Αν και μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από το Σύνταγμα, η Καλλιθέα είναι ξεχωριστός Δήμος. Χωροταξικά είναι ίσως το ιδανικό σημείο για να μείνει κανείς – δέκα λεπτά από την Αθήνα και δέκα λεπτά από τον Πειραιά. Παρόλο που τα σύνορά της είναι ξεκάθαρα, ποτέ δεν είσαι απόλυτα σίγουρος αν βρίσκεσαι στην Καλλιθέα, το Μοσχάτο ή τον Ταύρο. Αν και είναι γνωστή για την πλούσια σε ποικιλία αγορά της, τις σχολές (Πάντειο - Χαροκόπειο - Σιβιτανίδειος) και τα στέκια της, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι η ιστορία της αλλά και η έμπρακτη συνεισφορά των κατοίκων της σε θέματα κοινωνικής ευθύνης. Κάθε της πέτρα μαρτυρά και μια ιστορία από το παρελθόν, κάθε της κτίριο και ένα έργο Τέχνης. Διανύοντας όλες τις αποστάσεις με τα πόδια, θα συναντήσεις σημαντικά κομμάτια από τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας και φιλόξενους ανθρώπους που δεν θα διστάσουν να σε βάλουν ακόμα και μέσα στα σπίτια τους για να σου διηγηθούν την ιστορία, όπως τη βίωσαν οι ίδιοι.
Σκεπαστή αγορά Καλλιθέας
Κοντά στην πλατεία Δαβάκη βρίσκεται η σκεπαστή αγορά της Καλλιθέας ή αλλιώς η αγορά των Ποντίων. Είναι σαν μια μυστική γωνιά της περιοχής, καθώς αν δεν γνωρίζεις την ύπαρξή της είναι αδύνατο να φανταστείς ότι μέσα στην Πλάτωνος θα βρεις την είσοδο για μία τόσο εναλλακτική αγορά, που αισθητικά διαφέρει πολύ σε σχέση με τα γύρω καταστήματα. Πέρα από το εντυπωσιακό κτίριο και την ποικιλία τροφίμων, ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η ιστορία της. Rώτησα έναν από τους εμπόρους πόσα χρόνια υφίσταται η σκεπαστή αγορά και μου είπε «από το 1959». «Από το 1956!» απάντησε ένας κύριος μεγάλης ηλικίας από τον απέναντι πάγκο με τα φρούτα – ήξερα ότι είχα βρει τον πιο «παλιό».
Στην Καλλιθέα κατέφθασαν το 1922 περισσότεροι από 20.000 πρόσφυγες από τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Πόντιοι που έμεναν στα κοντινά αυτοσχέδια παραπήγματα, ζήτησαν το 1956 να αγοράσουν το οικόπεδο που βρίσκεται ανάμεσα στην Πλάτωνος και τη Γρυπάρη. «Δεν ήθελαν να μας το δώσουν και γι’ αυτό μας ζήτησαν να τους πληρώσουμε σε λίρες. 600 λίρες μάς ζήτησαν τότε! Νόμιζαν ότι δεν θα μπορούσαμε να τις βρούμε, αλλά εμείς τις βρήκαμε» μου εξηγεί ο ίδιος κύριος. Εξηνταδύο επιχειρήσεις συνθέτουν την αγορά – εξηνταδύο και οι Πόντιοι που αγόρασαν το οικόπεδο. Αφού το χώρισαν σε ισάριθμα κομμάτια, το μοιράστηκαν με κλήρο. Έκτοτε, περνούν τα καταστήματα από γενιά σε γενιά. Σήμερα κάποια έχουν ενοικιαστεί σε άλλους, κάποια έχουν πουληθεί σε τρίτους και κάποια αποτελούν οικογενειακή παράδοση. Μοναδικό τους βάσανο, οι πέντε λαϊκές αγορές της Καλλιθέας.
