωμένη ἀπ' τὰ παλιὰ λουστρίνια μου ποὺ κάθε μήνα τὰ δίνω στὸ στιλβωτήριο
- τῆς γωνίας,
ἢ ἕνα πανὶ ψαρόβαρκας ποὺ χάνεται στὸ βάθος
λικνισμένο ἀπ' τὴν ἴδια του ἀνάσα,
τριγωνικὸ πανὶ σὰ μαντίλι διπλωμένο λοξὰ μόνο στὰ δυὸ
σὰ νὰ μὴν εἶχε τίποτα νὰ κλείσει ἢ νὰ κρατήσει
ἢ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σὲ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου
εἶχα μανία μὲ τὰ μαντίλια,
ὄχι γιὰ νὰ κρατήσω τίποτα δεμένο,

τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἢ χαμομήλι μαζεμένο στοὺς ἀγροὺς μὲ τὸ λιόγερμα
ἢ νὰ τὸ δέσω τέσσερις κόμπους σὰν τὸ ἀντικρυνὸ γιαπὶ
ἢ νὰ σκουπίζω τὰ μάτια μου – διατήρησα καλὴ τὴν ὅρασή μου,
ποτέ μου δὲν φόρεσα γυαλιά. Μιὰ ἁπλὴ ἰδιοτροπία τὰ μαντίλια ...

Τώρα τὰ διπλώνω στὰ τέσσερα, στὰ ὀχτώ, στὰ δεκάξι
ν' ἀπασχολῶ τὰ δάχτυλά μου. Καὶ τώρα θυμήθηκα
πὼς ἔτσι μετροῦσα τὴ μουσικὴ σὰν πήγαινα στὸ Ὠδεῖο
μὲ μπλὲ ποδιὰ κι ἄσπρο γιακά, μὲ δυὸ ξανθὲς πλεξοῦδες
– 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη ἀπ' τὸ χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς
ὅλο φῶς καὶ ρὸζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αὐτὰ τὰ λόγια κακὴ συνήθεια) – 32, 64, –
κι οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στὸ μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σοῦ 'λεγα γιὰ τὴν πολυθρόνα –

ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τὰ ἄχερα –
ἔλεγα νὰ τὴν πάω δίπλα στὸ ἐπιπλοποιεῖο,
μὰ ποῦ καιρὸς καὶ λεφτὰ καὶ διάθεση – τί νὰ πρωτοδιορθώσεις; –
ἔλεγα νὰ ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της – φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σὲ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθισαν
ἄνθρωποι ποὺ ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα,
ὅπως κι ἐσὺ κι ὅπως κι ἐγὼ ἄλλωστε,
καὶ τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τὸ χῶμα
δίχως νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπ' τὴ βροχὴ ἢ τὸ φεγγάρι.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Θὰ σταθοῦμε λιγάκι στὴν κορφὴ τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἁι-Νικόλα,
ὕστερα ἐσὺ θὰ κατηφορίσεις κι ἐγὼ θὰ γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερὸ πλευρό μου τὴ ζέστα
ἀπ' τὸ τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ σακακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικὰ τετράγωνα φῶτα ἀπὸ μικρὰ συνοικιακὰ παράθυρα
κι αὐτὴ τὴν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τὸ φεγγάρι
πού 'ναι σὰ μιὰ μεγάλη συνοδεία ἀσημένιων κύκνων –
καὶ δὲ φοβᾶμαι αὐτὴ τὴν ἔκφραση, γιατί ἐγὼ
πολλὲς ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μὲ τὸ Θεὸ ποὺ μοῦ ἐμφανίστηκε
ντυμένος τὴν ἀχλὺ καὶ τὴν δόξα ἑνὸς τέτοιου σεληνόφωτος,
καὶ πολλοὺς νέους, πιὸ ὡραίους κι ἀπὸ σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκὴ κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι μὲς στὴ λευκή μου φλόγα,
στὴ λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν
κι ἀπ' τὴ δισταχτικὴν ἔκσταση τῶν ἐφήβων,

πολιορκημένη ἀπὸ ἐξαίσια, ἡλιοκαμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στὸ κολύμπι, στὸ κουπί, στὸ στίβο,
στὸ ποδόσφαιρο (ποὺ ἔκανα πὼς δὲν τά 'βλεπα)
μέτωπα, χείλη καὶ λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καὶ μάτια,
στέρνα καὶ μπράτσα καὶ μηροί (κι ἀλήθεια δὲν τά 'βλεπα)
– ξέρεις, καμμιὰ φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου –
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν
σὲ μιὰν ἀποθέωση ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπὸ μέσα,
ἄλλος δρόμος δέ μοῦ 'μενε παρὰ μονάχα πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω.
Ὄχι, δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

