"Μπροστά στη θέα μιας ψυχής που σπαρταρά αφοπλίζεσαι. Αν έχεις στο παρελθόν σπαρταρήσει κι ο ίδιος, ήδη γνωρίζεις καλά πως το σπαρτάρισμα μεταδίδεται σαν ίωση, και θέλεις να το βάλεις στα πόδια. Αν δεν είχες παρόμοια εμπειρία, μια μυστική διαίσθηση κληρονομημένη από τα βάθη των αιώνων, σε προειδοποιεί να φορέσεις τη μάσκα της αναισθησίας αν σκοπεύεις από περιέργεια να παρακολουθήσεις την κατάληξη του σπαρταρίσματος και του σπαρταρισθέντος. Αυτή όμως είναι μάλλον μια αδόκιμη εκκίνηση για την παρουσίαση ενός βιβλίου. Πάμε απ’ την αρχή.
Μόλις τέλειωσα την πρώτη σελίδα του ββλίου που φέρει τον τίτλο «Σε λάθος ώρα νυχτώνει», το έκλεισα δηλώνοντας αποφασιστικά στον έσω εαυτό μου, «αυτό το βιβλίο εγώ αποκλείεται να το διαβάσω... δεν ξέρω για ποιον αναγνώστη προορίζεται, πάντως δεν προορίζεται για μένα». Από τις πρώτες κιόλας λέξεις ένιωσα τη λάμα ενός ακονισμένου μαχαιριού να εισχωρεί σε μια πληγή που στους αιώνας των αιώνων δεν πρόκειται να κλείσει ή θα κλείσει μόνον όταν κλείσουν και οι τρύπες που άνοιξαν τα καρφιά στα χέρια και τα πόδια του Κυρίου.
Πέρασε όμως μια μέρα και ξαναπήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Δεν ήταν από ευγένεια προς τον συγγραφέα του που είχε την καλοσύνη να μου το στείλει. Δεν είμαι τόσο ευγενική, ποτέ δεν ήμουν. Εγκαταλείπω δίχως τύψεις βιβλία και ανθρώπους που δεν με αφορούν. Όχι όμως και αυτά ή αυτούς που με αφορούν απόλυτα κι ας με πληγώνουν -έχει αποδειχθεί ότι κατά κανόνα μου βγαίνει σε καλό. Και το βιβλίο που είχα αρχίσει να διαβάζω με αφορούσε απόλυτα κι ας με πλήγωνε αβάσταχτα. Διάβασα άλλες δυο σελίδες και το άφησα πάλι. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν προσπάθησα τόσο πάνω στην ανάγνωση, όμως το εν λόγω κείμενο όσο βασανιστικά με απωθούσε άλλο τόσο μαγνητικά με έλκυε. Έτσι πορεύθηκε ο αναγνωστικός μου αγώνας σχεδόν μέχρι τη μέση. Γιατί από τη μέση και μετά του παραδόθηκα άνευ όρων και το διάβασα με μια ανάσα. Ποιο ήταν, λοιπόν, αυτό το άλογο που τρέχοντας αφηνιασμένα σε κάθε σελίδα έσερνε πίσω του την καρότσα της οδύνης μου, παρά τη θέλησή μου; Ήταν η ψυχή του συγγραφέα και μόνον αυτή. Μια ψυχή που σπαρταρούσε σε κάθε πρόταση ολόγυμνη, αδύναμη, ετοιμόρροπη και την ίδια στιγμή φοβερά δυνατή και ασυνήθιστα τολμηρή στην εκκωφαντική της ειλικρίνεια.
Ο συγγραφέας ξεκινά με μια αντιπαράθεση. Από τη μια η γνωστή περικοπή με την ανάσταση από τον Χριστό του γου της χήρας στην Ναΐν. Από την άλλη ο θάνατος ενός δεκάχρονου κοριτσιού του οποίου ο συγγραφέας έχει να τελέσει την κηδεία ως ιερέας. Το τραγικό είναι τέκνο των ακραίων αντιθέσεων και εγγόνι των συγκρίσεων που δίχως αυτές αναμφισβήτητα το γένος των ανθρώπων θα ήταν πολύ ευτυχέστερο. Αχ, αυτές οι συγκρίσεις, οι τόσο ανθρώπινες...