Παλλάδιο Καφενείο
Μπαίνοντας μέσα θαρρείς ότι ετοιμάζεσαι να παίξεις ως κομπάρσος σε ταινία, το στόρι της οποίας διαδραματίζεται κάπου κοντά στο 1930 και όχι άδικα. Είναι ένα από αυτά τα παλιά, μεγάλα, επιβλητικά κτίρια που για κάποιο λόγο νιώθεις όταν βρίσκεσαι μέσα πόσο «γερά» είναι. Ακόμα και στους μεγάλους σεισμούς του ’81 και του ’99 δεν κουνήθηκε ούτε κορνίζα, ενώ αισθητικά παραμένει το ίδιο. Με υποδέχτηκε το ζευγάρι των ιδιοκτητών (κληρονόμοι του πρώτου ιδιοκτήτη). «Το κτίριο σηκώθηκε το 1938. Τότε δεν μπορούσες να σηκώσεις κτίριο χωρίς να φτιάξεις καταφύγιο γιατί ετοιμάζονταν για πόλεμο» μου εξηγούν. Από εδώ έχει περάσει όλη η «αφρόκρεμα» των Αθηνών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και για πολλά χρόνια, αργότερα λειτουργούσε ως λέσχη για Μπριτζ, η οποία δεχόταν μόνο συγκεκριμένα μέλη. Ένα από αυτά ήταν και ο Ιωάννης Μεταξάς. Τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως παραδοσιακό καφενείο. Φεύγοντας με εφοδίασαν με έναν τόμο που περιλαμβάνει την ιστορία της Καλλιθέας από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα θησαυρό.
Το στοιχειωμένο σπίτι
Στην οδό Λασκαρίδου βρίσκεται το αρχοντικό που στεγάζει σήμερα τη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας και λειτουργεί παράλληλα ως πολυχώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων με δωρεάν είσοδο. Αυτό είναι το σπίτι που ανήκε κάποτε στην οικογένεια της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου. Η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που φοίτησε στην ανδροκρατούμενη ως το 1903, Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έγινε δεκτή μετά από προσωπικό της αίτημα στο βασιλιά Γεώργιο Α΄. Φεμινίστρια, αν και μη αποδεκτή κοινωνικά, κατάφερε να σπάσει πολλά από τα ταμπού της εποχής και να αποτελέσει σύμβολο χειραφέτησης. Από το σαλόνι αυτού του αρχοντικού έχουν περάσει οι πιο γνωστές φιγούρες της αστικής τάξης, όπως ο Κρέμος και ο Χαροκόπος, μας εξιστορεί ο Παναγιώτης Καρατζάς, που μένει στο απέναντι σπίτι. Επρόκειτο για μία ιδιαίτερα προοδευτική οικογένεια που αγαπούσε πολύ τις Τέχνες και τα Γράμματα. Θυμάται τη Σοφία, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της, να μένει κλεισμένη στο σπίτι και να κάθεται συχνά στο απέναντι παράθυρο.
Η ιστορία λέει πως η Σοφία Λασκαρίδου, εκτός από τη ζωγραφική, είχε και μια δεύτερη μεγάλη αγάπη. Πριν ακόμα εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών είχε γνωρίσει ένα φημισμένο διανοούμενο και δημοσιογράφο, τον Περικλή Γιαννόπουλο. Ερωτεύτηκαν παράφορα και περνούσαν μαζί ατέλειωτες ώρες. Εκείνος ήταν λάτρης της κλασικής ελληνικής παιδείας, της καθαρεύουσας και θεωρούσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «ομφαλούς του ερέβους». Εκείνη, όμως, αγαπούσε τη δημοτική, τη ζωγραφική και πάνω από όλα έμενε πιστή στα όνειρά της. Όταν της έκανε πρόταση γάμου αρνήθηκε να την αποδεχτεί κι όταν εκείνη έγινε δεκτή με υποτροφία στο Μόναχο αυτός αρνήθηκε να την ακολουθήσει. Μετά το τελευταίο γράμμα που της έστειλε καβάλησε ένα λευκό άλογο, κρατώντας ένα όπλο στο χέρι, και βούτηξε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, όπου και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Η Σοφία έμαθε για το θάνατό του στο τρένο με το οποίο επέστρεφε στην Αθήνα, έχοντας νωρίτερα λάβει το απελπισμένο του γράμμα. Συντετριμμένη, επιχείρησε κι εκείνη να αυτοκτονήσει αλλά χωρίς επιτυχία.