ὸ ξέρω ἡ ὥρα εἶναι πιὰ περασμένη. Ἄφησε μέ,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καὶ νύχτες καὶ πορφυρὰ μεσημέρια,ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καὶ πάναγνη,
ἀκόμη στὴ συζυγική μου κλίνη πάναγνη καὶ μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σὲ διαβεβαιῶ, θὰ μένουνε σὰ λαξευμένοι σὲ ἄμεμπτο μάρμαρο
πέρα ἀπ' τὴ ζωή μου καὶ τὴ ζωή σου, πέρα πολύ. Δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.

Τοῦτο τὸ σπίτι δὲ μὲ σηκώνει πιά.
Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ σηκώνω στὴ ράχη μου.
Πρέπει πάντα νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις,
νὰ στεριώνεις τὸν τοῖχο μὲ τὸ μεγάλο μπουφὲ
νὰ στεριώνεις τὸν μπουφὲ μὲ τὸ πανάρχαιο σκαλιστὸ τραπέζι
νὰ στεριώνεις τὸ τραπέζι μὲ τὶς καρέκλες
νὰ στεριώνεις τὶς καρέκλες μὲ τὰ χέρια σου
νὰ βάζεις τὸν ὦμο σου κάτω ἀπ' τὸ δοκάρι ποὺ κρέμασε.
Καὶ τὸ πιάνο, σὰ μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δὲ τολμᾶς νὰ τ' ἀνοίξεις.

Ὅλο νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις, μὴν πέσουν, μὴν πέσεις. Δὲν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Τοῦτο τὸ σπίτι, παρ' ὅλους τοὺς νεκρούς του, δὲν ἐννοεῖ νὰ πεθάνει.
Ἐπιμένει νὰ ζῇ μὲ τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τὴ βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καὶ νὰ νοικοκυρεύει ἀκόμη τοὺς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια καὶ ράφια.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγὰ κι ἂν περπατήσω μὲς στὴν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μὲ τὶς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θὰ τρίξει – ἕνα τζάμι ραγίζει ἢ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται – δὲν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στὸ δρόμο μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούγονται τοῦτα τὰ βήματα –
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα –

κι ἂν κάνεις νὰ κοιτάξεις σ' αὐτὸν ἢ τὸν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τὴν σκόνη καὶ τὶς ραγισματιές,
διακρίνεις πιὸ θαμπὸ καὶ πιὸ τεμαχισμένο τὸ πρόσωπό σου,
τὸ πρόσωπό σου ποὺ ἄλλο δὲ ζήτησες στὴ ζωὴ
παρὰ νὰ τὸ κρατήσεις καθάριο κι ἀδιαίρετο.

Τὰ χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στὸ φεγγαρόφωτο
σὰν κυκλικὸ ξυράφι πῶς νὰ τὸ φέρω στὰ χείλη μου;
ὅσο κι ἂν διψῶ – πῶς νὰ τὸ φέρω; – Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιὰ παρομοιώσεις – αὐτὸ μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτὸ μὲ βεβαιώνει ἀκόμη πὼς δὲν λείπω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση
πὼς ἔξω ἀπ' τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης

μὲ τὴ γριὰ βαρειά του ἀρκούδα
μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο
ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο
καὶ δὲν τ' ἁφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο ποὺ πίσω ἀπ' τοὺς τοίχους
μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας
κι ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί
ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια
δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της
νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους, τοὺς ἀπαιτητικούς,
καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα
ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση,
τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων,

τοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ
μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου ἔστω κι ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου
τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς
ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἂπ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιός μπορεῖ νὰ παίξει ὣς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι;
Κι ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται
ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της,
χαμογελῶντας μὲ τὰ σκισμένα χείλη της στὶς πενταροδεκάρες
ποὺ τῆς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιὰ
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἰναι ἀνυποψίαστα)
καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατὶ οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε
τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Τοῦτο τὸ σπίτι μὲ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα

ἶναι σὰν τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Τὰ μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σὰ στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τὰ πιάτα σαλεύουν ἀργὰ σὰν τὶς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στὰ μαλλιά μου
δὲν μπορῶ νὰ τὰ ξεκολλήσω ὕστερα,
δὲν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στὴν ἐπιφάνεια –
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τὰ χέρια ἄηχος – σωριάζομαι
καὶ βλέπω τὶς φυσαλίδες ἀπ' τὴν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ἀνεβαίνουν
καὶ προσπαθῶ νὰ διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θὰ λέει ἂν κάποιος βρίσκεται ἀπὸ πάνω καὶ βλέπει αὐτὲς τὶς φυσαλίδες,
τάχα πὼς πνίγεται κάποιος ἢ πὼς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τοὺς βυθούς;

 Κι ἀλήθεια δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀνακαλύπτω ἐκεῖ,

στὸ βάθος τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ θυσαυροὺς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καὶ χτεσινὰ καὶ σημερινὰ μελλούμενα,
μιὰν ἐπαλήθευση σχεδὸν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιὰν εὐτυχία, μιὰ μέθη, κι ἐνθουσιασμὸν ἀκόμη,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ ζαφείρια,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω νὰ τὰ δώσω – ὄχι, τὰ δίνω,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω ἂν μποροῦν νὰ τὰ πάρουν – πάντως ἐγὼ τὰ δίνω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Μιὰ στιγμή, νὰ πάρω τὴ ζακέτα μου.
Τοῦτο τὸν ἄστατο καιρό, ὅσο νά 'ναι, πρέπει νὰ φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τὰ βράδυα, καὶ τὸ φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πῶς ἐπιτείνει τὴν ψύχρα;

Ἄσε νὰ σοῦ κουμπώσω τὸ πουκάμισο τί δυνατὸ τὸ στῆθος σου,
– τί δυνατὸ φεγγάρι – ἡ πολυθρόνα, λέω
κι ὅταν σηκώνω τὸ φλιτζάνι ἀπ' τὸ τραπέζι
μένει ἀπὸ κάτω μιὰ τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τὴν παλάμη μου ἐπάνω
νὰ μὴν κοιτάξω μέσα – ἀφήνω πάλι τὸ φλιτζάνι στὴ θέση του,
καὶ τὸ φεγγάρι μιὰ τρύπα στὸ κρανίο τοῦ κόσμο μὴν κοιτάξεις μέσα,
ἔχει μιὰ δύναμη μαγνητικὴ ποὺ σὲ τραβάει μὴν κοιτάξεις, μὴν κοιτάχτε,
ἀκοῦστε μὲ πού σᾶς μιλάω θὰ πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος θὰ πέσεις –
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τὸ φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καὶ βουβὰ φτερά, μυστηριακὲς φωνὲς δὲν τὶς ἀκοῦτε;

Βαθύ-βαθὺ τὸ πέσιμο,
βαθύ-βαθὺ τὸ ἀνέβασμα,
τὸ ἀέρινο ἄγαλμα κρουστὸ μὲς στ' ἀνοιχτὰ φτερά του,
βαθειά-βαθειὰ ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς –
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης,
ὅπως ταλαντεύεσαι μὲς στὸ ἴδιο σου τὸ κῦμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος – πρόσεξε, θὰ πέσεις. Μὴν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τὸ ταλάντευμα ὁ ἐξαίσιος ἴλιγγος.
Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμμιὰν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο
ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καὶ πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ἑτοιμάζω δυὸ ποιός νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον; –
ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει
ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας
ἀπ' τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει
μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου,
χωρὶς καθόλου βαλίτσες τί νὰ τὶς κάνεις;
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δὲ θὰ ἔρθω. Καληνύχτα.
Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νὰ βγῶ ἀπ' αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία – ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι
τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της
τὴν πολιτεία πού μᾶς ἀντέχει στὴ ράχη της
μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας,
μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας –
ν' ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου
μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θὰ ἔκρυψε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιὰ πολὺ γνωστὴ μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ "Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος", μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικὸ κι ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἁι-Νικόλα, πρὶν κατέβει τὴ μαρμάρινη σκάλα, θὰ γελάσει – ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νὰ εἶναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ: "Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς". Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναῖκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἂπ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνίες τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μιὰν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωή, ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει...)

via

 

 

 

 

Πέθανε ο Χρήστος Γιανναράς: Έσβησε η τελευταία φλόγα της ελληνικής φιλοσοφίας

Ο Χρήστος Γιανναράς έφυγε απ' τη ζωή, αφήνοντας μια πιο φτωχή Ελλάδα. Ο Χρήστος Γιανναράς , εξέχων σύγχρονος Έλληνας φιλόσοφος και συγγ...