Αναδημοσιεύω σήμερα, την ανάρτηση μιας αγαπημένης φίλης blogger, της Αγγελικής, με την οποία γνωριζόμαστε πολλά χρόνια.
Στο νέο βιβλίο του πατρός Βασιλείου Χριστοδούλου, με tίτλο " Σε λάθος ώρα νυχτώνει", δεν είναι ένα παιδικό βιβλίο, σαν αυτά που σας παρουσιάζω συνήθως μέσα από τις σελίδες αυτού του ιστολογίου. Είναι όμως ένα βιβλίο γραμμένο για ένα παιδί. Για την Ανδριάνα, που αιφνίδια και πρόωρα έφυγε από τη ζωή στα δέκα της χρόνια. Για την Ανδριάνα που ήταν το μόνο παιδί που είχαν οι γονείς της. Την μητέρα της Ανδριάνας, τη Ζέφη, τη γνώριζα διαδικτυακά. την παρακολουθούσα και την παρακολουθώ σαν blogger. Ο χαμός της μικρής πριν τρία χρόνια με είχε συγκλονίσει. Πολλές φορές ξεκίνησα να γράφω ένα μήνυμα συμπαράστασης για εκείνη, μα ποτέ δεν κατάφερα να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Όλα μου φαίνονταν ρηχά μπροστά στο βάθος μιας τέτοιας απώλειας και τραγικά κοινότυπα. Και έτσι προτίμησα να σιωπήσω...
Ήταν και αυτό το "γιατί" που με γέμιζε απελπισία... Σαν πρώτη φορά να συνειδητοποίησα πως η ζωή μπορεί να είναι τόσο τραγικά απρόβλεπτη. Και αυτό με γέμισε τρόμο. Ο απροσδόκητος χαμός της Ανδριάνας, που είχε ακριβώς την ίδια ηλικία με την κόρη μου τότε, τράβηξε μια κουρτίνα και πίσω της δεν κατάφερα να δω, παρά μονάχα την τυχαιότητα σε όλο της το μεγαλείο. Τι νόημα είχαν όσα έκανα, όσα ήλπιζα, όσα ονειρευόμουν για τα παιδιά μου, αν η καταπακτή του θανάτου θα μπορούσε να μου τα στερήσει τόσο αιφνίδια, τόσο αναίτια, τόσο άδικα... Η ζωή ως τυχαιότητα, έγινε μια σκέψη βασανιστική για μένα...
Και έρχεται τρία χρόνια μετά ο πατέρας Βασίλειος, με αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, να τολμήσει να πει με λόγο συντεταγμένο και ώριμο, με λόγο παιδεμένο στα βάθη της ψυχής του, όλα όσα σαν νεφέλη αξεδιάλυτη βρίσκονταν στο νου την καρδιά μου τότε, να ρωτήσει όλα τα "γιατί", να "απαιτήσει" απαντήσεις, να προσφέρει εν τελεί μια νέα θέα(ση), μα κυρίως να πάρει το βάρος της ενοχής από την δική μου ψυχή για τα όσα τρομερά καταλόγισα στον Θεό τον καιρό εκείνο. Τον ευχαριστώ για όλα, μα κυρίως για αυτό .
Στο σημείο αυτό θα ζητήσω να μου συγχωρέσει ο συγγραφέας, αλλά και οι αναγνώστες, την ίσως αυθαίρετη θεώρηση του βιβλίου που θα επιχειρήσω. Είναι μόνο η προσωπική μου αίσθηση από το διάβασμα του βιβλίου. Γιατί κι αν μοιάζει με κατάβαση στον Άδη η προσέγγιση του πατρός Βασιλείου στο μυστήριο του θανάτου, για μένα στάθηκε μια ανάβαση σε πνευματικό όρος. Σαν άλλο Μωυσή είδα τον συγγραφέα, να απευθύνει με την ίδια λαχτάρα που το έπραξε ο προφήτης, το αίτημά του προς τον Θεό: "Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν".
Που είσαι, αναρωτιέται και ρώτα τον Θεό ο συγγραφέας, μπροστά στην οδύνη, μπροστά στο παράλογο του αιφνίδιου θανάτου ενός δεκάχρονο παιδιού. Φανερώσου, κραυγάζει. Εκείνος, ο λειτουργός του Θεού, μοιάζει να νιώθει τις πλάκες της νέας διαθήκης να συνθλίβονται μέσα του, μοιάζει να αντιλαμβάνεται την υπόσχεση της εξόδου από τη δουλεία του θανάτου να διαψεύδεται και σπαρακτικά ζητά την παρουσία Του. "Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν".
Όρος αιχμηρό και απροσπέλαστο η οδύνη. Αφιλόξενο, γεμάτο γκρεμούς θανατηφόρους, αδιέξοδα μονοπάτια και γλιστερές στροφές. Και από κάτω να χάσκει η άβυσσος του πένθους. Βουνό η οδύνη. Και ο άνθρωπος πρέπει να το ανέβει, όχι να το ζαλωθεί, γιατί το βάρος του θα τον συνθλίψει. Συμπαράσταση λοιπόν σε αυτή την άνισα, σκληρή (επ)άνοδο γυρεύει. Δύναμη, να μπορέσει να συντροφεύσει τους πενθούντες.
"Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν". Καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι αυτή η παράκληση, η κραυγή αγωνίας του συγγραφέα δεν είναι είναι ολιγοπιστία. Δεν είναι έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Θεού. Άλλωστε τι νόημα θα είχε να απευθύνεται κάνεις σε κάποιον που γνωρίζει ότι εξ ορισμού δεν τον ακούει. Όχι. Είναι μόνο αλληλεγγύη στον πάσχοντα άνθρωπο. Είναι το αίμα της κοινής μας ανθρωπινότητας που μιλά. Είναι έκκληση στην ανθωπινότητα του Θεού. Χέρι να πιαστεί και να προσφέρει ζητά ο συγγραφέας. Χέρι δυνατό, πληγωμένο από καρφιά, που ξέρει πως είναι να πονάς.