«Ανάσταση στην Ναΐν, θάνατος στην Καλλιθέα.
Παρουσία και απουσία.
Νοιάξιμο και αδιαφορία.
Λόγος και σιωπή.
«Εγέρθητι» και «αναπαύσου». (σ.15)
Δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα μπορούσε να αποτυπώσει κάποιος τον κεραυνό που τον διαπερνά και τη στάχτη στην οποία τον μετατρέπει ένα παιδικό φέρετρο. Και όμως αυτό κάνει ο συγγραφέας, και διαβάζοντας τον κεραυνοχτυπιόμαστε μαζί του και μαζί του στάχτη γινόμαστε. Και αρπάζει τη στάχτη ο άνεμος να τη διασκορπίσει, και εκεί που λες πως όλα χάθηκαν, επιστρέφεται άρωμα Χριστοφόρο. Άρωμα που πλημμυρίζει πρώτα την δική του καρδιά και ακολούθως τη δική μας.
Παραιτούμενος από κάθε λογοτενικό επίπλαστο φτιασίδι, ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου δημιουργεί ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό ρέκβιεμ. Οι λέξεις του είναι γυμνές σαν νεογέννητα βρέφη κι ο ίδιος γυμνός σαν πρωτόπλαστος μπροστά στο λιλιπούτειο φέρετρο μετεωρίζεται ανυπεράσπιστος από κάθε επιπόλαιη παρηγοριά και στερεότυπο κηρυγματικό επιχείρημα. Κατεβαίνει στον Άδη. Και αφού ξαναβγεί στο φως, αποτολμά το παράτολμο εγχείρημα να αρθρώσει όλα αυτά που έζησε εκεί κάτω, αλλά και γύρω από την κιβωτό του θανάτου εν μέσω όλων εκείνων που μένουν και δεν περιμένουν πλέον τίποτα. Αρθρώνει όλα αυτά που όσοι έχουμε ανάλογα βιώματα δεν τολμήσαμε ποτέ να εκστομίσουμε, με αποτέλεσμα τα αδήλωτα παράπονά μας, τα καταχωνιασμένα μας ερωτήματα και οι πιο κρύφιες «υβριστικές» μας σκέψεις σαν σκουλήκια να κατατρώνε το ξύλο της ψυχής μας που μένει σαρακοφαγωμένο. Όμως ο συγγραφέας σαν ρωμαλαίος ανθρακωρύχος βγάζει όλα τα κάρβουνα του πόνου στο φως! Και βγάζοντας τα δικά του κάρβουνα, συμπαρασύρει και τα δικά μας. Δεν αφήνει τίποτα κρυφό, τίποτα ανείπωτο, τίποτα υπαινικτικό. Δεν αποσιωπά, αλλά αντιθέτως κραυγάζει απεγνωσμένα. Παλεύει με τον Θεό, μαλώνει με τον Θεό, Του θυμώνει, Τον χάνει, Τον αναζητά, Τον βρίσκει και Τον ξαναχάνει. Κάθε ένα από τα δέκα τελευταία υποκεφάλαια του βιβλίου του φέρει τον σπαρακτικό τίτλο, «Πού είσαι;» Γιατί γυρεύει τον Θεό μια τέτοια ώρα; Τι δουλειά έχει ο Θεός με τον θάνατο; Αποκρίνεται: «Δεν είναι η σιωπή των νεκρών που βαραίνει. Η σιωπή της απουσίας Σου είναι που μας τυραννά.» (σ. 107)
Πάνω στο συρματόσχοινο της ύπαρξης, ο π. Βασιλειος, βαδίζει με πόδια γυμνά. Σκίζεται, ματώνει, αλλά δεν σταματά. Ακροβατεί έως θανάτου. Και σπαρταρά. Σπαρταρά σαν ετοιμοθάνατος. Λιώνει σαν το κερί μπροστά στον πόνο της μάνας. Από αγάπη.