Έφυγε ξανά για σπουδές και το 1916 επέστρεψε για πάντα στο σπίτι της Καλλιθέας, ενώ αφιέρωσε τη ζωή της στην Τέχνη. Ο αστικός μύθος λέει πως τις νύχτες, έξω από το αρχοντικό της οδού Λασκαρίδου, περιφέρεται το φάντασμά της μουρμουρίζοντας μελαγχολικά το όνομα του αγαπημένου της.
Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο
Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου βρίσκεται σήμερα ένα σχολικό συγκρότημα. Εκεί βρισκόταν κάποτε το Σκοπευτήριο, που χτίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, όπου και διεξήχθη το άθλημα της σκοποβολής. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και λίγο μετά τη Μικρασιαστική καταστροφή αποτέλεσε το μέρος όπου αποτυπώθηκε σε εικόνα η ανθρώπινη εξαθλίωση, καθώς οι πρόσφυγες ζούσαν σε παράγκες μπροστά στο Σκοπευτήριο που τις είχαν χτίσει οι ίδιοι από πλίθρες και τσίγκινες σκεπές. Κατά τη γερμανική κατοχή, οι εγκαταστάσεις μετατράπηκαν σε φυλακές από τους Γερμανούς και παρέμειναν ως φυλακές για αρκετά χρόνια.
Τον Νοέμβρη του 1951 βρέθηκε στην Καλλιθέα παράνομος ασύρματος μέσω του οποίου μέλη του παράνομου τότε ΚΚΕ επικοινωνούσαν με αριστερές οργανώσεις του εξωτερικού. Πολλοί Καλλιθεάτες και κάτοικοι κοντινών δήμων συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν τότε στις φυλακές Καλλιθέας (Σκοπευτήριο). Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Νίκος Μπελογιάννης. Τον Φλεβάρη του 1952, παρά τη διεθνή κινητοποίηση, καταδικάζονται σε θάνατο οι: Μπελογιάννης, Αργυριάδης, Μπάτσης και Καλούμενος, στη λεγόμενη «Δίκη των 4». Κάτω από απόλυτη μυστικότητα μεταφέρονται από τις φυλακές Καλλιθέας πίσω από το νοσοκομείο Σωτηρία και εκτελούνται. Οι φυλακές κατεδαφίστηκαν το 1966 και στη θέση τους δημιουργήθηκε το σχολικό συγκρότημα του Αγίου Νικολάου.
Οι Τζιτζιφιές
Οι Τζιτζιφιές ήταν κάποτε γνωστές για την παραλία τους και για τα πολλά λαϊκορεμπέτικα μαγαζιά που βρήκαν στέγη στην περιοχή. Ο Γαβαλάς, ο Τζιτζιφιώτης Παπαϊωάννου και η Σωτηρία Μπέλλου είναι μόνο λίγα από τα ονόματα που άφησαν το στίγμα τους στην περιοχή. Ο Κωλοσούρτης αλλά και το τραμ έφταναν μέχρι την πεντακάθαρη παραλία των Τζιτζιφιών, λίγο πριν στρίψουν προς το βόρειο ή το νότιο Φάληρο, και γι’ αυτό οι Τζιτζιφιές ήταν πόλος έλξης για πολλούς εκδρομείς. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε η πεντακάθαρη παραλία, ούτε τα λαϊκορεμπέτικα, ούτε καν οι τζιτζιφιές.