Δεν προκαλεί πειρασμικά τον Θεό, ζητώντας του να επέμβει θαυματουργικά, να εμφανιστεί, να απαντήσει. Όπως δεν προκάλεσε ποτέ πειρασμικά ο Μωυσής τον Θεό, ούτε όταν του ζήτησε να μάθει το όνομά του, ούτε όταν τόλμησε να απαιτήσει τη θέασή Του. Δίψα και πείνα για Θεό είναι. Ρούχο ζεστό ζητά, να ντύσει τους πενθούντες, τους γονείς, που παραδίδονται γυμνοί, στα νύχια της πιο ανελέητης οδύνης. Για εκείνους είναι η μέριμνά του. Τη ναυτία που προκαλεί το ύψος της οδύνης, γυρεύει να γιατρέψει. Και δεν του φτάνουν τα διαθέσιμα μέσα: τα λόγια της παρηγοριάς, η ελπίδα της μέλλουσας ζωής, η ανάσταση σε μέλλοντα χρόνο. Όχι γιατί δεν είναι δώρα ακριβά. Γνωρίζει όμως, και καταλαβαίνουμε όλοι, πως στον ζωντανό πόνο πρέπει πρώτα να ανταποκριθεί. Όταν η πληγή αιμορραγεί, δεν έχουν νόημα τα λόγια, όσο αληθινά ή παρήγορα κι αν είναι. Ένα χέρι να δέσει την πληγή χρειάζεται. Ένας (επί) δεσμός.
Μέσα σε αυτό τον πόνο, μέσα σε αυτή την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης γυρεύει τον Θεό σαν δεσμό, σαν ακατάλυτη σχέση. Και βρίσκει πολύ περισσότερα από αυτό. Βρίσκει τον ίδιο τον Θεό. Ακούει τη μητέρα σε υπερβατικό διάλογο με το παιδί της την ώρα της ταφής, και στα λόγια της ψυχανεμίζεται την παρουσία του ίδιου του Θεού μέσα της. Ο συγγραφέας και μαζί του και εμείς, καταλαβαίνουμε ότι ο Θεός την έχει ήδη πιάσει από το χέρι και τη συγκρατεί από την πτώση της στην άβυσσο του πένθους. Θα πέσει μαζί της, θα τη συναντήσει μέσα στο ίδιο κενό του πένθους, θα πει ο πατέρας Βασίλειος.
Τα ερωτήματα που θέτει ο π. Βασίλειος είναι σκληρά και ανελέητα, γιατί πηγάζουν κατευθείαν από τον πόνο. Ο τρόπος που απευθύνεται στον Θεό, είναι ο τρόπος που ο Ιακώβ πάλεψε με τον μυστηριώδη ξένο (τον ίδιο το Θεό) στο ενύπνιό του: είναι αντρίκιος, είναι θαρραλέος, είναι άμεσος. Δεν χωρούν μισόλογα στην απόκριση που περιμένει. Δεν χωρούν ευχολόγια. Τα "γιατί" του αιμορραγούν. Από την αναγγελία του θανάτου της μικρής Ανδριάνας, μέχρι την ταφή της και ίσως μέχρι και την συγγραφή τούτου του βιβλίου, παλεύει μαζί τους με οδηγό την πίστη και βακτηρία την ποίηση, που τόσο καίρια ενσωματώνει στο κείμενό του.
Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι συγκλονιστικές. Είναι αποκαλυπτικές για τον τρόπο που η ίδια η Ενανθρώπιση του Κυρίου, προτείνεται ως η ελπίδα μας στην άνιση μάχη με τα "γιατί" που μας κατατρέχουν. "Η απόσταση ενός γιατί και μιας απάντησης, είναι η φυσική απόσταση του Θεού από τον άνθρωπο", μας λέει ο πατέρας Βασίλειος. Η Ενανθρώπιση έρχεται να καλύψει ακριβώς αυτή την απόσταση. Να καλύψει το κενό της απάντησης με την παρουσία. Να μετατρέψει τη σιωπή σε σχέση. Και όλα αυτά μας αποκαλύπτονται με έναν τρόπο οικείο, μα και πρωτόγνωρο. Με τον τρόπο που ψάχνεις απεγνωσμένα κάτι που πάντα βρισκότανε μπροστά στα μάτια σου, μα που ποτέ πριν δεν βρέθηκες στην ανάγκη να αναζητήσεις. Και είναι τόσο λυτρωτικά ανακουφιστικό να το βρίσκεις.
'Ίσως το μόνο, (το πολύ ή το λίγο) που ζητά από εμάς ο Θεός, είναι να μην θελήσουμε να διασχίσουμε την θάλασσα του αφανέρωτου μονάχοι, με την μικρή βαρκούλα της λογικής μας. Εκείνος που θέλει, εκείνος που είναι έτοιμος να απεκδυθεί την ανάγκη για ακλόνητες βεβαιότητες και να εμπιστευτεί, με τον τρόπο που εμπιστευόμαστε ότι ο ύπνος θα μας οδηγήσει μας στην αυγή της επόμενης μέρας, εκείνος θα μπορέσει να βρει ελπίδα, να βρει διέξοδο από το λαγούμι του θανάτου, μπροστά και πάλι στην φωτεινή πλευρά της ζωής.
Και στ`αλήθεια, "δεν ξέρω τι άλλο μπορούσα να ελπίζω,
θα χάσω είχα πει, μα κερδίζω."