Στο αιματηρό οδοιπορικό του έχει δύο βακτηρίες που ενδεχομένως και να ταυτίζονται κατ’ έναν τρόπο. Μία βακτηρία η ποίηση, δεύτερη το Μυστήριο. Βακτηρίες και φτερά συνάμα. Αρχέγονες ροζιασμένες βακτηρίες και φτερά από κτίσεως κόσμου αιματοβαμμένα. Ίσως μόνο ένας υπηρέτης του Θεού θα μπορούσε να εισπηδήσει στο κενό του άδικου και παράλογα πρόωρου θανάτου μ’ αυτόν τον τρόπο ή απλά ένας αληθινός χριστιανός. «Για να γίνεις χριστιανός πρέπει πρώτα να γίνεις ποιητής», έλεγε ο Άγιος Πορφύριος. Και μόνο ένας ποιητής του Θεού -οξύμωρη κάπως έκφραση, το αναγνωρίζω μιας και Ποιητής του ανθρώπου είναι ο Θεός, μα και εικόνα Του ο άνθρωπος- δε θα δίσταζε να πέσει στο κενό δίχως να ανοίξει σαν αλεξίπτωτο σωτήριο το ράσο του για να σωθεί, όπως, κατ’ αναλογίαν και τηρουμένων πάντα των αναλογιών, δε χρησιμοποίησε ποτέ ο Χριστός τη Θεότητά του σαν αλεξίπτωτο για να σωθεί από το μαρτύριό Του. «Προπαθείς να υπενθυμίσεις στον εαυτό σου και στους άλλους πως μάλλον άνθρωπος είσαι.» (σ. 111)
Και μήπως υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο για τους ζώντες από το θάνατο του παιδιού τους; «Καλο Παράδεισο» ευχόμουν κι εγώ σε καθε κηδεία μέχρι και προχθές, αλλά τούτη εδώ μου άλλαξε τα δεδομένα. (σ. 29)
Ναι, ο θάνατος ενός παιδιού είναι μια ενεργή νάρκη. Με το που αγγίζεις το χώμα της τα δεδομένα όλα τινάζονται στον αερα και μαζί τους κι εσύ. Ο συγγραφέας δεν διστάζει μετά από αυτήν την πρωτόγνωρη γι’ αυτόν εμπειρία να αποκαθηλώσει ιδέες και σχήματα χιλιοφορεμένα και χιλιοτρυπημένα από καιρό. Τόσο τρύπια που δεν μπορούν να ζεστάνουν πλέον κανέναν οδυνόμενο γυμνό. «Μας γλυτώνει επίσης κι αυτή η πρωτόπλαστη πτώση. Τη βρήκαμε βολική χάμου πεσμένη -ποιος ξέρει από ποιο ύψος ριγμένη- τετελεσμένη προ αιώνων και της τα φορτώσαμε όλα.» (σ. 33)
Ο π. Βασίλειος κοιτάζει κατάματα τις σαθρές δικαιολογίες, ακόμα και τον κακώς νοούμενο ασκητισμό. «Είναι ο νοσηρός ασκητισμός που επιτίθεται στο σώμα, που ενοχοποιεί κάθε χαρά και απόλαυση στα όρια της αμαρτίας, που θεμελιώνει την ύπαρξή του πάνω στο αξίωμα «όσο πιο πολύ υποφέρεις, τόσο πιο αρεστός στον Θεό γίνεσαι» (σ. 40) Νομίζω πως ο άγιος του αιώνα μας, Πορφύριος, έχει δώσει την απάντηση επ’ αυτού με την πλέον ερωτική φράση που ειπώθηκε στους καιρούς μας: «Να αγαπάεις και να πονάεις».
