Πίσω από τα μεγάλα, στρογγυλά της γυαλιά κρυβόταν η απόλυτη εκφραστικότητα και ίσως να ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κανείς γυναίκα να τραγουδάει με τέτοια "αντρική" δύναμη, χωρίς να χάνει ίχνος από τη θηλυκότητά της. Αξιοθαύμαστη δε, ήταν η αδέξια αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο, συναρπαστική σκηνική της παρουσία. Πράγματι, αν και οι κινήσεις της ήταν μικρές και σπασμωδικές, η ίδια κατάφερνε να κάνει τη σκηνή να δονείται με τη λάμψη, την άνεση και φυσικά τη θεία φωνή της.
Η γυναίκα που έσπασε την "ανδροκρατούμενη" ροκ, αποτελεί όμως και άλλη μια απόδειξη για το πώς σπουδαίοι καλλιτέχνες χάνονται στο δρόμο της δόξας, και βυθίζονται στις ναρκωτικές ουσίες και την αυτοκαταστροφή.
Η ζωή της μικρή, αλλά επεισοδιακή. Γεννημένη στις 19 Ιανουαρίου του 1943 στο Τέξας, μεγαλώνει σε ένα όμορφο οικογενειακό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, οι γονείς της ένιωθαν ότι πάντα αποζητούσε περισσότερη προσοχή σε σχέση με το άλλο τους παιδί: «Η κόρη μας φαινόταν δυστυχισμένη και ανικανοποίητη, όταν δε δίναμε τη σημασία που ήθελε. Η φυσιολογική στήριξη που της δείχναμε ήταν ανεπαρκής»
Στα σχολικά της χρόνια, βίωσε τον χλευασμό συμμαθητών της που συνοδευόταν από χαρακτηρισμούς όπως «φρικιό» και «γουρούνι», λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης. Ποιος γελούσε όμως μετά; Στην ηλικία των 17 αποφασίζει να φύγει από το σπίτι της με σκοπό ν’ ασχοληθεί με το τραγούδι.
Και ενώ στην αρχή τραγουδάει περιστασιακά και για ελάχιστα χρήματα στο Τέξας, τρία χρόνια μετά καταλήγει στην Καλιφόρνια (1963). Εκεί ξεκινάει η ερωτική της σχέση με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ (παρεμπιπτόντως το αγαπημένο της ποτό ήταν το Southern Comfort), καθώς επίσης οι επαναλαμβανόμενες απόπειρές της για απεξάρτηση.
Το 1965, αποθαρρυμένη ξαναγυρνάει στο Τέξας, προσπαθεί ανεπιτυχώς να σπουδάσει, να παντρευτεί και να ζήσει σε κοινόβια, ενώ τελικά εντάσσεται στην ψυχεδελική ροκ μπάντα των «Big Brother & The Holding Company» με την οποία ξεκινάει μία ιστορική πορεία.
Το γκρουπ σταδιακά γίνεται γνωστό παντού, ενώ ξεχωρίζουν με τη συμμετοχή τους στο Monterey International Pop Festival της Καλιφόρνια που τους έδωσε το βήμα να βγάλουν το δεύτερο τους δίσκo-σταθμό με τίτλο «Cheap Thrills» (ο πρώτος είχε τίτλο «Big Brother And The Holding Company») και να ξεκινήσουν περιοδείες σε Αμερική και Καναδά. Τα τραγούδια «Piece of my Heart» και «Summertime» κάνουν πάταγο και σύντομα η φωνή της Τζόπλιν αποσπά αποθεωτικές κριτικές, με αποτέλεσμα το ’68 να αφήσει τη μπάντα της και να ξεκινήσει μία σόλο καριέρα. Το πρώτο μουσικό γκρουπ που συνόδευε την Τζόπλιν στη σόλο καριέρα της ήταν οι «Kozmic Blues Band».
Μ’ αυτούς ηχογράφησε στην Κολούμπια το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο «I Got Dem Ol’ Kozmic Blues Again Mama» που αν και έγινε χρυσός δεν είχε την ανάλογη με επιτυχία του «Cheap Thrills».
Τον Αύγουστο του ’69 εμφανίζεται στο Woodstock υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών «διαβάζοντας» όπως λέει η ίδια στα μάτια του κοινού την απορία «θα τα καταφέρει;». Στις αρχές του ’70 διαλέγει ως συνοδευτικό μουσικό γκρουπ τους «Full-Tilt Boogie Band». «Αυτή είναι η μπάντα μου! Επιτέλους, είναι η μπάντα μου!» λέει δημόσια κοινοποιώντας τον ενθουσιασμό της για το δέσιμο της ομάδας.
Μαζί τους βγάζει το τελευταίο της άλμπουμ «Pearl» το οποίο δεν πρόλαβε να δει στην κορυφή των τσαρτς, καθώς στις 4 Οκτωβρίου του 1970 βρίσκεται νεκρή από υπερβολική δόση ηρωίνης, σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Χόλιγουντ. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της διασκορπίστηκαν στην παραλία της Καλιφόρνια.
Το 1979 η ζωή της Τζόπλιν αποτέλεσε αφορμή για την κινηματογράφηση της ταινίας «Rose» με πρωταγωνίστρια την Μπέτυ Μίντλερ. Το 2005 βραβεύτηκε με Grammy για την προσφορά της στη μουσική.