«Οι Τζιτζιφιές ονομάστηκαν έτσι γιατί στην περιοχή υπήρχαν πολλές τζιτζιφιές. Τα τζίτζιφα ήταν σαν ελιές σε κίτρινο χρώμα. Καθαρίζαμε το περίβλημα και τα τρώγαμε» μας λέει ο κ. Μακρίδης, κάτοικος των Τζιτζιφιών από παιδί που μοιράστηκε μαζί μας εικόνες των Τζιτζιφιών του ’60. Η περιοχή των Τζιτζιφιών κατοικείτο από πολλούς Πόντιους και γι’ αυτό ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην περιοχή πολλές μικρές μονοκατοικίες. Το ωραιότερο κομμάτι της ήταν η παραλία των Τζιτζιφιών, όπου υπήρχαν πολλοί ψαράδες και μαγαζάκια. Το 1968 η παραλία μπαζώθηκε και άλλαξε για πάντα την όψη των Τζιτζιφιών. Ρώτησα γιατί. «Τότε είχαμε δικτατορία. Δεν ρωτούσες και πολλά. Θυμάμαι μόνο ότι ξαφνικά, μια μέρα, ήρθε ένα συνεργείο και άρχισε να την μπαζώνει. Μετά ένα τείχος μας έκοψε για πάντα τη θέα» λέει με ένα παραπονεμένο χαμόγελο. Η άλλη χαρακτηριστική εικόνα που διατηρεί ακόμα στο μυαλό του είναι η εικόνα μιας βάρκας με την οποία η μητέρα του έφυγε από το σπίτι για να πάει να πάρει την αδελφή του από το σχολείο που ήταν απέναντι, σε μία από τις μεγάλες πλημμύρες που το νερό είχε φτάσει το ένα μέτρο. Η περιοχή πλημμύριζε συχνά και γι’ αυτό πολλοί κάτοικοι μεταφέρονταν τότε με τις βάρκες των ψαράδων.
Έγκλημα στου Χαροκόπου
Στη συμβολή των οδών Θησέως (σημερινή Ελ. Βενιζέλου) και Αγ. Πάντων διαπράχθηκε το 1931 ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα της Αθήνας. Πρόκειται για το φόνο του Δημήτρη Αθανασόπουλου. Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος ήταν παντρεμένος με τη Φούλα, την οποία απατούσε αλλά και κακοποιούσε σεξουαλικά, ενώ, σύμφωνα με λεγόμενα κατοίκων, διατηρούσε σχέση και με τη μητέρα της, Αρτέμιδα. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του Γενάρη, η όμορφη Φούλα, μετά από ακόμα μία κακοποίηση, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας της. Εκείνη, χωρίς αρχικά να πει τίποτα στην κόρη της (άλλοι λένε ότι ήταν συνεννοημένες), ζήτησε από έναν ανιψιό της, που ενδεχομένως να ήταν και ερωτευμένος με την ξαδέλφη του, να σκοτώσει τον Αθανασόπουλο. Έτσι και έγινε. Αφού τον πυροβόλησε και τον σκότωσε την ώρα που κοιμόταν, προσπάθησε με τη βοήθεια της οικιακής βοηθού να τον κάψει. Η καύση όμως απέτυχε γιατί ο καπνός ήταν έντονος και φοβήθηκε μην τους πάρουν χαμπάρι. Κατόπιν, το πτώμα του Αθανασόπουλου τεμαχίστηκε, πακεταρίστηκε και παραδόθηκε στον Σπύρο Μαγουλόπουλο που ήταν επίσης ερωτευμένος με τη Φούλα. Στη συνέχεια, τα πακέτα παρέλαβε ένας αμαξάς με την εντολή να τα πετάξει στο ρέμα του Ιλισού, όπου τελικά εντοπίστηκαν από κάποιον που είδε τα δέματα και ειδοποίησε την αστυνομία.
Το τραγούδι «Κακούργα πεθερά» σε στίχους του Ιακώβου Μοντανάρη και μουσική Μάρκου Βαμβακάρη είναι εμπνευσμένο από τη δολοφονία του Αθανασόπουλου, ενώ ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τάσος Κοντογιαννίδης συνέλεξε στοιχεία γύρω από την υπόθεση και έγραψε ολόκληρο βιβλίο για το έγκλημα με τίτλο: «Το έγκλημα στου Χαροκόπου» (εκδ. Άγκυρα).