Μπροστά στη σκαμμένη γη που θα καταπιεί το νεκρό παιδί, ο συγγραφέας νοιάζεται για τους ζώντες, καίγεται γι’ αυτούς και αναρωτιέται ποια μπορεί να γίνει η «σκαμένη αγκαλιά» που θα τους αγκαλιάσει. «Η Εκκκλησία» ψελλίζει, αφού ταλανιστεί αρκετά «καλείται στο ιστορικό παρόν του Πόνου και του Φόβου να πρφυλάξει τους ανθρώπους και να τους φροντίσει. Να γίνει μια αγκαλιά να τους δεχθεί, να μην ξεπαγιάζουν έξω στο Παράλογο. Να τους ζεστάνει σε Νόημα. Καλείται η Εκκλησία στο ιστορικό παρόν να πάρει το μέρος των ανθρώπων και όχι του Θεού.» (σσ. 52-53) «Του ανθρώπου που πληρώνει ακριβό τίμημα αυτής της επιλογής του, με το να χάνει πρόωρα και αναίτια πολλά απ’ αυτά που αγαπά. Να χαϊδεύει το κεφαλάκι του τρυφερά η Εκκλησία και να του διαβάζει ποίηση, μόνο ποίηση, μυσταγωγώντας τον στο μυστήριο της έμπονης ζωής, και του σκοτεινού θανάτου, αλλά και στο μυστήριο της αναμονής και της Βασιλείας.» (σσ. 53-54). Και ο εν λόγω συγγρφέας είναι θρεμμένος από τη μεγάλη ποίηση και γι’ αυτό την επικαλείται όπως ο Όμηρος τη Μούσα να τον συνδράμει στο δύσκολο έργο του. Ανάμεσα στις παλλόμενες λέξεις του παρεισφρύουν ποιήματα του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βαλαωρίτη, της Δημουλά, του Γρηγορίου Θεολόγου, του Ησαϊα, του Δαυίδ κ.ά. Τον συνεπικουρούν κείμενα πολλών άλλων ποιητικών συγγραφέων όπως του Έλιοτ, του Καζαντζάκη, του Κ. Παπαγιώργη, του Αρχ. Σωφρόνιου Σαχάρωφ, του Αρχ. Βασιλείου Γοντικάκη, και του Ολιβιέ Κλεμάν, του Παύλου Ευδοκίμωφ, του π. Αλέξανδρου Σμέμαν, του Γιανναρά κ.ά.
Κι όμως, παρόλη τη βοήθεια που του παρέχουν οι ποιητές και οι σοφοί, ο ιερέας του Θεού δεν γλυτώνει την ακατάπαυστη πάλη στα σπλάχνα του. Κι ίσως ακριβώς επειδή τον συνδράμουν, δε σταματά να παλεύει έως θανάτου. «Οδηγώντας προς το Κοιμητήριο, Παρασκευή πρωί, για την Εξόδιο Ακολουθία της Ανδριάνας, πάλευα μέσα μου το παράλογο, το ανείπωτα οδυνηρό, τη στοιχειωμένη σιωπή, τη φρίκη μιας πιθανής ειμαρμένης... Ένιωθα πως το σχοινί δε θα με κρατήσει...» Μέσα σ’ αυτήν την Γεθσημάνεια αγωνία θα έρθει η θεία έκλαμψη να τον παρηγορήσει και θα μας τη φανερώσει σαν παιδί που δεν μπορεί να πει ψέμματα: «Τον σκέφτηκα (τον Χριστό) πεθαμένο, ύπτιο νεκρό μέσα στον δικό Του τάφο.» (σ. 59). «Με τον δικό Του... θάνατο ο Θεός ανοίγει μια τρύπα στη γη, όπως κανείς ένα παράθυρο στον ήλιο...» (σ. 69)
Ο συγγραφέας μπροστά στο τραγικό συμβάν ξαναγίνεται μαθητής της πρωτοσχολικής ηλικίας, μα αυτή τη φορά στο σχολείο του θανάτου. Ξαναδιαβάζει απ’ την αρχή τον άνθρωπο και τον Θεό. «Αλλάζει το αλφάβητο της πίστης μου, βρίσκομαι σχεδόν σε πανικό.» (σ. 118) Μαζί του συλλαβίζουμε κι εμείς το νέο αλφαβητάρι. Ένα αλφαβητάρι που έρχεται κατευθείαν από την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας. Μια στιγμή που κανείς δε θυμάται, μα μένει ανεξίτηλη σφραγίδα εντός μας που θαρρείς και περιμένει κάτι τέτοιες στιγμές για να ανάψει σαν φάρος και να σφυρίξει σαν συναγερμός στα σωθηκά της ύπαρξης. Και αυτή η σφραγίδα είναι το φιλί. Εκείνο το πρώτο αλησμόνητο φιλί της Ζωής...
«Μας φίλησε (ο Θεός) στο στόμα και ζήσαμε. Το πρόσωπο δεν το θυμόμαστε. Το φιλί όμως ποιος το ξεχνά;» (σ. 121) «Πρέπει να ξαναβρούμε το δρόμο της επιστροφής, γι’ αυτό και φιλί με φιλί προχωρούμε.» (σ. 122)
Ναι, φιλί με φιλί προχωρούμε, και ποιος δε θα το ’θελε; Μα είναι τις περισσότερες φορές φιλί πνιγμένο στα δάκρυα, κι Αυτός που μας φίλησε δεν το σβήνει με μια απλή κίνηση του σφουγγαριού της αγάπης Του στον μαυροπίνακα της καρδιάς μας. «Δε σώζει ο Θεός τον άνθρωπο από τη λύπη. Τον σώζει μέσα στη λύπη» (σ. 71) θα μου απαντήσει ο συγγραφέας σαν να ακούει το παράπονό μου, και η φράση του αυτή καρφώνεται στην καρδιά μου σαν φτερωτή σε μύλο.
Μαζί μου αναρωτιέται: «Ο Θεός, εν τέλει, μπορεί να παράσχει τις διευκρινίσεις; Είναι ο Θεός των απαντήσεων ή ο Θεός της εμπιστοσύνης;» (σ. 77)
Πόσο ανταποκρίνεται στ’ αλήθεια, σκέφτομαι, ο Θεός που φτιάξαμε στον αληθινό Θεό; Σαν ατάλαντοι και επηρμένοι ποιητές εμείς πλάσαμε έναν Θεό σαν ατσαλάκωτο και αξιοσέβαστο μικροαστό. Έναν Θεό που σηκώνεται όρθιος σαν μαθητής στο θρανίο του και οφείλει να μας απαντήσει σε ό,τι τον ρωτούμε για να διαπιστώσουμε αν διάβασε το μάθημά Του και να του βάλουμε κατόπιν βαθμό. Και ποιος μας είπε πως μας χρωστά ο Θεός απαντήσεις; Και ποιος μας είπε πως οι απαντήσεις βοηθούν;
«Να παραμείνουμε στο ερώτημα γιατί αυτό μας κρατά ανοιχτούς στη σχέση, ζωντανούς στην επιθυμία.» (σ. 81) «Αυτή η απόκρυψη ίσως και να ’ναι τελικά αυτό το μυστήριο που συντηρεί σε επίπεδο ερωτικό τη σχέση Θεού ανθρώπου -ο έρωτας πάντα από το μυστήριο τρέφεται.» (σ. 83) Έτσι είναι. Εξάλλου, και στη Γεθσημανή θα παρατηρήσει πολύ εύστοχα «δεν διαβεβαιώνεται Εκείνος για κάτι, εμπιστεύεται: πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.» (σ. 83)
Εμείς αντί να εμπιστευτούμε Εκείνον, εμπιστευθήκαμε τους ανέραστους παραθεολογούντες που μόνο ενοχικά συμπλέγματα κατάφεραν να μας μεταδώσουν βάζοντας στο ειδώλιλο του κατηγορουμένου το σώμα, τη χαρά, τα όνειρα. Ο συγγραφέας όμως αναλαμβάνει την υπεράσπισή τους.