Φάρος Τυφλών Ελλάδος& Μουσείο Αφής
Στην Καλλιθέα βρίσκεται ο Φάρος Τυφλών της Ελλάδος, ένα σωματείο ειδικώς αναγνωρισμένο, μη κερδοσκοπικό, που ιδρύθηκε το 1946 με σκοπό την υποστήριξη των τυφλών ατόμων, την παροχή υπηρεσιών στα άτομα με προβλήματα όρασης, αλλά και την ευαισθητοποίηση του κοινού και της Πολιτείας. Ανάμεσα στις πλούσιες δράσεις που διοργανώνει ο Φάρος ξεχωρίζει η Μονάδα Παραγωγής Σκουπών και Βουρτσών, όπου απασχολούνται τυφλοί και μερικώς βλέποντες εργάτες, οι οποίοι αμείβονται και ασφαλίζονται σύμφωνα με τις συλλογικές συμβάσεις. Σύμφωνα με την κ. Καραβινού, υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Μουσείο Αφής του ΦΤ Ε, υπάρχει ένας νόμος από την εποχή του βασιλιά Παύλου που ισχύει ακόμα και σήμερα, ο οποίος ορίζει ότι οι τομείς των Ενόπλων Δυνάμεων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Νοσοκομείων και άλλων Φορέων Δημοσίου Δικαίου είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν παραγγελίες σκουπών και βουρτσών πρώτα από τη συγκεκριμένη μονάδα. Αυτό όμως στην πράξη δε συμβαίνει, αφενός γιατί οι αρμόδιοι ενδεχομένως να μη γνωρίζουν το νόμο, αφετέρου γιατί το κόστος παραγωγής στη μονάδα του ΦΤΕ είναι μεγαλύτερο από μιας μεγάλης εταιρείας παραγωγής καθαριστικών προϊόντων.
Μοναδική εμπειρία ωστόσο αποτελεί μια επίσκεψη στο Μουσείο Αφής – το μοναδικό μουσείο αφής στην Ελλάδα και ένα από τα πέντε του κόσμου. Ιδρύθηκε το 1984 και στεγάζεται στο παλιό διώροφο νεοκλασικό κτίριο του ΦΤΕ. Μέσα υπάρχουν πιστά αντίγραφα από την Κυκλαδική Περίοδο μέχρι και το Βυζάντιο και καθημερινά γίνονται ξεναγήσεις. Η εμπειρία της επίσκεψης στο Μουσείο Αφής είναι εξίσου εκπληκτική και για ένα βλέποντα, καθώς μια μάσκα που καλύπτει τα μάτια αποτελεί κομμάτι της βιωματικής προσέγγισης.
Θησέας
Το πρόγραμμα αντιμετώπισης της εξάρτησης «Θησέας» ξεκίνησε τη λειτουργία του ως υπηρεσία του Δήμου Καλλιθέας το 1989. Πρόκειται για το μοναδικό δημοτικό κέντρο απεξάρτησης που διαθέτει η χώρα μας, ενώ, παρόλο που συντηρείται οικονομικά από το δήμο, είναι ανοιχτό σε όλους. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να θέλει ο ίδιος ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει το πρόβλημα να καταπολεμήσει την εξάρτηση, καθώς και να έχει τη στήριξη της οικογένειάς του» μας εξηγεί ο κ. Κρασανάκης, ψυχίατρος και δραματοθεραπευτής στο πρόγραμμα αντιμετώπισης της εξάρτησης, που μας υποδέχτηκε στο κτίριο που στεγάζεται η θεραπευτική δομή του «Θησέα». Το πρόγραμμα που ακολουθείται είναι «στεγνό», ενώ ως θεραπευτικό μέσο χρησιμοποιείται η Τέχνη προτείνοντας στους χρήστες έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής. «Τα ποσοστά επιτυχίας είναι πολύ υψηλά» μας λέει ο κ. Μακρίδης, που εργάστηκε στο παρελθόν εκεί, «…αλλά αυτό δεν παίζει ρόλο όταν μιλάμε για ανθρώπινες ζωές» εξηγεί παρακάτω. Ο «Θησέας» συνεργάζεται με διάφορες σχολές συμβάλλοντας έτσι στη στήριξη των ανθρώπων που προσπαθούν να ξαναπάρουν τη ζωή στα χέρια τους, γεμίζοντάς τους με εφόδια, το πρόβλημα της ανεργίας όμως αντιμετωπίζεται ακόμα πιο δύσκολα σε τέτοιες περιπτώσεις.
via