«Κάθε ένας που ονειρεύεται επενδύει, ρισκάροντας πως το αύριο θα ’ναι εκεί.» (σ. 85)
Και το όνειρο είναι άλμα στο κενό, άλμα στο αβέβαιο. Δίχως αυτό σκουλήκια σερνάμενα γινόμαστε και Θεό ποτέ δεν θα δούμε. Πότε θα δούμε Θεό; «Πέφτουμε μέσα στο κενό του Θεού και τότε μόνο γνωρίζουμε πως ο Θεός υπάρχει.» (σ. 86) «... (η σχέση μας με τον Θεό έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του ρίσκου και της διακινδύνευσης όπως αποτυπώνονται στη σχέση του Θεού με τον πατριάρχη Αβραάμ) τολμώντας να θυσιάσει τον Ισαάκ της εξασφάλισης, της λογικής συνεκδοχής του κάθε γεγονότος της ζωής μας και της εκ προοιμίου προφύλαξης του «εγώ» έναντι κάθε απροόπτου ή και κάθε απαίτησης του «εσύ»...» (σ. 99)
Γιατί ο συγγραφέας υπερασπίζεται τη μακρόβια ζωή και τις χαρές της; «Η ζωή δεν είναι καρπός που τον τρως γρήγορα. Πρέπει να ζήσουμε πολύ για να προσεγγίσουμε τον πυρήνα της γεύσης της.» (σ. 136)
«Που είσαι;», αναρωτιέται ξανά και ξανά μαζί μας. Ναι, ο Θεός που κατασκευάσαμε σαν γενναιόδωρο τραπεζίτη που μας χορηγεί κονδύλια ασφάλειας, ευμάρειας και αφθαρσίας, δεν υπάρχει. Πριν από μας και για μας, ο Ίδιος καταστρέφει την εικόνα Του. Ο συγγραφέας το διατυπώνει έξοχα: «Και ο Θεός αναπάντεχα εμφανίζεται ως ο μεγάλος εικονοκλάστης. Συντρίβει με την Ενανθρώπσή Του κάθε προηγούμενη εικόνα Του...» (σ. 153) Θα έλεγα, και κάθε επόμενη εικόνα Του. Διότι από τη γέννησή Του ως σήμερα έχουμε φτιάξει άπειρα πλαστά κακκέκτυπά Του. Στη Βηθλεέμ «αντί να μας λύσει τα προβλήματα και να μας απαλλάξει από το κακό και τους κινδύνους, έρχεται ο Ίδιος και θέτει τον εαυτό Του υπό του κακού, υπό του κινδύνου, υπό της απειλής.» (σ. 154)
«Ο Θεός τελικά αποκαλύπτεται ως Θείο Σκοτάδι -τόσο φωτεινό στο κέντρο του που μας τυφλώνει.» (σ. 156)
Τελειώνοντας το βιβλίο αναρωτιέμαι, αν δεν υπήρχε θάνατος θα υπήρχε Θεός; Και δεν εννοώ, βέβαια, αν θα υπήρχε όντως από μόνος Του, γιατί εξάλλου αυτό είναι δικό Του ζήτημα. Εννοώ αν θα υπήρχε για μας. Μήπως πρέπει, τελικά, να διαβάσουμε τη ζωή σαν βιβλίο που το ξεκινούμε από το τέλος για να φτάσουμε στην αρχή σαν ήταν γραμμένο σε αραβκή γλώσσα; Δεν είμαι σίγουρη, αλλά θα το σκεφτώ σοβαρά. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά πως ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου μας χάρισε ένα σύγχρονο αλφαβητάρι πίστης, ελπίδας και αγάπης που οι καιροί μας χρειάζονται επειγόντως. Και τον ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή για την ευαισθησία, την τόλμη και την εντιμότητα!"
Η κριτική δημοσιεύετηκε για το βιβλίο του πατέρα Βασίλειου Χριστοδούλου, «Σε λάθος ώρα νυχτώνει»από τη γνωστή συγγραφέα Βασιλική Νευροκοπλή.
Η κριτική δημοσιεύετηκε για το βιβλίο του πατέρα Βασίλειου Χριστοδούλου, «Σε λάθος ώρα νυχτώνει»από τη γνωστή συγγραφέα Βασιλική Νευροκοπλή.